Πριν από τον Α’ Παγκόσμιο, οι ευρωπαίοι διπλωμάτες αποκαλούσαν στα πηγαδάκια την οθωμανική Τουρκία ως «Χώρα του Εμβέρ» και είχαν καλό λόγο γι’ αυτό. Ο ηγέτης του κινήματος των Νεότουρκων ήδη από το 1908 μετατράπηκε, έπειτα από πολλές παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, σε πραγματικό αρχηγό της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τόσο κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους όσο και τον Α’ Παγκόσμιο, ανεβαίνοντας με πρωτόγνωρη άνεση τα σκαλιά της στρατιωτικής ιεραρχίας. Από Εμβέρ Εφέντη και Εμβέρ Μπέη σε ανώτατο Εμβέρ Πασά τελικά, ο Ισμαήλ λειτούργησε ως υπουργός Πολέμου στην ισχυρή τριανδρία που ξεπήδησε μετά το πραξικόπημα των Νεότουρκων το 1913, όντας ο φυσικός ηγέτης των «Τριών Πασάδων» (Εμβέρ, Ταλάατ και Τζεμάλ Πασάς). Το ηγετικό στέλεχος των πραξικοπηματιών και de facto ηγέτης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1913-1918 συντάχθηκε με τη Γερμανία στον Α’ Παγκόσμιο χωρίς ουσιαστική αντίσταση στο εσωτερικό, καθώς πέραν όλων των άλλων ήταν και εθνικός ήρωας της επανάστασης. Ο Εμβέρ, αφού ενορχήστρωσε τη γενοκτονία του αρμενικού πληθυσμού, πήγαινε τώρα όπου φυσούσε ο πολιτικός άνεμος, στρεφόμενος στο τέλος ακόμα και κατά του Κεμάλ Ατατούρκ, συναντώντας το δικό του τέλος από τις νέες παρασκηνιακές διαβουλεύσεις με τους μπολσεβίκους…
Πρώτα χρόνια
Ο Ισμαήλ Εμβέρ Πασάς γεννιέται στις 22 Νοεμβρίου 1881 στην Κωνσταντινούπολη της Τουρκίας ως το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά μιας φτωχής οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν τούρκος γεφυροφύλακας από το Μοναστήρι ή δημόσιος κατήγορος μικρής πόλης των Βαλκανίων (οι πηγές δεν συμφωνούν εδώ) και η μητέρα του αγρότισσα αλβανικής καταγωγής. Για τα φτωχικά παιδικά του χρόνια δεν είναι τίποτα άλλο γνωστό ή επιβεβαιωμένο, ξέρουμε ωστόσο από τα στρατιωτικά του μητρώα ότι φοίτησε από πολύ νωρίς σε προπαρασκευαστικές στρατιωτικές σχολές και ακαδημίες πολέμου αργότερα, αποφοιτώντας το 1903 με επαίνους από τη φημισμένη Στρατιωτική Ακαδημία Χαρπ της Άγκυρας ως λοχαγός. Το 1906 θα προαχθεί σε ταγματάρχη και θα σταλεί στην Γ’ Τουρκική Στρατιά της Θεσσαλονίκης. Εκεί θα ενταχθεί αμέσως στην εθνικιστική κίνηση των Νεότουρκων για την αναμόρφωση της χώρας, στο διαβόητο Κομιτάτο Ένωσης και Προόδου δηλαδή, που τόσο ρόλο θα έπαιζε στα χρόνια που θα έρχονταν…
Η Επανάσταση του 1908 και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι: ο Εμβέρ αναρριχάται στην εξουσία
Ήταν την άνοιξη του 1908 στη Θεσσαλονίκη που θα ξεσπούσε το λεγόμενο Κίνημα των Νεότουρκων, βλέποντας τον φιλόδοξο Ισμαήλ να μετατρέπεται σύντομα στον φυσικό στρατιωτικό ηγέτη των πραξικοπηματιών. Το Κομιτάτο Ένωσης και Προόδου αψήφησε την εξουσία του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β’ και κατέφυγε στα γύρω βουνά, ζητώντας επιστροφή στο Σύνταγμα του 1876. Όταν μάλιστα απείλησε τον Ιούλιο τον σουλτάνο να βαδίσει με την Γ’ Στρατιά του κατά της Υψηλής Πύλης της Κωνσταντινούπολης, ο αποδυναμωμένος Αμπντούλ Χαμίτ Β’ δεν είχε άλλη επιλογή παρά να συγκατατεθεί στις αξιώσεις των Νεότουρκων. Οι πραξικοπηματίες εγκαθιδρύουν νέα κυβέρνηση, εγκαινιάζουν τη Δεύτερη Συνταγματική Περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και καταφέρνουν να αποτρέψουν το αντιπραξικόπημα του 1909 που ξέσπασε στην Πόλη από τους οπαδούς της Υψηλής Πύλης. Ο Εμβέρ Μπέης διακρίνεται στην αιματοβαμμένη καταστολή της εξέγερσης και ως προβεβλημένο μέλος της επαναστατικής κυβέρνησης στέλνεται ως στρατιωτικός ακόλουθος στην οθωμανική πρεσβεία του Βερολίνου, όπου θα μαγευτεί από τον πρωσικό μιλιταρισμό παραμένοντας διαχρονικός θιασώτης του. Στον ίδιο οφείλονται οι αγαστές πια σχέσεις Γερμανών και Οθωμανών, καλώντας μάλιστα υψηλόβαθμους αξιωματούχους του γερμανικού στρατού για την αναβάθμιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας του οθωμανικού στρατεύματος. Όταν η Ιταλία εισέβαλε στην οθωμανική επαρχία της Λιβύης το 1911, ο Εμβέρ ανακαλείται τάχιστα από το Βερολίνο και στέλνεται επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή ως διοικητής της Βεγγάζης. Παρά την ήττα του στον Ιταλο-Τουρκικό Πόλεμο του 1911 και την άρον άρον επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Εμβέρ παίρνει προαγωγή το 1912 σε αντισυνταγματάρχη, μετρώντας νέες ταπεινωτικές ήττες στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο που ξέσπασε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς. Επιστρέφοντας και πάλι στην Κωνσταντινούπολη, ανατρέπει πραξικοπηματικά την εκλεγμένη κυβέρνηση της Φιλελεύθερης Ένωσης στις 23 Ιανουαρίου 1913, σκαρφαλώνοντας τώρα στην κορυφή της οθωμανικής εξουσίας. Ο Εμβέρ ήταν ο ηγέτης της συνωμοτικής τριανδρίας και κρατούσε τώρα τον ρόλο του υπουργού Πολέμου, ελέγχοντας τη στρατιωτική πτέρυγα της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου. Κατά τις διαταγές του, οι Τούρκοι αποσύρονται από τις διαπραγματεύσεις ειρήνης της ταπεινωτικής συνθηκολόγησης του Λονδίνου και ακολουθούν νέες εχθροπραξίες που θα μείνουν γνωστές ως Β’ Βαλκανικός Πόλεμος. Ο Εμβέρ οδηγεί τα στρατεύματά του στην Ανατολική Θράκη ως στρατάρχης των Οθωμανών και ανακαταλαμβάνει την Αδριανούπολη από τους Βούλγαρους (22 Ιουλίου 1913), παίρνοντας τον τιμητικό τίτλο «Πασάς». Απελευθερωτής και δαφνοστεφανωμένος, απολαμβάνει πια πολιτικό κύρος και λαϊκό έρεισμα, κάτι που εξαργυρώνει επεκτείνοντας τον σκιώδη δικτατορικό ζυγό του αποκαλώντας πια την τριανδρία του «Τρεις Πασάδες». Το 1914 αναλαμβάνει και πάλι το υπουργείο Πολέμου και παντρεύεται μια οθωμανή πριγκίπισσα, διατηρώντας πια σχέσεις και με τον βασιλικό οίκο της Υψηλής Πύλης (από τον γάμο του απέκτησε τρεις πριγκίπισσες). Πριν από το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η αρχή του προσωπικού τέλους
Με τα σύννεφα του πολέμου να μαζεύονται πάνω από την Ευρώπη, ο παντοδύναμος Εμβέρ Πασάς σύναψε το 1914 σύμφωνο αμυντικής συμμαχίας με τη Γερμανία κατά της Ρωσίας, εντάσσοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία του στις Κεντρικές Δυνάμεις τον Νοέμβριο του 1914. Το δικό του παντουρκικό σχέδιο ήταν η κατάληψη ρωσικών εδαφών με πρόσχημα την ένωση των Οθωμανών Τούρκων με τους τουρκικούς πληθυσμούς της (ρωσο-)κεντρικής Ασίας. Ο απόλυτος αρχιτέκτονας της οθωμανογερμανικής συμμαχίας έδειξε έτσι ότι αυτός ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγεμόνας της χώρας, καθώς δεν πήρε καν τη σύμφωνη γνώμη των άλλων δύο εταίρων της τριανδρίας του για να επιτρέψει στα κυνηγημένα γερμανικά στρατεύματα να βρουν καταφύγιο στα εδάφη του. Ο ίδιος ενέπλεξε μόνος και βεβιασμένα την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Α’ Παγκόσμιο, προσυπογράφοντας την ηχηρή της ήττα. Παρά το γεγονός ότι ο Εμβέρ κήρυττε πόλεμο μέχρι τελικής πτώσεως, οι κυβερνητικοί χειρισμοί του τόσο στα μέτωπα του πολέμου όσο και στο εσωτερικό της Τουρκίας κρίνονταν ανεπαρκείς. Η χώρα βυθίστηκε στην οικονομική δυσπραγία, ο λαός λιμοκτονούσε και η δημοτικότητά του κηλιδώθηκε. Ο ίδιος ανέλαβε ως διοικητής της Γ’ Στρατιάς την επίθεση σε τμήμα του Μετώπου του Καυκάσου, μετρώντας τον Δεκέμβριο του 1914 την εμφατικότερη πανωλεθρία των Οθωμανών στον Α’ Παγκόσμιο: στη Μάχη του Σαρικαμίς ο Εμβέρ έχασε το μεγαλύτερο μέρος των 90.000 αντρών του. Οι γερμανοί στρατιωτικοί του σύμβουλοι τραβούσαν, όπως θρυλείται, τα μαλλιά τους για τα λάθη και τις παραλείψεις του διοικητή Εμβέρ. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, έδειξε για πρώτη φορά τις εχθρικές διαθέσεις του κατά των Αρμενίων, κατηγορώντας τους ανοιχτά για την ήττα των τουρκικών δυνάμεων. Η σκιώδης κυβέρνηση πήρε τα πρώτα καταπιεστικά μέτρα εναντίον του αρμενικού πληθυσμού, προαναγγέλλοντας όσα ζοφερά θα επακολουθούσαν. Ο Εμβέρ, ως υπερασπιστής πια της Κωνσταντινούπολης, ανέκτησε μέρος της κατεστραμμένης δημόσιας εικόνας του αναγκάζοντας τις δυνάμεις της Αντάντ να αποχωρήσουν από τα Δαρδανέλλια το 1915-1916. Για να συμβεί βέβαια αυτό, ανέθεσε την άμυνα της Καλλίπολης σε έναν παλιό του σύντροφο από τη Θεσσαλονίκη και ομοϊδέατη Νεότουρκο, κάποιον Μουσταφά Κεμάλ! Πολύ μελάνι έχει χυθεί για τις σχέσεις των δύο αντρών που σφυρηλάτησαν το σύγχρονο πρόσωπο της Τουρκίας: ο Εμβέρ απεχθανόταν τον Ατατούρκ για την επιφυλακτική του στάση στο εσωτερικό του πραξικοπηματικού Κομιτάτου, θεωρώντας τον πάντως τον πιο σοβαρό από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Όσο για τον Κεμάλ, πίστευε ακράδαντα και απερίφραστα ότι ο Εμβέρ ήταν επικίνδυνος για το μέλλον της Τουρκίας, ψέγοντάς τον ιδιαίτερα για την εμπλοκή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Μεγάλο Πόλεμο…
Εκεχειρία του 1918 και το παντουρκικό τέλος του Εμβέρ
Το 1917, την ώρα που οι Ρώσοι επιδίδονταν στην Οκτωβριανή Επανάσταση και αποσύρονταν από τον πόλεμο, εγκαινιάζοντας τον δικό τους εμφύλιο, ο Εμβέρ Μπέης σκαρφίστηκε ένα νέο σχέδιο αψηφώντας για άλλη μια φορά το Κομιτάτο και τους άλλους δύο ηγέτες. Παρά το ρωσο-οθωμανικό σύμφωνο ειρήνης της 1ης Ιανουαρίου 1918, ο Εμβέρ θέλησε να εκμεταλλευτεί την απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από τον Καύκασο εποφθαλμιώντας τα εδάφη στο πλαίσιο του παντουρκικού οράματός του. Κι έτσι οργάνωσε ένα νέο εκστρατευτικό σώμα, τον Στρατό του Ισλάμ, περνώντας τα σύνορα Ρωσίας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Στρατός του Ισλάμ παρέκαμψε τη Γεωργία και εισέβαλε στο Αζερμπαϊτζάν, καταλαμβάνοντας το Μπακού. Εντωμεταξύ, η Οθωμανική Αυτοκρατορία συνθηκολόγησε στις 30 Οκτωβρίου 1918 υπογράφοντας τη Συνθήκη του Μούδρου και ο σουλτάνος καθαίρεσε την επαναστατική τριανδρία από τα καθήκοντά της. Δύο μέρες αργότερα, οι Τρεις Πασάδες κατέφυγαν στο εξωτερικό και το τουρκικό στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο το 1919-1920 επειδή έσυρε τη χώρα στον πόλεμο χωρίς κανέναν λόγο και εκδίωξε τους Αρμένιους από τις εστίες τους, όπως ήταν το σκεπτικό τα ετυμηγορίας. Ο Εμβέρ κατέφυγε αρχικά στη Γερμανία, όπου έπιασε φιλίες με τον περίφημο κομμουνιστή Καρλ Ράντεκ, μέσω του οποίου μετακόμισε στη Μόσχα τον Απρίλιο του 1919, λειτουργώντας ως σύνδεσμος για μια ενδεχόμενη ρωσο-γερμανική συνεργασία. Εκεί θα συναντηθεί με τους ηγέτες των μπολσεβίκων, μεταξύ αυτών και τον Λένιν, προσπαθώντας να προωθήσει τα παντουρκικά του σχέδια. Παρά το γεγονός ότι είχε στείλει επιστολή στον πρόεδρο της τούρκικης επαναστατικής επιτροπής Μουσταφά Κεμάλ ισχυριζόμενος ότι δεν επιθυμούσε να εμπλακεί στα τεκταινόμενα του Τουρκικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας, ο Εμβέρ Πασάς επέστρεψε στην Ανατολία στις 30 Ιουλίου 1921 και πήγε αμέσως κοντά στη συνοριακή μεθόριο της Ρωσίας. Ο Κεμάλ απέρριψε τους ουτοπικούς παντουρκικούς στόχους του Εμβέρ και έκοψε κάθε δεσμό μαζί του, αναγκάζοντάς τον να μεταβεί τον Νοέμβριο στο Τουρκιστάν (σημερινό Τατζικιστάν), με εντολή του ίδιου του Λένιν, για να καταπνίξει την αντιμπολσεβικική εξέγερση που είχε εντωμεταξύ ξεσπάσει. Αντί να κάνει βέβαια αυτό, αυτομόλησε στις τάξεις των μουσουλμάνων επαναστατών της Μπουχάρα ελπίζοντας να συνενώσει τους τουρκικούς πληθυσμούς της Κεντρικής Ασίας κόντρα πια στους φίλους κομμουνιστές! Αφού μέτρησε μια σειρά από μικρής έκτασης στρατιωτικές νίκες στο Τουρκιστάν, τώρα ήθελε να ανατρέψει το καθεστώς του Κεμάλ, μετρώντας στις τάξεις του πολλούς τούρκους εθνικιστές που είχαν λιποτακτήσει. Τότε, στις 4 Αυγούστου 1922, το ιππικό του Κόκκινου Στρατού επιτέθηκε αιφνιδιαστικά κατά των δυνάμεών του, σκοτώνοντας τον Εμβέρ Πασά καβάλα στο άλογό του. Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Εμβέρ εξοντώθηκε από το κίνημα εκδίκησης των Αρμενίων ως υπαίτιος της γενοκτονίας, όπως και οι άλλοι ηγέτες της σκοτεινής τριανδρίας του. Αυτή η ιστορική γραμμή σκέψης θέλει τους μπολσεβίκους που τον σκότωσαν να είναι μέλη αρμενικής διμοιρίας. Το 1996 τα απομεινάρια του μεταφέρθηκαν στην Τουρκία και ενταφιάστηκαν στο Μνημείο της Ελευθερίας στην Κωνσταντινούπολη… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr