«Εγώ ευτυχώς δεν έχω πάψει να ονειρεύομαι. Δεν έχω πάψει να θέλω. Βέβαια αυτό κοστίζει κόπους, διαψεύσεις. Όμως αυτό δε με πειράζει. Το να αγωνίζεται κανείς είναι κι αυτό μια ηδονή», έλεγε χαρακτηριστικά ο μορφωμένος, καλλιεργημένος και ιδεολόγος Βασίλης Διαμαντόπουλος σε μια φράση που συμπύκνωνε με τον καλύτερο ίσως τρόπο το απαύγασμα της ζωής του. Σοβαρός και αυστηρός, κυρίως με τον εαυτό του, ο Διαμαντόπουλος ενσάρκωνε το ήθος και την ποιότητα σε όλη του την πορεία στο σανίδι, μένοντας συνώνυμο της καλλιτεχνικής ιδιοσυστασίας. «Μπροστά ή πίσω από τα φώτα, στο ημίφως ή στο άπλετο φως και με την πιο εξελιγμένη τεχνολογία ή μ’ έναν απλό προβολέα, ο ηθοποιός είναι -πρέπει να είναι- ο ίδιος το αυτόφωτο σώμα, αλλιώς είναι απλά διάσημος, αλλά όχι ηθοποιός». Με έναν θεατρικό λόγο εντελώς προσωπικό, ο μεγάλος μας ηθοποιός κατάφερε από την αρχή της καριέρας του να αποδώσει με μοναδικό τρόπο τα κλασικά κείμενα των Ευριπίδη, Αριστοφάνη, Σαίξπηρ, Τσέχοφ, Ίψεν, Πιραντέλο, Μπρεχτ, Ξενόπουλο, Καμπανέλλη και τόσους ακόμα προσπαθώντας σε κάθε ρόλο να ξεπερνά τον εαυτό του. Και συνήθως τα κατάφερνε! Όρια για τον Διαμαντόπουλο δεν είχε η τέχνη του, γι’ αυτό τόλμησε εξάλλου να γίνει ο πρώτος ηθοποιός που εμφανίστηκε ζωντανά στην ελληνική τηλεόραση! Ο πειραιώτης νομικός ήταν έτοιμος να τα παρατήσει όλα για να φοιτήσει τόσο Εθνικό Θέατρο όσο και δίπλα στον μεγάλο δάσκαλο Κάρολο Κουν, με τον οποίο έγραψαν χρυσές σελίδες από το Θέατρο Τέχνης μέχρι και το Εθνικό. Αφού καθιερώθηκε θεατρικά και κατέφυγε ως αριστερός στο Παρίσι κατά την πρώτη περίοδο της Χούντας των Συνταγματαρχών, ο πάντα αγωνιστής Διαμαντόπουλος επέστρεψε στη χώρα μας για να μας χαρίσει μια ανεπανάληπτη και καλυμμένα αντιφασιστική τηλεοπτική σειρά δικής του έμπνευσης: το «Εκείνος κι Εκείνος» έκανε πρεμιέρα το 1972 συστήνοντάς μας το μοναδικό δίδυμο των Βασίλη Διαμαντόπουλου και Γιώργου Μιχαλακόπουλου, οι οποίοι έγιναν σύμβολα κατά της δικτατορίας. Ο αξέχαστος Διαμαντόπουλος, που δεν μασούσε ποτέ τα λόγια του όταν ήταν να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας, αντιμετώπισε με τον ίδιο σεβασμό και υπευθυνότητα και τον ελληνικό κινηματογράφο, αφήνοντάς μας κληρονομιά 21 ταινίες. Ο μεγάλος ηθοποιός εκδήλωσε την υπέρμετρη αγάπη του για την υποκριτική τέχνη αλλά και τους νέους -την ελπίδα του, όπως έλεγε χαρακτηριστικά- διδάσκοντας τόσο στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, την αντίστοιχη του Κουν και μερικές ακόμα, όσο και μέσω της δικής του απόπειρας, του Θεατρικού Εργαστηρίου. Αν και πριν από όλα ο Βασίλης Διαμαντόπουλος ήταν ένας άνθρωπος που δεν σταματούσε να ονειρεύεται: «Το όνειρο ενός ηθοποιού, σημαντικού ή ασήμαντου, δεν σταματά ποτέ. Αν ο ηθοποιός θέλει να ’ναι πραγματικά ηθοποιός αλλά και άνθρωπος, τα όνειρά του δεν πρέπει να σταματούν ποτέ»…
Πρώτα χρόνια
Υποκριτική καριέρα
Το 1967, με τον ερχομό στα πράγματα της Χούντας, ο ταγμένος κομμουνιστής Διαμαντόπουλος αυτοεξορίζεται στο Παρίσι, αλλά δεν παραμείνει καιρό εκτός Ελλάδας. Επιστρέφει το 1970 και αφού περάσει από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και βοηθήσει τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο να ιδρύσει το Θέατρο Σάτιρα, είναι ώρα για μια χρυσή στιγμή της ελληνικής τηλεόρασης: ο Διαμαντόπουλος έχει την ιδέα μιας τηλεοπτικής σειράς, την οποία εμπιστεύεται στον συγγραφέα Κώστα Μουρσελά να την κάνει κείμενο.
Το «Εκείνος κι Εκείνος» έρχεται το 1972 για να γίνει ορόσημο της εγχώριας τηλεοπτικής σκηνής αλλά και ένα σωστό αντιδικτατορικό σύμβολο! Τα δαιμόνια και γεμάτα αντικαθεστωτικούς υπαινιγμούς κείμενα του Κώστα Μουρσελά κάνουν τη σειρά δημοφιλέστατη. Διαμαντόπουλος και Μιχαλακόπουλος περιοδεύουν κατόπιν την Ελλάδα με την πολιτική σάτιρα «Ω, τι κόσμος, μπαμπά» (πάλι σε κείμενα του Κώστα Μουρσελά) και συνεργάζονται εκ νέου σε δυο ακόμα παραστάσεις, δρέποντας εμπορικές και καλλιτεχνικές δάφνες.
Ο Διαμαντόπουλος έγραψε και σκηνοθέτησε την κωμική σειρά «Από την κλειδαρότρυπα» το 1977, όπου κράτησε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ταυτοχρόνως, συνεχίζει τη θεατρική του καριέρα με αμείωτη ένταση, παίζοντας από Αριστοφάνη και Μολιέρο μέχρι και σύγχρονους δραματουργούς, όπως οι Χάρολντ Πίντερ και Ντάριο Φο.
Ιδιαίτερη ήταν και η πορεία του στον κινηματογράφο, καθώς ήταν πάντα πολύ προσεκτικός στους ρόλους που θα ερμήνευε στο πανί. Οι επιλεκτικές εμφανίσεις, το ταλέντο και το κύρος του κόσμησαν τη μεγάλη οθόνη, αφήνοντάς μας αλησμόνητες εμφανίσεις στον «Μαρίνο Κοντάρα» του Τζαβέλλα, στην «Τελευταία αποστολή» του Τσιφόρου, στη «Νυχτερινή περιπέτεια» του Τερζάκη, στην «Αρπαγή της Περσεφόνης» του Γρηγορίου, στο «Αμαξάκι» του Δημόπουλου, στις «Ερωτικές ιστορίες» του Καψάσκη, στα «Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ» του Μανθούλη και στο περιβόητο κοινωνικό δράμα «Νόμος 4000» του Δαλιανίδη.
Ο Διαμαντόπουλος τιμήθηκε το 1981 με το βραβείο Ά Ανδρικού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την αξέχαστη ερμηνεία του στο «Μάθε παιδί μου γράμματα» του Θόδωρου Μαραγκού. Η τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση ήταν στην ταινία του Βασίλη Μπουντούρη «Μπίζνες στα Βαλκάνια» (1997).
Προσωπική ζωή και τελευταία χρόνια
Ξεχωριστή θέση στη δημόσια εικόνα του κατέχει η τηλεοπτική του παρέμβαση στις 19 Νοεμβρίου 1995 στην εκπομπή «Κίτρινος Τύπος», δύο μέρες μετά την ιστορική απόφαση της πρυτανείας του Πολυτεχνείου να καταλυθεί το άσυλο και να εισβάλουν τα ΜΑΤ έπειτα από εκτεταμένα επεισόδια που είχαν λάβει μέρος στους χώρους του. Ο Διαμαντόπουλος φιλοξενήθηκε τελικά στην εκπομπή και μίλησε για το κάψιμο της ελληνικής σημαίας, σε μια δήλωσε που συζητήθηκε πολύ στον τόπο μας: «[Η σημαία] είναι ένα πανί που το δώσαν σε έναν ράφτη και που το ‘ραψε καταλλήλως και δεν έχει καμία παραπέρα σημασία. Αφήστε με να τελειώσω. Δικαίωμά σου είναι να διαφωνείς. Αυτό που έχει τεράστια σημασία είναι αυτό που υπάρχει πίσω από αυτό το σύμβολο. Συμβολίζει μία κοινωνία πολιτισμένη που ξέρει τους στόχους της, μια κοινωνία αποφασισμένη να ορμήσει, να αγωνιστεί. Αυτό, ναι. Το σέβομαι και το προσκυνώ. Αλλά αυτό το πανί που κάψανε, καλά κάνανε και το κάψανε. Γιατί αυτό το πανί αντιπροσωπεύει μια σαπίλα σήμερα. Να διώξουμε τη σαπίλα πρώτα».