«Το πλέον ιδιαίτερο, παράξενο και διασκεδαστικό είδος ανθρώπου του κόσμου», έτσι προλόγιζαν οι ρεκλάμες το ζηλευτό απόκτημα της ζοφερότερης ανθρώπινης διασκέδασης, των σόου με φρικιά και τέρατα. Την έλεγαν επίσης «γυναίκα-αρκούδα», «γυναίκα-υβρίδιο» και «πιο άσχημη γυναίκα του κόσμου» φυσικά, αν και εκείνη ήταν πάντα πολλά περισσότερα απ’ όσα της αναγνώριζε το φιλοθεάμον δυτικό κοινό. Γεννημένη στο Μεξικό τη δεκαετία του 1830, η βαρύτατα παραμορφωμένη και καλυμμένη με τρίχες Τζούλια Παστράνα έγινε αστέρι πρώτου μεγέθους στα ανατριχιαστικά σόου των επιτήδειων με τα ανθρώπινα αξιοπερίεργα, τα οποία έβρισκε ο Δυτικός ακαταμάχητα. Ακόμα μεγαλύτερο αντίκτυπο έμελλε μάλιστα να έχει μετά τον θάνατό της το 1860, όταν η ταριχευμένη σορός της προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερο μαγνητισμό. Η υπερτρίχωση της Παστράνα την έβγαλε στη showbiz για να δικαιώσει λες το αξιοπερίεργο της ανθρώπινης ύπαρξης, πλάι σε όλες τις άλλες γενετικές ανωμαλίες και τους κληρονομικούς εκφυλισμούς που χωρά ο νους. «Τέρας», «φρικιό» και άλλα πολλά, η Τζούλια περιδιάβαινε την υφήλιο για να ξεδιψάσει την ακόρεστη δίψα του πάντα φιλοπερίεργου κοινού για θεάματα έξω από τα συνηθισμένα, γινόμενη τελικά απόλυτη πρωταγωνίστρια των θλιβερών αυτών θεαμάτων του 19ου αιώνα. Όταν δεν αντιμετωπιζόταν με φόβο, αποστροφή ή αποτροπιασμό, το εξώκοσμο αυτό ον -όπως φάνταζε τουλάχιστον στα μάτια των ευκολόπιστων- με τα δασύτριχα γένια ήταν μια κανονική γυναίκα με τα όλα της. «Εξαιρετικά κομψή γυναίκα», τη χαρακτήρισε εξάλλου ο περίφημος φυσιοδίφης Κάρολος Δαρβίνος, που έψαξε κι αυτός πάνω της για αποδείξεις της θεωρίας του περί εξέλιξης των ειδών. Η αυτόχθονας του Μεξικού μιλούσε ωστόσο μπόλικες γλώσσες, χόρευε και τραγουδούσε, αν και όλοι συνέρρεαν για να θαυμάσουν τον περιβόητο δασυτριχισμό της. Όσοι μπόρεσαν να δουν πίσω από την υπερβολική τριχοφυΐα της, αναγνώριζαν ένα θελκτικό πλάσμα με αυξημένη νοημοσύνη και ευγένεια. Εκείνη, φρικιό για τον κόσμο, ζούσε μια σχετικά φυσιολογική ζωή, φροντίζοντας ωστόσο να την κρατά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Παρά το γεγονός ότι τραγουδούσε για τη μοναξιά της και τον έρωτα που δεν ερχόταν ποτέ, η Παστράνα ήταν παντρεμένη με το αφεντικό της και έμεινε μάλιστα και έγκυος στον γιο της. Έμελλε ωστόσο να πεθάνει στον τοκετό, όπως και το έμβρυο, αν και οι περιπέτειές της δεν θα τέλειωναν εδώ. Θα τέλειωναν μόνο το 2013, 153 χρόνια αργότερα δηλαδή! Ο σύζυγός της ταρίχευσε τη σορό της, αλλά και του γιου τους, οι οποίες παρέμεναν σε δημόσια θέα μέχρι και τη δεκαετία του 1970. Κάποια στιγμή βρέθηκε στις αποθήκες νοσοκομείου του Όσλο της Νορβηγίας, πριν επιστρέψει τελικά στο Μεξικό και ενταφιαστεί στην τελευταία της κατοικία τον Φεβρουάριο του 2013. Στα 156 αυτά χρόνια που μας χωρίζουν από τη στιγμή που έφυγε το ιδιαίτερο αυτό πλάσμα από τον κόσμο, ακαδημαϊκοί, συγγραφείς, γιατροί, δραματουργοί, μουσουργοί και καλλιτέχνες έχουν ασχοληθεί μαζί της, καθώς η ιστορία της προκάλεσε τη συμπάθεια αλλά και το ερευνητικό ενδιαφέρον πολλών.
