«Δεν θέλω να μου αρέσει αυτό το βιβλίο. Και αφήστε με να εξηγήσω γιατί. Είμαι πρώην εισαγγελέας και για χρόνια εμείς οι εισαγγελείς είμασταν αποδέκτες των προσβολών του Τζέρι Σπενς κατά του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης», εξομολογείται ο βετεράνος δημόσιος κατήγορος Laurie Levenson στην κριτική του βιβλίου του Σπενς που ασχολείται με το πώς τη γλιτώνουν οι αστυνομικοί των ΗΠΑ που προβαίνουν σε φόνο. «Έφτασε μέχρι και να διαφημίζει καμαρώνοντας», συνεχίζει ο εισαγγελέας, «πως οι εισαγγελείς δεν είναι ευπρόσδεκτοι στις ομιλίες και τα σεμινάριά του. Κι έτσι αμφέβαλλα πολύ πως θα με συγκινούσαν αυτό που πίστευα πως θα ήταν οι αποκαλύψεις ενός από τους καλύτερους συνηγόρους υπεράσπισης της χώρας μας. Αλλά έκανα λάθος». Και έκανε γιατί ο Τζέρι Σπενς δεν είναι άλλος ένας μεγαλοδικηγόρος διασημοτήτων. Έχει υπερασπιστεί βέβαια πολλές προβεβλημένες προσωπικότητες, αλλά και εξίσου πολλούς μεροκαματιάρηδες που βρέθηκαν μπλεγμένοι στα γρανάζια του συστήματος. Όποιον πελάτη αναλάμβανε, δεν κοιτούσε ποτέ το πορτοφόλι του, παρά μόνο αν ήταν ένας από δαύτους που η κοινωνία φαίνεται να μη θέλει στις τάξεις της. Τα δικαστήρια των ΗΠΑ έζησαν από πρώτο χέρι τις ριπές της υπερασπιστικής του μεγαλοφυΐας, κάνοντας ακόμα και δικαστές να δηλώνουν πως η Αμερική χρειάζεται ανθρώπους σαν τον Τζέρι να εκπροσωπούν αυτούς που μοιάζουν ξοφλημένοι. Κι αν εκτός Αμερικής είναι παντελώς άγνωστος, στους μη νομικούς κύκλους τουλάχιστον, στη χώρα του απασχολεί τις δικαστικές αρχές και τα Μέσα τα τελευταία 60 χρόνια, και όχι απαραίτητα για τα δερμάτινα σακάκια του με τα κρόσσια! Ο Σπενς ασκεί τη μάχιμη δικηγορία από την εποχή που τέλειωσε τη νομική σχολή του Πανεπιστημίου του Γουαϊόμινγκ το 1952. Αφού πέρασε ένα μικρό διάστημα ως δημόσιος κατήγορος, στράφηκε στην άλλη πλευρά του νομικού φάσματος για να γίνει ένα σωστό δικαστικό φαινόμενο. Δεν έχασε ποτέ του δίκη από το 1969 ως το 2014, όταν είπε στα 85 του πια να αποσυρθεί -μερικώς!- από τα έδρανα των δικαστηρίων. Για να είμαστε ακριβείς, όπως θα το ήθελε άλλωστε και ο ίδιος, δεν έχει χάσει ποτέ ποινική δίκη. Γιατί αστικό δικαστήριο έχει χάσει, αν και είναι πολύ παλιά για να το θυμάται, μιας και μετά το 1969 δεν θα το ξαναπάθαινε αυτό! Στις πέντε αυτές δεκαετίες που πέρασε ως συνήγορος υπεράσπισης δεν έχασε ποτέ του ποινική δίκη. Ψέμα και πάλι! Έχασε μία, αλλά την κέρδισε κατόπιν στο Εφετείο! Οι υποθέσεις του είναι πια θρυλικές και διδάσκονται σε νομικές σχολές, μιας και χειρίστηκε μαεστρικά μια μακρά σειρά από δύσκολες ποινικές και αστικές υποθέσεις που ανήκουν πλέον στην ποινική μυθολογία της Αμερικής. Εντωμεταξύ, έγραψε δυο ντουζίνες βιβλία περί Δικαίου, για την τέχνη του να είσαι δικηγόρος αλλά και το λατρεμένο του Γουαϊόμινγκ φυσικά. Η πραγματική καριέρα του όμως στηρίχθηκε ωστόσο κάπου αλλού, ότι εκπροσωπούσε πάντα τα μαύρα πρόβατα της κοινωνίας. Αυτούς που λάτρευαν άλλους θεούς, αυτούς που ζούσαν διαφορετικά και αυτούς που είχαν μια πλήρη αδιαφορία για το ποινικό σύστημα και τους περιορισμούς της συλλογικής ζωής. Αυτούς δηλαδή που είναι οι μεγάλοι αγαπημένοι των διωκτικών αρχών και των ποινικών θεσμών. Ο Σπενς ήταν ένας δικηγόρος με τσαγανό και τόλμη. Δεν υποτίμησε ποτέ τη σοβαρότητα μιας κατάστασης και δεν θεώρησε τίποτα δεδομένο, γι’ αυτό και ξεπληρώθηκε με ένα απίστευτο μητρώο δικαστικών θριάμβων που δύσκολα θα βρει όμοιό του. Πελάτες του ήταν αρχικά όλοι, αν και τελικά προτίμησε τα «ανθρωπάκια» που συνθλίβονται συνήθως στα αδηφάγα γρανάζια του δικαστικού συστήματος. Οι νεαροί μαύροι άντρες εμπίπτουν στα σίγουρα στην παραπάνω κατηγορία. Ο εισαγγελέας Laurie Levenson, που γνώρισε καλά τον δαιμόνιο Τζέρι μέσα στην αίθουσα, μας λέει πως όλοι οι συνήγοροι υπεράσπισης, παντού στον κόσμο, πρέπει να έχουν λίγο από Σπενς μέσα τους, εννοώντας πως οφείλουν να ερευνούν επαρκέστερα τις υποθέσεις τους, να εξετάζουν τους μάρτυρες πιο ενδελεχώς, να αμφισβητούν τις αστυνομικές καταθέσεις περισσότερο και να είναι δοσμένοι ολόψυχα στον πελάτη τους, ώστε να είναι σίγουροι πως θα έχει την καλύτερη υπεράσπιση που δικαιούται, σε κάτι που είναι τα ίδια τα θεμέλια της δημοκρατίας δηλαδή. Αυτός είναι ο Τζέρι Σπενς, ένα δικηγορικό φαινόμενο που ξεδιπλώθηκε τόσο πάνω από πολύκροτες υποθέσεις όσο και απλά κατηγορητήρια ταπεινών μεροκαματιάρηδων, που ο ίδιος ανέδειξε βέβαια σε πολύκροτες δίκες ανατρέποντας όσα το ποινικό σύστημα θεωρεί δεδομένα για τους αδυνάτους αυτού του κόσμου…
Πρώτα χρόνια
Ο Τζέραλντ «Τζέρι» Λέοναρντ Σπένσερ γεννιέται στις 8 Ιανουαρίου 1929 στο Γουαϊόμινγκ, την πολιτεία όπου μεγάλωσε, ανατράφηκε, μορφώθηκε και δεν θα εγκατέλειψε ποτέ. Πέρασε ξένοιαστα παιδικά χρόνια στις ερημιές της πολιτείας και έμαθε να κυνηγά για να τρώει. Έμαθε όμως και κάτι ακόμα, όπως εξομολογείται στο αυτοβιογραφικό του «The Making of a Country Lawyer», πως «ο φόνος στη δικαστική αίθουσα είναι σαν τον φόνο στα βουνά». «Όπως όλοι οι φόνοι», συνεχίζει, «κουβαλά μαζί του τα ίδια ηθικά πρότυπα με αυτά που έβλεπα τον πατέρα μου να ζει όταν ήμουν παιδί. Κανείς δεν σκοτώνει στο δικαστήριο για την απλή χαρά του θανάτου. Κανείς δεν σκοτώνει τον αντίπαλό του επειδή απλώς μπορεί. Μόνο τα λυσσασμένα σκυλιά, μερικοί αδίστακτοι λύκοι και οι κυνηγοί των επάθλων με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, που γεμίζουν τους τοίχους τους με αθώα θύματα, σκοτώνουν για ευχαρίστηση». Η οικογένεια Σπενς δεινοπάθησε στη Μεγάλη Ύφεση, δεν έχασε ωστόσο τα πάντα. Έχασε όμως «τη μικρή Πέγκι», τη μικρότερη αδελφή του που πέθανε αιφνιδίως από μηνιγγίτιδα. Η περιπέτεια της μικρής και η πρώτη κακή επαφή με τις ασφαλιστικές εταιρίες θα αφήσουν το τραύμα τους στον ψυχισμό του μικρού, διαδραματίζοντας ιδιαίτερο ρόλο στην κατοπινή του καριέρα. Έμαθε να μισεί τους ασφαλιστικούς θεσμούς και τους τρόπους με τους οποίους διέφευγαν συνεχώς τις υποχρεώσεις πληρωμής τους. Μετά το σχολείο, το έσκασε από το Γουαϊόμινγκ με έναν κολλητό του για να ζήσουν την περιπέτεια. Τώρα ήταν ναύτης σε εμπορικό και περνούσε τον χρόνο του πίνοντας και καπνίζοντας. Όταν έζησε την επανάστασή του, επέστρεψε στη γενέτειρά του και τώρα ήθελε να γίνει δικηγόρος. Όχι βέβαια γιατί πίστευε στη δικηγορία, αλλά γιατί ήθελε να μοιάσει στον ήρωά του, έναν περιβόητο δικηγόρο του Γουαϊόμινγκ που υπερασπιζόταν έναν λαθρέμπορο οινοπνευματωδών στην Ποτοαπαγόρευση και ήπιε μονορούφι όλο το ουίσκι που είχαν μεταφέρει στη δικαστική αίθουσα ως «αποδείξεις», μπροστά στα εμβρόντητα μάτια δικαστή και ενόρκων! Κι έτσι γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γουαϊόμινγκ, την οποία τέλειωσε ωστόσο με άριστα το 1952. Τον Μάιο του 1990, τιμήθηκε από το ίδιο πανεπιστήμιο με τιμητικό διδακτορικό στα νομικά. Όσο ήταν στη σχολή, η οικογένειά του μετακόμισε στη Βολιβία, καθώς εκεί βρήκε δουλειά ο πατέρας, και ο ίδιος ήταν πια μόνος. Μόνος γιατί είχε χάσει τη μητέρα του το 1949, όταν εκείνη έκανε το απονενοημένο διάβημα. Και επειδή δεν τον ήθελαν σε καμιά φοιτητική αδελφότητα, έτσι ρέμπελος καθώς ήταν, έκανε παρέα μόνο με περιθωριακούς και αντιδημοφιλείς τύπους. Τους ανθρώπους που τόσο θα αγάπαγε δηλαδή και θα υπερασπιζόταν στην υπόλοιπη ζωή του. Όπως είπε μάλιστα στην αυτοβιογραφία του, κανείς δεν έφταιγε που δεν χωρούσε πουθενά. Έτσι ήταν ως άνθρωπος, πάντα αουτσάιντερ…
Ο αχτύπητος κύριος συνήγορος
Στα χρόνια αμέσως μετά τη σχολή, ο Σπενς στράφηκε στην εισαγγελία, δουλεύοντας ως δημόσιος κατήγορος στις αίθουσες του Γουαϊόμινγκ. Λέγεται πως ήταν φαρμακερός! Κάποια στιγμή έχτισε ένα καλό όνομα και αποφάσισε να στραφεί στη μάχιμη δικηγορία, περνώντας από την άλλη πλευρά των εδράνων. Και τότε θα γινόταν ένας από τους καλύτερους συνηγόρους υπεράσπισης που θα έβλεπαν ποτέ τα αμερικανικά δικαστικά χρονικά. Ο κύριος συνήγορος αναλάμβανε πια πολύκροτες υποθέσεις με διασημότητες και πλούσιους αστούς, ένα πράγμα ωστόσο δεν μπορούσε να του ξεκαρφωθεί από το κεφάλι: το πώς φερόταν το σύστημα στους αδυνάτους και τους παρίες της κοινωνίας. Ο ίδιος είχε ζήσει εξάλλου από πρώτο χέρι την ασφαλιστική περιπέτεια με την υγεία της αδελφής του, που άφησε την οικογένεια στον άσο, την ίδια ώρα που αντίκριζε συχνά στην αίθουσα τον βεβιασμένο τρόπο με τον οποίο αποδιδόταν η δικαιοσύνη όταν ο υπόδικος δεν ήταν «πλούσιος, λευκός, χριστιανός», όπως γράφει. Κι έτσι θα ακολουθούσε τώρα ένα διαφορετικό υπερασπιστικό μονοπάτι, γινόμενος στην πορεία ο Νο 1 άνθρωπος στον οποίο κατέφευγαν τα «ανθρωπάκια» όταν είχαν μπλεξίματα με τις μεγάλες πολυεθνικές, τους ασφαλιστικούς κολοσσούς, τις τράπεζες και κάθε θεσμό εξουσίας και καταπίεσης. «Είδα το φως», είπε για την πλήρη μεταστροφή του υπέρ του κοσμάκη. Πήγαιναν σε αυτόν όχι γιατί κέρδιζε τις υποθέσεις, το μητρώο του εξάλλου εκείνα τα χρόνια δεν ήταν κατά κανέναν τρόπο επίδοση-ρεκόρ. Χτυπούσαν την πόρτα του γραφείου του γιατί ήξεραν ότι ο Σπενς θα ασχοληθεί πραγματικά με την περίπτωσή τους και θα πληρωθεί μόνο αν κερδηθεί η δικαστική διαμάχη. Μόνο που η δικαστική μάχη κερδιζόταν πάντοτε!
Με πολλαπλές και τσουχτερές οικονομικά ετυμηγορίες υπέρ του, ο Σπενς πλούτισε τελικά, την ίδια ώρα που κέρδισε τις περισσότερες ποινικές υποθέσεις από κάθε άλλο δικηγόρο της Αμερικής. Δεν είναι δηλαδή μόνο το γεγονός ότι δεν έχασε ποτέ δίνοντας μερικές δίκες, είναι ότι δεν έχασε ποτέ παρά την παραγωγικότερη δικηγορική καριέρα που είδαν ποτέ οι ΗΠΑ! Κάποιες πολύκροτες ποινικές υποθέσεις του βγήκαν φυσικά από τα στενά δικαστικά όρια του Γουαϊόμινγκ και της Αμερικής τελικά, ενώ στα αστικά δικαστήρια έκανε κυριολεκτικά πάρτι. Φανταστείτε την αποζημίωση που πήρε για τη θριαμβευτική επιδίκαση στη Μις Γουαϊόμινγκ ποσού 26,5 εκατ. δολαρίων από το περιοδικό «Penthouse»! Αλλά και πόσα έβγαλε όταν κατάφερε να γονατίσει τον κολοσσό των McDonald’s υπέρ μιας μικρής οικογενειακής φίρμας παγωτών, αποσπώντας για λογαριασμό τους όχι λιγότερα από 52 εκατ. δολάρια. Ή όταν κατάφερε να υπερασπιστεί επιτυχώς έναν παραπληγικό πελάτη του που του την είχε φέρει η ασφαλιστική, αποσπώντας 15 εκατ. δολάρια σε αποζημιώσεις. Θρύλος ωστόσο έγινε για τις ποινικές μάχες του, όταν αθώωνε στρατιές ολόκληρες από μετανάστες, πολίτες τρίτης κατηγορίας και λοιπούς εχθρούς του συστήματος σε δίκες που λάμβαναν χώρα σε όλη την αμερικανική επικράτεια! Πολλές μάλιστα από τις νίκες του γέννησαν δεδικασμένο και έβαλαν σε νέα πλαίσια τον τρόπο που δούλευαν οι κρατικοί φορείς και οι πολιτειακοί θεσμοί. Στη Γιούτα, για παράδειγμα, μία του νίκη κατά ιατρικής αμέλειας ανάγκασε την πολιτεία να πάρει αυστηρότερα μέτρα, θεσπίζοντας νέα πρότυπα για την αποτελεσματικότερη νοσοκομειακή φροντίδα.
Ποινικό δικαστήριο δεν έχασε ποτέ και αστικό είχε να χάσει από το 1969, αν και πλέον έχει αποσυρθεί από την ενεργό δικηγορία και όλα αυτά είναι απλώς ιστορίες για τον ίδιο, που τις διηγείται στο ίδιο καφέ που πηγαίνει από πιτσιρικάς. Πώς κατάφερε αυτός, ένας δικηγόρος μιας κωμόπολης του Γουαϊόμινγκ, να γίνει ένα από τα βαριά πυροβολικά του αμερικανικού ποινικού συστήματος, αυτό το ξέρει μόνο ο ίδιος. Τα τελευταία του μάχιμα χρόνια, όντας πια σε προχωρημένη ηλικία, όργωνε τις νομικές σχολές των ΗΠΑ για διαλέξεις, αφήνοντας τους συνεργάτες και βοηθούς της νομικής του φίρμας (The Spence Law Firm) να κάνουν όλη τη βρόμικη δουλειά. Ο ίδιος είχε δουλέψει εξάλλου στη ζωή του και μάλιστα πολύ. Κάποια στιγμή ίδρυσε και μια μη κυβερνητική οργάνωση (Trial Lawyers College), στην οποία διδάσκει σε νεαρούς δικηγόρους επαναστατικές μεθόδους για το πώς να κερδίζουν υποθέσεις κατά του κράτους και των οικονομικών συμφερόντων, προς όφελος πάντα του ανυπεράσπιστου κόσμου.
Από το 1995-1996 κρατούσε μάλιστα τη δική του εκπομπή στο NBC («The Gerry Spence Show»), όπου συζητούσε νομικές και κοινωνικές προεκτάσεις του ποινικού συστήματος για να μάθει, όπως έλεγε, ο φτωχός λαός τα δικαιώματά του. Αργότερα έστησε και μια μη κερδοσκοπική νομική φίρμα στην πολιτεία του (Lawyers and Advocates for Wyoming), που αναλαμβάνει δωρεάν την εκπροσώπηση όσων δεν έχουν μία. Πλέον ζει με τη δεύτερη σύζυγό του, πού αλλού, στο σπίτι του στο Γουαϊόμινγκ, με τα έξι παιδιά και τα 13 εγγόνια του. Απολαμβάνοντας ήσυχος τα στερνά του όχι ως ο δικηγόρος που δεν έχασε ποτέ μάχη, αλλά ως ο συνήγορος υπεράσπισης του κοσμάκη απέναντι στα αρπακτικά του κόσμου μας… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr