Ένας μουσικός που ζούσε στον δικό του πλανήτη κατέβηκε για λίγο στη Γη για να μετατραπεί σε ένα από τα λαμπρότερα σύμβολα τόσο της ροκ σκηνής όσο και της ποπ κουλτούρας. Με ζωή σαν δαιδαλώδη μύθο, αμέτρητες μεταμορφώσεις και εξίσου αναρίθμητες περσόνες, ο Ντέιβιντ Μπάουι πορεύτηκε στη μουσική ως ένα εντελώς ιδιαίτερο φαινόμενο που κανείς δεν μπόρεσε να ξεδιαλύνει. Άλλοτε αλλόκοσμος εξωγήινος και άλλοτε ευάλωτη ανδρόγυνη φιγούρα, ο βρετανός καλλιτέχνης δημιούργησε ένα οπτικό και ηχητικό σύμπαν που σπανίως έχουμε ξαναδεί στη βιομηχανία του θεάματος, έναν ολοκληρωμένο κόσμο δηλαδή που διακρίνεται από την ηλεκτρική φωνή του αλλά και την ατόφια μουσική ιδιοφυΐα του. Ο εξαίσιος αυτός χαμαιλέοντας της μουσικής ήταν ένας άνθρωπος που αψηφούσε τις κατηγοριοποιήσεις και τα κλισέ: εξωγήινος, ανδρόγυνος, αιθέριος, απροσδόκητος, λαϊκός όπου χρειαζόταν, βουτηγμένος άλλοτε στην παρακμή, ό,τι κι αν έκανε, όπως κι αν το έκανε, πυροδοτούσε πάντα μόδες και έβρισκε κοπάδια μιμητών. Μόνο που ο ίδιος δεν έμενε ποτέ σε αυτά και άλλαζε διαρκώς πρόσωπα και ήχους, παραμένοντας ένας από τους ελάχιστους πραγματικά καλλιτέχνες που διέτρεξαν με τέτοια άνεση είδη και εποχές. Ο Μπάουι ήταν πάντα νέος και όσο πειραματικός μπορούσε να αντέξει ο κόσμος. Λένε συχνά ότι ο Μπάουι έκανε για την πόζα και τη σκηνική εκζήτηση ό,τι έκανε ο Τζίμι Χέντριξ για την ηλεκτρική κιθάρα και πιθανότατα έχουν δίκιο. Ο ροκάς που έκανε τη μουσική του ολοκληρωμένη τέχνη το έλεγε εξάλλου καλύτερα: «Όλη η τέχνη είναι ασταθής. Το νόημά της δεν υπονοείται απαραίτητα από τον δημιουργό. Δεν υπάρχει εξουσιαστική φωνή. Υπάρχουν μονάχα διαφορετικά νοήματα». Ο Μπάουι ακολούθησε το ρεύμα της εκάστοτε εποχής όχι όμως για να το μιμηθεί, παρά για να το εκφράσει και συχνά να το υπονομεύσει, παραμένοντας στην πρώτη γραμμή της δημιουργίας ως άσος των μεταμορφώσεων και αρχέτυπο ενός εκρηκτικού ερωτισμού που απλώθηκε πάνω σε ό,τι κι αν έκανε. Και έκανε πολλά, είναι η αλήθεια. Του πιστώνουν ότι εξύψωσε τη μουσική του σε αυτό που μόνο ως τέχνη μπορεί να περιγραφεί, ζώντας λες σε έναν άλλο κόσμο εξαιρετικών ήχων και εξίσου θεσπέσιων εικόνων. Αν και η μεγαλύτερή του εφεύρεση παραμένει η αληθινή του περσόνα, ο ίδιος ο Ντέιβιντ Τζόουνς που ο κόσμος θα μάθαινε ως Ντέιβιντ Μπάουι…
Πρώτα χρόνια
Ανησυχώντας ο 20χρονος και σχετικά γνωστός πια στους κύκλους της τζαζ και της ποπ κύριος Τζόουνς μην τυχόν τον μπερδέψουν με τον Ντέιβι Τζόουνς των γνωστών Monkees, πήρε την απόφαση να μετονομαστεί σε Ντέιβιντ Μπάουι, αντλώντας έμπνευση από τον παιδικό ήρωά του Τζιμ Μπάουι, τον αμερικανό επαναστάτη του 19ου αιώνα που σκοτώθηκε στη Μάχη του Άλαμο κάνοντας ξακουστό το μαχαίρι του. Την ίδια εποχή, ο ατίθασος και απρόβλεπτος Ντέιβιντ θα αποκτήσει άλλο ένα σήμα-κατατεθέν του: το ιδιαίτερο χρώμα του ματιού του. Ο γαλανομάτης ερωτύλος ξυλοκοπήθηκε με τον κολλητό του για τα μάτια μιας κοπέλας και τραυματίστηκε σοβαρά στο αριστερό του μάτι. Αφού πέρασε 4 μήνες σε θεραπείες και επεμβάσεις, δεν το έχασε τελικά, μόνο που έκτοτε μοιάζει, ανάλογα με τον φωτισμό, καστανό ή πράσινο!
Πρώτα αποτυχημένα βήματα ως σόλο καλλιτέχνης
Αστέρας της ποπ
Το τραγούδι χρησιμοποιήθηκε από το BBC ως μουσικό χαλί στην τηλεοπτική κάλυψη της προσσελήνωσης του Apollo 11 και έγινε μεγάλη επιτυχία τόσο στη Βρετανία όσο και αργότερα (1972) στις ΗΠΑ, όπου σκαρφάλωσε στο Νο 15 των αμερικανικών charts. Αν και θα ήταν το επόμενο άλμπουμ του που θα τον έστελνε στην κορυφή και το σταριλίκι: το «The Man Who Sold the World» (1970) ήταν πιο ροκ από κάθε άλλη δουλειά του και περιλάμβανε άλλον έναν φόρο τιμής στον έγκλειστο αδερφό του Τέρι, το τραγούδι «All the Madmen». Αν και τα μεγάλα χιτ έμελλε να είναι τα «Hunky Dory» και «Changes»…
Ο Μπάουι είναι έτοιμος να εγκαινιάσει τις θρυλικές πια παραλλαγές της εμφάνισης, του στιλ, των ερωτικών προτιμήσεων αλλά και των ρόλων που υποδυόταν τόσο στον κόσμο της δημιουργίας όσο και σε αυτόν της καθημερινής ζωής. «Ο χαμαιλέοντας της μουσικής» ήταν έτοιμος να γεννηθεί…
Ο φανταστικός Ziggy Stardust
Η εποχή των συνεχών μεταμορφώσεων
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η περσόνα του Μπάουι είχε υποστεί άρδην αλλαγή, με τα φανταχτερά κοστούμια και τα εξώκοσμα σκηνικά να αποτελούν παρελθόν. Μέσα σε δύο χρόνια κυκλοφορεί τα άλμπουμ «David Live» (1974) και «Young Americans» (1975).
Μεταξύ 1976 και 1979, συναντά τον Μπράιαν Ίνο στο Βερολίνο και οι δύο τους συνεργάζονται στη σύνθεση της «Τριλογίας του Βερολίνου», το αξεπέραστο διαμάντι του κατά πολλούς που επηρέασε τους πάντες, ακόμα και τους ορκισμένους εχθρούς της ροκ! Την ίδια εποχή, στις αρχές του 1980, απομακρύνεται από τα ναρκωτικά, εγκαταλείπει την εικόνα του ερμαφρόδιτου, εμφανίζεται με καλοραμμένα κοστούμια, ερωτοτροπεί με το σκληρό ροκ και αγγίζει και πάλι πρωτιά με το «Dancing in the Street», που ερμηνεύει αγκαλιά με τον Μικ Τζάγκερ.
Τρία χρόνια αργότερα, προσαρμοζόμενος στις επιταγές των καιρών, ηχογραφεί το «Let’s Dance» (1983), τον δίσκο που περιλαμβάνει μια πληθώρα χορευτικών επιτυχιών, όπως το ομότιτλο τραγούδι, αλλά και τα «Modern Love» και «China Girl».. Τα ενδιαφέροντα του Μπάουι δεν περιορίστηκαν φυσικά στη μουσική και αξίζει να μνημονεύσουμε την αγάπη του για τον κινηματογράφο, που απαθανατίστηκε στον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «The Man Who Fell to Earth» (1976), αλλά και αργότερα στο «The Elephant Man» (1980).
Η επόμενη δεκαετία χαρακτηρίστηκε από την εναλλαγή των ρόλων του καλλιτέχνη μεταξύ μουσικού και ηθοποιού, αν και η μουσική του καριέρα παράδερνε τώρα. Πέρα από μια χούφτα σχετικών επιτυχιών, οι νέοι του δίσκοι «Tin Machine» (1989) και «Tin Machine II» (1991) πάτωσαν εμπορικά, όπως και το γαμήλιο δώρο για τη σύζυγό του, το μοντέλο Ιμάν, ο δίσκος «Black Tie White Noise» (1993).
Τελευταία χρόνια