Πρώτα χρόνια
Η Τζούλια Παστράνα γεννιέται πιθανότατα το 1834 στο κρατίδιο Σιναλόα του Μεξικού. Τίποτα δεν είναι πραγματικά επιβεβαιωμένο για την οικογένειά της ή το μεγάλωμά της, υπάρχουν ωστόσο στοιχεία που υποδεικνύουν ότι μπορεί να την πήρε υπό την προστασία του, παιδί ακόμα, ένας πλούσιος γαιοκτήμονας (Πέδρο Σάντσεζ) που υπηρέτησε κάποια στιγμή ως κυβερνήτης του Σιναλόα. Εκεί θα μάθει λίγα γράμματα, αλλά και τρεις γλώσσες. Η μικρή έπασχε από μια γενετική διαταραχή που αποκαλείται «συγγενής υπερτρίχωση terminalis», η οποία συνοδεύεται συνήθως από υπερπλασία των ούλων. Το σώμα και το πρόσωπό της ήταν καλυμμένα με μακριές μαύρες τρίχες, την ίδια ώρα που τα αυτιά και η μύτη της ήταν ασυνήθιστα μεγάλα. Ήταν αναμφίβολα μέλος γηγενούς φυλής, αν και αγνοείται η ταυτότητά της, μιας και τα ονόματα με τα οποία βάφτιζαν οι λευκοί τις τοπικές φυλές ήταν αποκλειστικά μειωτικά. Η Τζούλια πέρασε κάποια χρόνια στο σπίτι του κυβερνήτη, ως οικιακή βοηθός ή σκλάβα, και τον Ιούλιο του 1854 βγήκε για πρώτη φορά στον κόσμο, στην Γκουανταλαχάρα. Και πάλι δεν είναι γνωστό πώς και γιατί βρέθηκε στη σκηνή ως φρικιό, είναι πάντως εντυπωσιακό πως ξεκίνησε την καριέρα της στο Μεξικό. Από τοπικά δημοσιεύματα της εποχής μαθαίνουμε ότι ένας διεφθαρμένος αξιωματούχος της εποχής αγόρασε κάποια στιγμή τη «γυναίκα-αρκούδα» με σκοπό να την περιφέρει στις ΗΠΑ. Έχασε ωστόσο την επένδυσή του όταν η Τζούλια το έσκασε με έναν εραστή! Οι πρώτες αυτές περιπέτειες της ζωής της ανασυγκροτούνται δύσκολα, είναι πάντως σχεδόν επιβεβαιωμένο ότι όργωνε πια τις ανατριχιαστικές σκηνές των ΗΠΑ ως φρικιό, αρχής γενομένης πιθανότατα από τη Νέα Ορλεάνη κατά τον Οκτώβριο του 1854…
Οι περιπέτειες της Αμερικής
Σύντομα αυτή και ο αφέντης-εραστής της θα βρουν τον δρόμο τους για τη Νέα Υόρκη και το φημισμένο freak show του κυρίου Barnum, αν και η κακοκαιρία δεν επέτρεψε μια τέτοια συνάντηση. Με άλλον ιμπρεσάριο, η Παστράνα θα ανεβεί στη σκηνή της Νέας Υόρκης τον Δεκέμβριο του 1854 και μέχρι τον Φεβρουάριο του 1855 θα έχει πια τις δικές της αφίσες. Θέλοντας να διακριβώσει την κατάστασή της, ο ατζέντης θα την πάει σε μια σειρά από γιατρούς, οι οποίοι με όλη τους την επιστημοσύνη επιβεβαιώνουν πως η Τζούλια ήταν γέννημα της άνομης συνεύρεσης μιας γυναίκας και ενός ουρακοτάγκου! Η διάγνωση του δρος Μοτ (3 Δεκεμβρίου 1854) θα έπαιζε μάλιστα σε όλες τις εφημερίδες και τις ρεκλάμες: «Είναι μια κανονική γυναίκα, ένα λογικό πλάσμα, προικισμένο με ομιλία που κανένα τέρας δεν είχε ποτέ. Κι έτσι είναι υβρίδιο, εκεί που η φύση της γυναίκας κυριαρχεί πάνω στο κτήνος, τον ουρακοτάγκο. Γενικά, είναι το πιο αξιοσημείωτο πλάσμα των ημερών μας». Σε τέτοιες διαγνώσεις κατέληξαν και οι επόμενοι ιατρικοί έλεγχοι, αν και όπως ακριβώς και οι γιατροί, ο κόσμος που τη γνώριζε εντυπωσιαζόταν από τη νοημοσύνη της, τη χάρη και τα θέλγητρά της. Η «γυναίκα-αρκούδα» γοήτευε το κοινό της με τα αργόσυρτα σπανιόλικα τραγούδια και τη βραχνάδα της χροιάς της. Η Νέα Υόρκη έμοιαζε μαγεμένη μαζί της, καθώς το απροσδόκητο εξώκοσμο παρουσιαστικό της ερχόταν σε τραγική αντίθεση με τα εντελώς ανθρώπινα χαρακτηριστικά της. Από τον Μάιο του 1855, όργωνε πια την αμερικανική επικράτεια, όπως μας λένε τα δημοσιεύματα του τοπικού Τύπου. Το πρόγραμμα των εμφανίσεών της ήταν μάλιστα εξοντωτικό, καθώς έδινε μπόλικες παραστάσεις τη μέρα για να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση. Η ίδια δεν πρέπει πάντως να είχε καμία προσωπική ζωή με το καταιγιστικό πρόγραμμα και κανείς δεν φαινόταν να νοιάζεται για την ευτυχία ή την υγεία της…
Τζούλια Παστράνα και σύζυγος
Και πάλι δεν είναι γνωστό πότε γνώρισε η Παστράνα τον Θίοντορ Λεντ. Ο κατοπινός σύζυγος ήταν πάντως στην παρέα της Τζούλια και των δύο ατζέντηδών της κατά τη διάρκεια παραστάσεων στη Βαλτιμόρη τον Νοέμβριο του 1855. Ο ένας μάλιστα ατζέντης, ένας τυχοδιώκτης Μεξικανός, περνούσε για νόμιμος κηδεμόνας της. Ο Λεντ και ο αδερφός του την έκλεψαν κάποια στιγμή από τον θίασο και είχαν εκδοθεί εντάλματα για τη σύλληψή τους. Περιπέτειες είχαν μάλιστα οι δυο τους και όταν θέλησαν να βγάλουν άδεια γάμου, καθώς πολιτειακός δικαστής έπρεπε να κρίνει αν η Τζούλια ήταν πράγματι ανθρώπινο ον, ώστε να έχει το δικαίωμα να παντρευτεί! Όταν τακτοποιήθηκαν κι αυτές οι εκκρεμότητες, με εκ νέου ανατομική εξέταση της Παστράνα, οι δυο τους ενώθηκαν ενώπιον θεών και ανθρώπων. Ως μάνατζερ και σύζυγος πια, ο Λεντ συνέχισε τη μεγάλη της τουρνέ στις ΗΠΑ και τον Καναδά και τώρα όλοι την ήξεραν ως «γυναίκα-μπαμπουίνο». Το ζευγάρι συνέχισε τη βορειοαμερικανική περιοδεία του και έβγαζε πια πολλά, δίνοντας ωστόσο πάντα κάτι πίσω στις τοπικές κοινωνίες μέσω αγαθοεργιών και φιλανθρωπικών δράσεων. Ο σύζυγος θέλησε να επεκτείνει την απήχηση της Τζούλια και εκτός Αμερικής, γνωρίζοντας νέες περιπέτειες όταν η «γυναίκα-αρκούδα» έκανε αίτηση για διαβατήριο. Η μεγάλη ευρωπαϊκή τουρνέ της ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1857 και μαγνήτιζε πια όχι μόνο το φιλοθεάμον κοινό αλλά και την ιατρική κοινότητα. Η περιοδεία ξεκίνησε από την Αγγλία, που έμοιαζε κι αυτή μαγεμένη από το «ανθρωπόμορφο πιθηκοειδές με τους πολιτισμένους τρόπους», όπως την προλόγιζε λονδρέζικη εφημερίδα. Η Μις Τζούλια, όπως την αποκαλούσε χαϊδευτικά ο αγγλικός Τύπος, πέρασε αρκετούς μήνες στο Νησί φέρνοντας γύρα τις μεγαλύτερες πόλεις. Τον Νοέμβριο εμφανίστηκε στη Γερμανία, προκαλώντας σεισμό πραγματικό στο Βερολίνο, καθώς τώρα ανέβηκε στη σκηνή ως μέρος θεατρικής παράστασης! Για άγνωστο λόγο, η βερολινέζικη αστυνομία της απαγόρευσε να εμφανίζεται στα θέατρα της πόλης, κι έτσι αυτή συγκατατέθηκε σε μικρότερες σκηνές. Σειρά είχε μετά η Βιέννη, όταν οι δημοτικές αρχές του Αμβούργου της αρνήθηκαν οποιαδήποτε παράσταση, και στους τρεις μήνες που πέρασε στην αυστριακή πρωτεύουσα χόρευε και τραγουδούσε σαν αμερικανή ντίβα. Αργότερα ακολούθησε η περιοδεία στην Ανατολική Ευρώπη και κάθε της μυστηριώδης εμφάνιση συνοδευόταν με κατ’ ιδίαν συναντήσεις με φυσιοδίφες, γιατρούς, ζωολόγους και επιστήμονες κάθε είδους. Όλοι τους μιλούσαν για τα «αποκρουστικά χαρακτηριστικά» της, σημείωναν πάντως με έκπληξη την αυξημένη της νοημοσύνη και τους καλούς της τρόπους. Αυτό παραδεχόταν ακόμα και ο περιβόητος γερμανός φυσιοδίφης και εξερευνητής Αλεξάντερ φον Χούμπολτ. Σε πολλές πόλεις οι παραστάσεις της διακόπηκαν, όπως στη Λειψία, όταν η αστυνομία όρμησε για να σταματήσει το «παραμορφωμένο πλάσμα» από το να καταστρέψει το «σοβαρό αισθητικό πλαίσιο του θεάτρου», όπως έγραψε ο τοπικός Τύπος. Η Παστράνα εμφανίστηκε στη Βουδαπέστη, τη Βαρσοβία και έφτασε κάποια στιγμή στη Μόσχα, τον τελευταίο σταθμό της περιοδείας της…
Αιφνίδιο τέλος και μεταθανάτιες περιπέτειες
Μέχρι τον χειμώνα του 1860, το ζευγάρι βρισκόταν στη Μόσχα, με την Τζούλια ήδη έγκυος στο παιδί τους. Όταν του έδωσε ζωή εκείνον τον Μάρτιο, οι γιατροί περίμεναν μια δύσκολη γέννα. Ο μικρός βγήκε από το σώμα της στις 20 Μαρτίου και ο μαιευτήρας παρατήρησε την εντυπωσιακή ομοιότητά του με τη μητέρα του. Παρών ήταν και ο διαπρεπής καθηγητής ανατομίας της Ρωσίας, δρ Σοκόλοφ, ο οποίος και υπέγραψε το πιστοποιητικό θανάτου του μωρού 35 ώρες μετά τη γέννησή του. Όσο για τη μητέρα, εμφάνισε υψηλό πυρετό μετά τη γέννα. Το δωμάτιο του νοσοκομείου έμοιαζε τώρα με τα σόου της, καθώς αναρίθμητοι γιατροί στέκονταν πάνω από το κρεβάτι της παρακολουθώντας το θέαμα. Πριν φύγει από τον κόσμο τα μεσάνυχτα της 24ης Μαρτίου 1860, δεν παρέλειψε να επαναβεβαιώσει τον έρωτά της για τον σύζυγό της. Ο Λεντ δεν έχασε βέβαια τον καιρό του, καθώς ήξερε τι ήθελε να κάνει με τη νεκρή του σύζυγο και τον χαμένο του γιο. Πλήρωσε λοιπόν για να αποκτήσει τις σορούς τους, τις οποίες ταρίχευσε και μετέτρεψε σε μόνιμα εκθέματα του Ανατομικού Μουσείου του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Παρά το βαλσάμωμα, το σώμα της Παστράνα εμφάνιζε σημάδια προχωρημένης αποσύνθεσης, όπως βεβαιώνουν σειρά ρώσων γιατρών, και ο Λεντ πέρασε τους επόμενους έξι μήνες ασχολούμενος με τη διατήρηση της σορού της. Οι αναφορές δεν συμφωνούν για το αν ο Λεντ έδωσε τη συγκατάθεσή του να εκτεθούν οι σοροί ή αν αντιθέτως ήταν μια πρωτοβουλία του καθηγητή Σοκόλοφ. Κάποια στιγμή πάντως, με τη βοήθεια των αμερικανών διπλωματών της Μόσχας, ο χήρος απέκτησε και πάλι τα νεκρά σώματα της οικογένειάς του. Την άνοιξη του 1862, η Παστράνα έγινε και πάλι πρωτοσέλιδο όταν τη θαύμασαν οι λονδρέζοι επιστήμονες σε έκθεση της πόλης. Οι πηγές θέλουν τον σύζυγο να εκθέτει τα πτώματα στα μήκη και τα πλάτη της Ευρώπης, κανονίζοντας ακόμα και ιδιωτικές ξεναγήσεις για τα μέλη της εκάστοτε βασιλικής οικογένειας. Τις σορούς αγόρασε στη δεκαετία του 1860 βιεννέζικο μουσείο, καθώς πουλούσαν πολύ. Ο Λεντ πέθανε σε άσυλο της Αγίας Πετρούπολης, χτυπημένος από άνοια, στη δεκαετία του 1880, και τα ταριχευμένα πτώματα όργωσαν Γερμανία και Ευρώπη περνώντας από το ένα χέρι στο άλλο και από έκθεση σε έκθεση. Μόνιμο σπίτι βρήκαν σε μουσείο ιατρικών αξιοπερίεργων του Όσλο κατά τη δεκαετία του 1920. Στη δεκαετία του 1950, όταν τέτοια εκθέματα έχασαν την απήχησή τους στη Νορβηγία, οι σοροί αποθηκεύτηκαν στο υπόγειο νοσοκομείου του Όσλο, από όπου τις αγόρασε αμερικανός επιχειρηματίας το 1972 για να εκθέσει για άλλη μια φορά τη νεκρή Παστράνα και τον γιο της στα μήκη και τα πλάτη των ΗΠΑ. Κανείς δεν πίστευε πια ότι τα εκθέματα ήταν κάποτε ζωντανά και όλοι ορκίζονταν πως ήταν κέρινα ομοιώματα. Έπειτα από πολλές ακόμα περιπέτειες, στις οποίες αναμείχθηκε και η καθολική εκκλησία που πίστευε πως η Παστράνα έπρεπε να ενταφιαστεί, οι δυο σοροί επέστρεψαν στο Όσλο και στις αποθήκες του νοσοκομείου. Εκεί, μέσα στο υπόγειο, τα εκθέματα μετατράπηκαν σε παιχνίδι για τις παρέες των πιτσιρικάδων που έμπαιναν από την ξεχαρβαλωμένη πόρτα και έπαιζαν με τις σορούς, μιας και κανείς δεν πίστευε πως ήταν αληθινοί άνθρωποι. Τώρα έλειπαν χέρια και πόδια τόσο από τη μητέρα όσο και το μωρό. Όταν μια μεξικανή καλλιτέχνιδα άρχισε να ψάχνει για το τέρας του 19ου αιώνα και το βρήκε στο υπόγειο του Τμήματος Ιατροδικαστικής του Νοσοκομείου του Όσλου στη δεκαετία του 1990, θα ξεκινούσε ένας τιτάνιος αγώνας για να επιστρέψουν τα πτώματα στη γενέτειρά τους και να ενταφιαστούν. Μόλις τον Φεβρουάριο του 2013 θα επέστρεφε το πτώμα της στο Μεξικό για να αναπαυτεί από όλες αυτές τις μεταθανάτιες περιπέτειες των τόσων δεκαετιών. Στις 12 του μήνα, εκατοντάδες απλοί άνθρωποι έσπευσαν στον καθεδρικό ναό για το ύστατο χαίρε στο μεγάλο αξιοπερίεργο του παρελθόντος… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr