Όπως μας υπενθυμίζει κάθε επεισόδιο του «CSI», η εξέταση του γενετικού υλικού είναι σήμερα παγκόσμια σταθερά στη σύγχρονη εγκληματολογική ανάλυση. Κι ενώ το βιολογικό υλικό (τρίχες, σάλιο, αίμα και άλλα σωματικά υγρά) θεωρείται πλέον ως το πιο αξιόπιστο και αδιάσειστο στοιχείο φυσικής παρουσίας σε έναν τόπο εγκλήματος, το πράγμα δεν ήταν καθόλου έτσι το 1985, όταν ο καθηγητής γενετικής σερ Άλεκ Τζέφρις χρησιμοποίησε τη διπλή έλικα του δεσοξυρινοβονουκλεϊκού οξέος για ιατροδικαστικούς σκοπούς. Ο Τζέφρις εφάρμοσε το περίπλοκο γενετικό προσχέδιο στις έρευνες της αστυνομικής σήμανσης και έβγαλε κυριολεκτικά λαβράκι. Κι αν σήμερα η ακρίβεια των αποδεικτικών του DNA αγγίζει το 99%, ο κύριος καθηγητής έπρεπε να δώσει μάχη ώστε να αναγνωριστεί και να καθιερωθεί το εγκληματολογικό προφίλ ενός δράστη με βάση το γενετικό του υλικό. Το προφίλ DNA δεν αμφισβητείται σήμερα από κανέναν, αν και στις πρώτες μέρες της εξέτασης γενετικού υλικού το 1986, οι δικαστές δίσταζαν πολύ να αποδεχτούν τα πειστήρια που παρείχε η καινοτόμα τεχνική της μοριακής βιολογίας. Θα ήταν μάλιστα μια πολύκροτη υπόθεση με έναν βρετανό βιαστή και παιδοκτόνο αυτή που θα έκανε για την εγκληματολογική ανάλυση του DNA όσα δεν φαινόταν να μπορεί να κάνει κανένας επιστήμονας! Γιατί μεταξύ των δύο υπόπτων που συνδέονταν με τους φόνους, ο ένας αθωώθηκε και ο άλλος καταδικάστηκε, κάνοντας το γενετικό υλικό όλη τη δύσκολη δουλειά του ανακριτή. Είμαστε στον Αύγουστο του 1986, όταν η αγγλική αστυνομία βρέθηκε σε αδιέξοδο στις έρευνές της για τον βιασμό και τον φόνο δύο μαθητριών που είχαν λάβει χώρα το 1983 και το 1986. Τα ευρήματα υποδείκνυαν κοινό τρόπο δράσης, ποιος ήταν όμως ο ένοχος που είχε στραγγαλίσει τις δύο έφηβες σε ένα προάστιο του Λέστερ; Οι Αρχές συνέλαβαν κάποια στιγμή ένα 17χρονο αγόρι με μαθησιακές δυσκολίες που δούλευε θυρωρός στο τοπικό νοσοκομείο. Με την πίεση της κοινής γνώμης και την ομολογία του νεαρού, η αστυνομία είχε βρει τον ένοχό της. Υπήρχε ωστόσο μια ενοχλητική λεπτομέρεια: οι ντετέκτιβ ήξεραν ότι και ο δεύτερος φόνος ήταν έργο του ίδιου ανθρώπου και δεν μπορούσαν να συνδέσουν τον νεαρό με τον πρόσφατο στραγγαλισμό του δεύτερου κοριτσιού. Γιατί ο δράστης δεν ομολογούσε όμως και τον δεύτερο φόνο του; Χωρίς να το ξέρει η αγγλική αστυνομία, ήταν έτοιμη να γράψει εγκληματολογική ιστορία και να αλλάξει μια για πάντα τον τρόπο με τον οποίο πιστοποιούνταν η φυσική παρουσία ενός ανθρώπου σε σκηνές εγκλήματος. Γιατί λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από το αστυνομικό τμήμα του Λέστερ, ένας νεαρός γενετιστής του πανεπιστημίου της πόλης (η έδρα και το «σερ» θα έρχονταν αργότερα) είχε ήδη προκαλέσει τριγμούς στην επιστημονική κοινότητα με μια ανακάλυψή του: μια μέθοδο αναγνώρισης και ταυτοποίησης υπόπτων που βασιζόταν στο DNA τους. Η τεχνική του («αποτύπωμα DNA» την ονόμαζε) έλεγε μάλιστα πως ήταν αλάνθαστη. Ο επικεφαλής ντετέκτιβ Ντέιβιντ Μπέικερ σκέφτηκε να φέρει το δείγμα από σπέρμα που είχε συγκεντρώσει από τους τόπους του εγκλήματος και να δει ο καθηγητής αν ο ύποπτος ήταν πράγματι ο δράστης των δύο φονικών επιθέσεων. Ό,τι θα ακολουθούσε, θα ήταν η ίδια η ιστορία της μεγαλύτερης ανακάλυψης της σύγχρονης εγκληματολογίας…
Πρώτα χρόνια
Τα δύο ανατριχιαστικά εγκλήματα
Ο Άλεκ Τζέφρι γράφει Ιστορία
Σήμερα