Η σπουδαία ανακάλυψη του τάφου της Αμφίπολης κατέληξε πολύ πρόσφατα στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για το ταφικό μνημείο του Ηφαιστίωνα κάτω από τις διαταγές του ίδιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το μονόγραμμα του σπουδαίου μακεδόνα στρατηγού που εντόπισαν οι αρχαιολόγοι στον τύμβο της Αμφίπολης έδωσε ενδεχομένως τέλος στο μυστήριο για τον περίφημο ένοικό του. Σύμφωνα με τις εξελίξεις, ο Ηφαιστίων ετάφη «ως βασιλεύς» στο ηρώο της Αμφίπολης, καθώς ο δεύτερος τη τάξει και χιλίαρχος της εταιρικής ίππου ήταν ο πιστός συνοδοιπόρος του μακεδόνα στρατηλάτη και ένας άνθρωπος με τεράστια συναισθηματική αξία για τον Αλέξανδρο. Ο έλληνας κατακτητής θρήνησε πολύ τον θάνατο του καλού του φίλου, με τη ρήση του Αλεξάνδρου προς τον θεό Ασκληπιό (που διασώζεται στον Αρριανό) να αποκαλύπτει την αγνή φιλία των δύο αντρών: «Αφού δεν μου έσωσες τον εταίρο μου, τον οποίο είχα ίσα με την ψυχή μου» («ου σώσας μοι τον εταίρον όντινα ίσον τη εμαυτου κεφαλή ήγον»). Αλλά και ο Κούρτιος Ρούφος παραθέτει την ολοκληρωτική ταύτιση του Αλεξάνδρου με τον πιστό του σύντροφο: «Πράγματι και αυτός Αλέξανδρος είναι» («Non errasti inquit, mater; nam et hic Alexander est»). Ο θάνατος του Ηφαιστίωνα στις 10 Νοεμβρίου 324 π.Χ. απέκτησε για τον Αλέξανδρο διαστάσεις ανάλογες με τον δικό του θάνατο (13 Ιουνίου 323 π.Χ.), όπως μας λέει ο Έφιππος από την Όλυνθο (στο «Περί της Αλεξάνδρου και Ηφαιστίωνος ταφής ή τελευτής σύγγραμμα») και ο θρήνος του μακεδόνα βασιλιά ακούστηκε στα πέρατα του κόσμου, όπως ξέρουμε από τις ιστορικές πηγές. Ο ψηλός και όμορφος Ηφαιστίωνας ήταν αδελφικός φίλος του Αλεξάνδρου και μεταξύ των δύο αντρών αναπτύχθηκε μια βαθιά και διαχρονική φιλία, γι’ αυτό και όταν πέθανε στα Εκβάτανα ο μακεδόνας στρατηγός και σημαντικότατη προσωπικότητα της νέας αυτοκρατορίας, η θλίψη του Αλεξάνδρου δεν γνώριζε όρια. Μετά τη μάχη της Ισσού, ο ίδιος ο στρατηλάτης αναφώνησε πως ο Ηφαιστίωνας ήταν ένας άλλος Αλέξανδρος και όταν τον έχασε ο ανείπωτος θρήνος του εκδηλώθηκε με σκοτεινή μεγαλοπρέπεια: Ο Αλέξανδρος διέταξε να κουρευτούν οι χαίτες και οι ουρές όλων των μουλαριών και των αλόγων, καθώς επίσης και να κατεδαφιστούν οι επάλξεις σε όλες τις γύρω πόλεις (όπως μας παραδίδει ο Πλούταρχος). Στη συνέχεια απαγόρευσε την αναπαραγωγή μουσικής έως ότου φτάσει η απάντηση από το ιερό του Άμμωνος Διός, που του επέτρεπε να τιμήσει τον Ηφαιστίωνα ως ήρωα (και όχι ως θεό, όπως ήθελε ο Αλέξανδρος). Ο στρατηλάτης σχεδίασε επίσης τη νεκρική πυρά του Ηφαιστίωνα στη Βαβυλώνα και διέταξε μια περίοδο πένθους σε όλη την Ανατολή. Σύμφωνα μάλιστα με ορισμένες πηγές, ο γιατρός που εξέτασε τον Ηφαιστίωνα εκτελέστηκε. Ως ο πιο κοντινός αρσενικός φίλος του, «ο ερωμένος» του, όπως μας παραδίδουν οι πηγές, ο Ηφαιστίωνας ενταφιάστηκε με τιμές βασιλιά. Όποια κι αν ήταν η φύση της σχέσης των δύο μαθητών του Αριστοτέλη, καμία από τις έξι ιστορικές πηγές (Αρριανός, Ψευδοκαλλισθένης, Κούρτιος Ρούφος, Τρώγος, Πλούταρχος, Διόδωρος) δεν επιβεβαιώνει πως υπήρξαν εραστές. Εξάλλου οι σύγχρονες κατηγοριοποιήσεις της σεξουαλικότητας δεν είχαν εφαρμογή στην αρχαία Ελλάδα, καθώς εκεί το να ακολουθήσει κάποιος την επιθυμία του, όπως πρόσταζε άλλωστε ο θεός Έρωτας, για έναν άντρα ή μια γυναίκα δεν περιόριζε τα φύλα σε κάποιο «στρατόπεδο»…
Πρώτα χρόνια
Ο Ηφαιστίωνας γεννιέται το 356 π.Χ. στην Πέλλα ως γιος του Αμύντορα, με την ευγενική του καταγωγή να του εξασφαλίζει πρόσβαση σε όλες τις δραστηριότητες των αρχόντων. Γι’ αυτό ήταν εξάλλου και ένας από τους βασιλικούς παίδες της Μακεδονίας που έπαιρναν μέρος στα μαθήματα του Αριστοτέλη, στο πλευρό του Αλεξάνδρου, κατά το 343 π.Χ. Τα δυο παιδιά ήταν πολύ καλοί φίλοι από το ξεκίνημα της ζωής τους και έλαβαν παρόμοια στρατιωτική εκπαίδευση. Μεγαλώνοντας, ο Ηφαιστίωνας έγινε ένας ικανός και πειθαρχημένος αξιωματικός του μακεδονικού στρατού και ο άνθρωπος που ο μετέπειτα βασιλιάς εμπιστευόταν με τη ζωή του. Τέτοια ήταν η αγνή φιλία των δύο αντρών που ο ίδιος ο Αλέξανδρος αποκαλούσε τον Ηφαιστίωνα «φιλαλέξανδρο», για να τονίσει την αφοσίωσή του στον άνθρωπο Αλέξανδρο και όχι στον θεσμό του βασιλιά. Τους άλλους πιστούς αξιωματούχους του, όπως τον Κρατερό, τους χαρακτήριζε «φιλοβασιλείς», καθώς ήταν ταγμένοι στον βασιλιά Αλέξανδρο.
Η μακεδονική εκστρατεία
Μεγαλώνοντας, ο Αλέξανδρος τον τοποθέτησε στο ελίτ σώμα της σωματοφυλακής του και ξεκίνησαν μαζί για την εποποιία της κατάκτησης της Ασίας. Στα 22 του πια, ο Ηφαιστίωνας διέσχισε τον Ελλήσποντο κατά την προέλαση των μακεδονικών δυνάμεων και σύντομα θα ήταν ένας από τους στρατηγούς του στρατηλάτη, καθώς είχε αποδείξει στη μάχη τη γενναιότητά του. Φτάνοντας στην Τροία, οι δυο φίλοι έκαναν σπονδές, ο μεν Αριστοτέλης στον Αχιλλέα, ο δε Ηφαιστίωνας στον Πάτροκλο (κατά την αναφορά του Αιλιανού), σφραγίζοντας έτσι τη δική τους φιλία στη βάση των λατρευτικών τιμών στους άλλους ένδοξους φίλους της αρχαιότητας. Η ισόβια φιλία ανάμεσα στους δύο άντρες έχει τώρα την εύνοια των δύο ηρώων της τρωικής εκστρατείας. Κατά τα πρώτα χρόνια της μακεδονικής περιπέτειας στην Ασία οι αναφορές για τον Ηφαιστίωνα είναι ελάχιστες, πόσο μάλλον στις πολεμικές επιχειρήσεις. Αυτό αποδεικνύει ενδεχομένως και τον διοικητικό ρόλο που πρέπει να είχε ο Ηφαιστίωνας στη γέννηση της απέραντης αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι δυο άντρες ταυτίζονταν εξάλλου απόλυτα σε θέματα διακυβέρνησης αλλά και ιδεολογίας, συμφωνώντας για παράδειγμα αμφότεροι ότι σε κάποιες επαρχίες της Ανατολής έπρεπε να υπάρχει κοινή συγκυβέρνηση μακεδόνων και τοπικών αξιωματούχων. Ο Ηφαιστίων ήταν πιθανότατα αυτός που εφάρμοζε την πολιτική της Ανατολής εκ μέρους του κατακτητή, αλλά και αυτός που υποδεχόταν τους διαμεσολαβητές και τους αγγελιοφόρους, όπως τον Αριστίωνα από τη Σάμο, όταν κατέφθασε ο τελευταίος το 331 π.Χ. μεταφέροντας τη βούληση του Δημοσθένη για ενδεχόμενο συμβιβασμό των δύο πλευρών. Στον ίδιο οφείλεται επίσης η δημιουργία κράτους στη Σιδώνα, για να καταλαγιάσουν τα εχθρικά αισθήματα, αλλά και η ίδρυση της πόλης Οροβάτιδα στον δρόμο προς τον Ινδό ποταμό. Ο Ηφαιστίωνας ήταν πάντα υπέρμαχος της συμπερίληψης των τοπικών στοιχείων σε διοικητικές ή στρατιωτικές θέσεις, καθώς πίστευε πως έτσι θα αντιμετωπίζονταν καλύτερα οι ιδιαίτερες στρατιωτικές και γεωπολιτικές συνθήκες που συνάντησε ο μακεδονικός στρατός στην αφιλόξενη και άγνωστη ήπειρο. Και τέλος ο ίδιος ήταν ο καλύτερος σύμβουλος του Αλεξάνδρου, ο οποίος ζητούσε τη γνώμη του συστηματικά, ιδιαίτερα όταν το θέμα αφορούσε στην κατάληψη νέων και στρατηγικής σημασίας εδαφών. Ο πιστός στρατηγός ήταν ταυτοχρόνως υπεύθυνος για τον ανεφοδιασμό και την προέλαση του μακεδονικού στρατού. Τον Ηφαιστίωνα τον ξαναβρίσκουμε ως στρατηγό πια, αναλαμβάνοντας τώρα κομβικούς στρατιωτικούς ρόλους, όπως τη διοίκηση του στόλου που θα κατευθυνόταν αργότερα προς τη Φοινίκη (332 π.Χ.) αλλά και την πρωτοκαθεδρία στο επίλεκτο σώμα του στρατού, στους Εταίρους, οι οποίοι αποτελούσαν και ένα είδος προσωπικής φρουράς για τον Αλέξανδρο. Γνωρίζουμε ότι στα Γαυγάμηλα ο στρατηγός τραυματίστηκε πολεμώντας ως επικεφαλής των Εταίρων. Στις επόμενες μάχες της μακεδονικής προέλασης ο Ηφαιστίωνας διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο, τόσο στις εκστρατείες στη Βακτρία και τη Σογδιανή όσο και αργότερα στην Ινδία, πάντα επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής. Γνώστης καθώς ήταν των προβλημάτων και των ελλείψεων του στρατού, τέθηκε επικεφαλής των εξοπλιστικών και κατασκευαστικών έργων με στόχο την απρόσκοπτη συνέχιση της εκστρατείας. Ο Ηφαιστίωνας πρότεινε και προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό του μακεδονικού στρατού, εντάσσοντας και εδώ το ανατολικό στοιχείο. Στη μάχη του Υδάσπη, ο Ηφαιστίων ήταν επικεφαλής του ιππικού στην αριστερή πτέρυγα του στρατού. Υπέρμαχος του μπολιάσματος των δύο πολιτισμών, του μακεδονικού και του ανατολικού, ο Ηφαιστίων πήρε μέρος στον ομαδικό γάμο με τοπικές αρχόντισσες της Περσίας και σφραγίζοντας τη φιλία του ακόμη περισσότερο με τον Αλέξανδρο παντρεύτηκε τη Δρυπέτη, την αδελφή της γυναίκας του Αλεξάνδρου, Στατείρας.
Το απρόοπτο τέλος και ο θρήνος του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Ο Ηφαιστίωνας προέλασε με το κυρίως τμήμα του μακεδονικού πεζικού στον Περσικό Κόλπο και έφτασε από τα Σούσα στα Εκβάτανα της Μηδίας το 325 π.Χ., πλάι στον Αλέξανδρο. Την επόμενη χρονιά ονομάστηκε χιλίαρχος και αναδείχθηκε δεύτερος στην εξουσία μετά τον Αλέξανδρο. Τότε, στη γιορτή των Διονυσίων, σε μια δυστυχή περίσταση με αγώνες και οινοποσία (Νοέμβριος του 324 π.Χ.), ο Ηφαιστίωνας αρρώστησε και σήκωσε υψηλό πυρετό. Πέθανε την επόμενη εβδομάδα. Ήταν μόνο 31 ετών. Για την κηδεία του πληροφορούμαστε από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, τον Αρριανό και τον Πλούταρχο και ξέρουμε ότι κατέληξε στην καύση του σώματος του νεκρού στη Βαβυλώνα. Πριν συμβεί αυτό, ο συντετριμμένος Αλέξανδρος έμεινε τρεις ημέρες χωρίς τροφή θρηνώντας και μένοντας βουβός δίπλα στον νεκρό φίλο του, διατάσσοντας να σβήσει το ιερό πυρ στους ναούς όλης της χώρας, κατά το το περσικό βασιλικό έθιμο (όπως μνημονεύει ο Αρριανός). Ο Αλέξανδρος ήθελε μάλιστα να τον τιμήσει με λατρευτικές τελετές θεού, γι’ αυτό και μετέφερε τον νεκρό στη Βαβυλώνα ζητώντας τη συμβολή του αιγυπτιακού μαντείου του Άμμωνος Διός. Το μαντείο αποφάνθηκε ότι ο Ηφαιστίωνας έπρεπε να ταφεί ως ήρωας και όχι ως θεός και ο Αλέξανδρος πένθησε τον πιστό του συνοδοιπόρο με ένα μεγαλοπρεπές μνημείο πυράς αλλά και θυσίες που θύμιζαν την επικήδεια τελετή που οργάνωσε ο Αχιλλέας προς τιμήν του Πατρόκλου στην «Ιλιάδα». Τον τίμησε ως βασιλιά, μας λένε οι ιστορικοί, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν. Το πένθος του Μεγάλου Αλεξάνδρου για τον Ηφαιστίωνα έγινε αντικείμενο πολλών διηγήσεων κατά την αρχαιότητα… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr