Μύθος ήδη από τα χρόνια του, ο διαβόητος βρετανός κουρσάρος της Καραϊβικής τρομοκράτησε τα νερά του 18ου αιώνα συμβάλλοντας κι αυτός με τη σειρά του στη γέννηση της λεγόμενης Χρυσής Εποχής της πειρατείας. Ο Έντουαρντ Τιτς με το κατάμαυρο μούσι λεηλατούσε τους εμπορικούς δρόμους των αμερικανικών αποικιών και παρά το γεγονός ότι η δική του βασιλεία του τρόμου κράτησε μόλις δύο χρόνια (1716-1718), η σύντομη περίοδος ήταν προφανώς αρκετή να τον στέψει βασιλιά των πειρατών! Ψηλός, γεροδεμένος και μονίμως ζωσμένος με την αρμαθιά από σπαθιά, μαχαίρια και πιστόλια του, ο Μαυρογένης με τα ατίθασα μαύρα γένια και μαλλιά έγινε συνώνυμο του πειρατή και σφράγισε με τη μορφή του την εικονογραφία του παραδοσιακού κουρσάρου. Δεινός μαχητής και γενναίος πολεμιστής, ο Τιτς «έμοιαζε με τον Διάολο» όταν πολεμούσε, κατά τις διηγήσεις όσων τον γνώριζαν, αφού συνήθιζε να στηρίζει σχοινιά στη γενειάδα του, τα οποία άναβε κατά τη διάρκεια της μάχης και οι καπνοί που έβγαιναν από το πρόσωπό του του έδιναν την εικόνα του δαιμονισμένου. Μια εικόνα που κανείς δεν μπορούσε να αντικρίσει! Ο κουρσάρος συγκέντρωσε πλούτη αμύθητα και φήμη ζηλευτή με το σύμβολο του κακού, το κουρσάρικό του «Η Εκδίκηση της Βασίλισσας Άννας» με τα 40 κανόνια. Η σαν παραμύθι ζωή του καλύπτεται βέβαια από μύθους και λαϊκές διηγήσεις και δεν είναι εύκολο να ξεδιαλυθεί η πραγματικότητα από τον θρύλο, καθώς η τρομακτική του φήμη επισκίασε κάθε άλλη πλευρά της ζωής του.
Πρώτα χρόνια
Η γέννηση του θρύλου
Ο αποκλεισμός του Τσάρλεστον και η βασιλική χάρη
Η τελευταία μάχη του Μαυρογένη