Ήταν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν οι υγειονομικές αρχές της Βρετανίας άρχισαν να ανησυχούν ιδιαιτέρως για μια πάθηση που σκότωνε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, παρά τα γιγαντιαία άλματα της ιατρικής και των συνθηκών υγιεινής: ο καρκίνος του πνεύμονα. Τα νούμερα ήταν τρελά: μεταξύ 1922-1947, ο αριθμός των θανάτων που αποδίδονταν στον συγκεκριμένο καρκίνο είχε δεκαπενταπλασιαστεί σε Αγγλία και Ουαλία. Αντίστοιχες στατιστικές καταγράφονταν μάλιστα σε όλο τον κόσμο και παντού ο κύριος στόχος της νόσου ήταν οι άντρες. Ποια ήταν η αιτία; Η μόλυνση του αέρα στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις; Οι ρύποι των αυτοκινήτων; Η ασφαλτόστρωση των δρόμων; Ή μήπως το γεγονός ότι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι κάπνιζαν τσιγάρα; Οι μεταβλητές παραήταν πολλές, όπως αναγνώριζαν οι επιδημιολόγοι, για να καταλήξουν σε μία αιτία. Ή μήπως όχι; Το 1947 το Ιατρικό Ερευνητικό Συμβούλιο της Βρετανίας πήρε τη γενναία απόφαση να επιφορτίσει δυο επιδημιολόγους να το ψάξουν καλύτερα. Ο Ρίτσαρντ Ντολ και ο μέντοράς του Όστιν Μπράντφορντ Χιλ, αμφότεροι γνωστοί στα πεδία τους, ανέλαβαν το δύσκολο έργο, δύσκολο τόσο μεθοδολογικά όσο και ηθικά, να ψάξουν αν το κάπνισμα προκαλούσε καρκίνο. Δεν μπορούσαν φυσικά να πειραματιστούν με τον καπνό, βάζοντας ανθρώπους να καπνίζουν για πέντε χρόνια για να δουν τι θα συμβεί στην υγεία τους, κι έτσι έπρεπε να ακολουθήσουν άλλες ερευνητικές οδούς. Οι Ντολ και Χιλ έπρεπε να βρουν τις απαντήσεις στα νοσοκομεία του Λονδίνου. Εντόπισαν 1.400 ασθενείς, οι μισοί εκ των οποίων υπέφεραν από καρκίνο του πνεύμονα και οι άλλοι μισοί από άλλες νόσους, και όπως είπε αργότερα ο Ντολ στο BBC «τους ρωτήσαμε κάθε ερώτηση που μπορέσαμε να σκεφτούμε». Τους ρώτησαν για το ιατρικό ιστορικό τους, την οικογενειακή τους κατάσταση, τις δουλειές τους, τα χόμπι, τις συνθήκες της ζωής τους, τις διατροφικές τους συνήθειες και ό,τι άλλο σκέφτηκαν πως μπορεί να συνδέεται με τον καρκίνο του πνεύμονα. Ήταν σαφές πως οι δύο επιδημιολόγοι έψαχναν στο σκοτάδι, ελπίζοντας πως μία από τις ερωτήσεις τους θα ήταν κοινός τόπος για τους καρκινοπαθείς και δεν θα εντοπιζόταν στην ομάδα ελέγχου των μη καρκινοπαθών. Παρά το πυκνό σκοτάδι που κάλυπτε την έρευνά τους, ο Ντολ είχε μια θεωρία: «Πίστευα ότι ήταν η πίσσα των ασφαλτοστρωμένων δρόμων». Όσο όμως η μελέτη συνεχιζόταν, ένα διαφορετικό μοτίβο άρχισε να αναδύεται: «Έκοψα το κάπνισμα όταν η έρευνα έφτασε στα 2/3 της»! Τον Σεπτέμβριο του 1950, οι Ντολ και Χιλ δημοσίευσαν τα αποτελέσματά τους στην ιατρική επιθεώρηση «British Medical Journal». Τα εξαγόμενα της επιδημιολογικής έρευνάς τους ήταν μεν ανησυχητικά, όχι όμως και αδιαμφισβήτητα. Παρά το γεγονός δηλαδή ότι βρήκαν πως οι καπνιστές ήταν πιθανότερο να έχουν καρκίνο του πνεύμονα από τους μη καπνιστές, και ότι η νόσος συνδεόταν με την ποσότητα των τσιγάρων που κάπνιζε κάποιος, η μεθοδολογική οδός που είχαν ακολουθήσει άφηνε περιθώρια στατιστικής αμφισβήτησης. Κανένα πρόβλημα για τον γιατρό που, έχοντας μόλις κόψει το κάπνισμα, ήθελε να γενικεύσει τη συμπεριφορά σε όλους, μιας και ήταν πεπεισμένος για τη συσχέτιση του καπνίσματος και του καρκίνου του πνεύμονα. Η νέα μελέτη που σχεδίασαν οι δυο επιδημιολόγοι αφορούσε πλέον σε γιατρούς. Πέρασαν από συνέντευξη πάνω από 30.000 γιατρούς στα μήκη και τα πλάτη της Βρετανίας και τους ρωτούσαν αν κάπνιζαν και πόσο. Τώρα περίμεναν απλώς να δουν ποιος γιατρός θα πέθαινε πρώτος και από τι! Μέχρι το 1954, ένα αντίστοιχο παθολογικό μοτίβο άρχισε να αναδύεται: μεταξύ των βρετανών γιατρών της μελέτης, 36 είχαν πεθάνει από καρκίνο του πνεύμονα. Ήταν όλοι τους καπνιστές. Και βέβαια για άλλη μια φορά ο δείκτης θνησιμότητας συνδεόταν με τη συχνότητα του καπνίσματος. Η νέα έρευνα των δυο γιατρών προκάλεσε ρίγη ανατριχίλας στην επιστημονική κοινότητα και πολλοί άρχισαν τώρα να ψάχνουν για συσχέτιση του καπνίσματος με τη νόσο. Το 1957, τόσο η έγκριτη επιθεώρηση «British Medical Journal» όσο και το Ιατρικό Ερευνητικό Συμβούλιο της Βρετανίας αποφάσισαν πως τα επιδημιολογικά στοιχεία των Ντολ και Χιλ ήταν αποφασιστικής σημασίας και αδιαμφισβήτητα στη φύση τους. Το περιοδικό διακήρυξε: «Η πιο λογική μετάφραση αυτών των στοιχείων είναι πως η σχέση τους είναι του τύπου αιτία και αποτελέσματος». Η μάχη είχε κερδηθεί για τον Ντολ επιστημονικά, αυτός ωστόσο είχε άλλη μία να δώσει. Με τον τίτλο του «πιο διαπρεπούς γιατρού της Βρετανίας», ο επιδημιολόγος που είχε αποφασίσει αρχικά να αφήσει τα στοιχεία να μιλήσουν από μόνα τους, για να μη διακινδυνεύσει την επιστημονική του αντικειμενικότητα, κατέθετε τώρα ως μάρτυρας κατηγορίας σε δίκες κατά της βιομηχανίας του καπνού και καλούσε τις κυβερνήσεις να υιοθετήσουν απαγορεύσεις στις διαφημίσεις των τσιγάρων. Ήταν ο γιατρός που θα έκοβε το κάπνισμα σε πολλούς…
Πρώτα χρόνια
Ο σερ Γουίλιαμ Ρίτσαρντ Ντολ γεννιέται στις 28 Οκτωβρίου 1912 στο Λονδίνο μέσα σε ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και ήθελε ο γιος του να ακολουθήσει τα βήματά του. Ο μικρός όμως, που πέρασε από πανάκριβα ιδιωτικά σχολεία, ήθελε να γίνει μαθηματικός. Απέτυχε ωστόσο στις κατατακτήριες εξετάσεις του Κέιμπριτζ, πίνοντας όλη την μπίρα του κολεγίου που μπόρεσε να βρει το βράδυ πριν τις εξετάσεις, κι έτσι πήρε την απόφαση να γίνει γιατρός! Αποφοίτησε από το King’s College του Λονδίνου το 1937 και μπλέχτηκε από μικρός με την πολιτική, ως ένας ταγμένος σοσιαλιστής. Η δημιουργία του μεταπολεμικού βρετανικού εθνικού συστήματος υγείας τού χρωστά πολλά. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου, υπηρέτησε ως γιατρός πάνω σε πλωτό νοσοκομείο για το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου. Αντικομφορμιστής και επαναστάτης, είχε ήδη απορρίψει τη θρησκεία και είχε στραφεί στον πασιφισμό και τον σοσιαλισμό. Παρά το γεγονός ότι προερχόταν από μεγαλοαστικό περιβάλλον, τον είχαν επηρεάσει βαθύτατα τα δεινά της εργατιάς, η πείνα και η ανεργία που έπλητταν τις κατώτερες εισοδηματικές τάξεις. Κάποια στιγμή εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και αυτοπροσδιοριζόταν ως «δημοκράτης κομμουνιστής», πιστεύοντας ακράδαντα ότι ένα καλό μέρος των πρόωρων θανάτων και των παθήσεων θα μπορούσε να αποφευχθεί με την κατάλληλη κοινωνική αλλαγή. Μεταπολεμικά, στράφηκε στην επιδημιολογία, για να δει ακριβώς πώς σχετίζονταν οι νόσοι με τις κοινωνικές και υγειονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στον κόσμο. Παρά το γεγονός ότι το κάπνισμα θα τον έκανε ευρύτερα γνωστό, ο δρ Ντολ ερεύνησε ένα τεράστιο φάσμα προβλημάτων υγείας, από τον αμίαντο και το αντισυλληπτικό χάπι μέχρι το HIV/AIDS, την ακτινοβολία και τη φθορίωση. Πέρα από την ανεπανάληπτη παρατήρησή του για τη σχέση καπνίσματος και καρκίνου του πνευμόνων, ποσοτικοποίησε τον κίνδυνο της ακτινοβολίας, επέστησε την προσοχή σε πολλές ακόμα ιατρικές πρακτικές και πήρε ακούραστα μέρος ως εμπειρογνώμονας σε συμβούλια και επιτροπές μεταφράζοντας τα επιδημιολογικά του εξαγόμενα σε κυβερνητικές πολιτικές. Το πλούσιο βιογραφικό του περιλαμβάνει μελέτες-ορόσημα σε πολλά πεδία, από γαστρεντερικές παθήσεις μέχρι άσθμα και καρδιαγγειακά νοσήματα.
Το κάπνισμα σκοτώνει
Στο τέλος του Β’ Παγκόσμιου, η Βρετανία παρουσίαζε τρομακτικά νούμερα στον καρκίνο του πνεύμονα, τα υψηλότερα μάλιστα παγκοσμίως, και κανείς δεν ήξερε γιατί. Ο Ντολ υπέθεσε, όπως είπαμε, ότι ευθυνόταν πιθανότατα η ασφαλτόστρωση των δρόμων, μιας και ήταν γνωστό πως η πίσσα περιείχε καρκινογόνους παράγοντες. Μελετώντας το όμως, όπως προαναφέραμε, θα άφηνε τη μεγαλύτερή του ιατρική και κοινωνική κληρονομιά! Δεν ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε μια τέτοια συσχέτιση, καθώς υπήρχαν ήδη δυο παλιότερες γερμανικές μελέτες που υποδείκνυαν μια σχέση μεταξύ καπνίσματος και καρκίνου, είχαν περάσει ωστόσο στα «ψιλά» της ιατρικής κοινότητας. Ήταν η δική του επιδημιολογική μελέτη το 1950 και κυρίως το πάθος με το οποίο απάντησε στις πολεμικές που διατυπώθηκαν εναντίον της που θα έκαναν όλους να προσέξουν τόσο τον ίδιο όσο και την τρομακτική πραγματικότητα που υπαινισσόταν η έρευνά του. Παρά τη μεθοδολογική της αρτιότητα, η κριτική στρεφόταν γύρω από άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να είχαν επιδράσει στα αποτελέσματα, όπως ο μολυσμένος αέρας της βρετανικής πρωτεύουσας. Γι’ αυτό και στράφηκε ο δρ Ντολ στους βρετανούς γιατρούς, που όχι μόνο θα ήταν περισσότερο συνεργάσιμοι και ευκολότερα εντοπίσιμοι, αλλά και πιο ανοιχτοί στα αποτελέσματα. Αν έπειθε εκείνους πως το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο, τότε εκείνοι θα μπορούσαν να πείσουν τους εκατοντάδες χιλιάδες ασθενείς τους. Το κάπνισμα εξάλλου ήταν συνηθέστατο ανάμεσα στους γιατρούς της Βρετανίας. Και ο ίδιος ο Ντολ φούμαρε, το έκοψε ωστόσο όταν άρχισε να βλέπει συνδέσεις μεταξύ τσιγάρου και καρκίνου. Όταν δημοσίευσε και τα αποτελέσματα της δεύτερης μελέτης του με τον Χιλ, προκάλεσε ένα ντόμινο εξελίξεων στην ιατρική κοινότητα. Αναρίθμητες επιδημιολογικές έρευνες έγιναν σε χώρες της Δύσης, και κυρίως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, καθώς ο Ντολ όργωνε τώρα τις ΗΠΑ παρουσιάζοντας τη δουλειά του. Παρά το γεγονός ότι είχε έτοιμη τη μελέτη του αναφορικά με τους βρετανούς γιατρούς ήδη από το 1951, περίμενε άλλα τρία χρόνια για να τη δημοσιεύσει, θέλοντας να είναι σίγουρος για τον αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του πνεύμονα που εμφάνιζαν οι γιατροί του. Ο δρ Ντολ συνέχισε τη συγκεκριμένη έρευνα για 50 χρόνια, η οποία δημοσιεύτηκε το 2004 στο «British Medical Journal» («Mortality in relation to smoking: 50 years’ observations on male British doctors»). Η αιτιακή συνάφεια καπνίσματος και καρκίνου του πνεύμονα που βρήκε ο δρ Ντολ, κοινός τόπος σήμερα, τον απαθανάτισε στην επιστημονική κοινότητα με ανεξίτηλα γράμματα. Εκείνος δεν σταμάτησε εκεί τη μνημειώδη εργασία του κατά του καπνίσματος, δημοσιεύοντας πολλές ακόμα μελέτες για τα ρίσκα του τσιγάρου. Όπως το είπε εξάλλου και ο ίδιος: «Το γεγονός ότι τόσες πολλές παθήσεις -σοβαρότερες και μικρότερες- συνδέονται με το κάπνισμα είναι ένα από τα πλέον αξιοσημείωτα ιατρικά ευρήματα του αιώνα μας». Η βιομηχανία του καπνού χτύπησε φυσικά πίσω, προσπαθώντας με δικές της χρηματοδοτούμενες επιδημιολογικές μελέτες να αμφισβητήσει τα ευρήματα του δρος Ντολ. Εκείνος απάντησε με φοβερές γνωμοδοτήσεις σε ιατρικές και κρατικές επιτροπές και έπαιξε τον δικό του ρόλο στην υιοθέτηση πολιτικών κατά του καπνίσματος. Ακόμα και σε δικαστικές αίθουσες εμφανιζόταν ως εμπειρογνώμονας κατακεραυνώνοντας τις τσιγαροβιομηχανίες. Ήταν εξάλλου πρόεδρος σε τόσα προπαρασκευαστικά και γνωμοδοτικά συμβούλια, όπως για παράδειγμα το 2002 στη Διεθνή Εταιρία Έρευνας του Καρκίνου, που μίλησε για πρώτη φορά για τις επιπτώσεις του παθητικού καπνίσματος. Η υιοθέτηση μέτρων κατά του καπνίσματος σε Βρετανία, ΗΠΑ και Αυστραλία του χρωστά πολλά.
Τελευταία χρόνια
Το 1969, ο Ντολ μετακόμισε στην Οξφόρδη ως καθηγητής ιατρικής και έγινε ο ιδρυτής του περίβλεπτου κολεγίου Green Templeton. Κάτω από την καθοδήγησή του, η Οξφόρδη έγινε το παγκόσμιο κέντρο επιδημιολογικής έρευνας και οι δικές του τεχνικές έρευνας υιοθετήθηκαν τελικά από την ιατρική κοινότητα του κόσμου. Ήταν ο διαπρεπέστερος επιδημιολόγος του 20ού αιώνα, αυτός που πήρε έναν κλάδο και τον μετέτρεψε σε επιστήμη αιχμής. Το 1971 έγινε σερ και τιμήθηκε από αναρίθμητα πανεπιστήμια και επιστημονικούς φορείς με διδακτορικά και ακαδημαϊκές περγαμηνές. Πολλοί ήταν αυτοί που ισχυρίστηκαν πως του άξιζε ένα Βραβείο Νόμπελ, το οποίο δεν ήρθε ωστόσο ποτέ. Παρά το γεγονός ότι συνταξιοδοτήθηκε το 1979, τα τελευταία του 25 χρόνια θα ήταν εξαιρετικά παραγωγικά. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, έγραψε πολύ και έδωσε αναρίθμητες ομιλίες, καθοδηγώντας ταυτοχρόνως πολλούς νέους ερευνητές ως μέντορας. Ακόμα και μερικές βδομάδες πριν από τον θάνατό του στις 24 Ιουλίου 2005, συνέχιζε να πηγαίνει καθημερινά στη Μονάδα Επιδημιολογίας Καρκίνου. Στην προσωπική του ζωή, έζησε έναν μακρύ και ευτυχισμένο γάμο με μια γιατρό και επιδημιολόγο, μέχρι τον θάνατό της το 2001. Έφυγε από τον κόσμο ως ένας από τους μεγαλύτερους γιατρούς του περασμένου αιώνα, αλλά και ως ένας λιτός και πνευματικός άνθρωπος με δηλητηριώδη αίσθηση του χιούμορ… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr