Είναι πρόδηλο ότι η Τουρκία το τελευταίο χρονικό διάστημα θέτει όλο και πιο επίμονα ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου, απειλώντας πως εάν δεν το πράξουμε, εάν δηλαδή δεν αποσύρουμε το στρατό μας από νησιά όπως π.χ. η Λήμνος και η Σαμοθράκη, τότε η Άγκυρα θα αμφισβητήσει την κυριότητά τους και… θα τα διεκδικήσει! Μάλιστα καταθέτει επ’ αυτού και μια σειρά από νομικά επιχειρήματα υποστηρίζοντας πως το να έχουμε πάνω σε αυτά τα νησιά άρματα μάχης, μαχητικά αεροπλάνα, πολεμικά πλοία, στρατόπεδα και οπλίτες, παραβιάζει κατάφωρα τη Συνθήκη και τη Σύμβαση της Λωζάνης που υπογράψαμε από κοινού το 1923 αλλά και τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947.
Τι ακριβώς συμβαίνει; Πού έγκειται η αλήθεια και τι ακριβώς προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες που επικαλείται η γείτονα χώρα; Υπάρχει πράγματι όρος με τον οποίο έχουμε συμφωνήσει προκειμένου τα νησιά μας να μην έχουν πάνω στρατό; Πάμε να τα πάρουμε με τη σειρά και να ξεμπλέξουμε όσο γίνεται περισσότερο το κουβάρι της στρατιωτικοποίησης ή μη των νησιών μας.
Δεν ισχύει το ίδιο καθεστώς για όλα τα νησιά
Καταρχάς η αντιμετώπιση δεν είναι ομοιογενής για όλα τα νησιά, καθώς άλλα αναφέρουν οι συνθήκες π.χ. για τη Μυτιλήνη και άλλα για τη Σαμοθράκη. Έτσι, για παράδειγμα:
- το καθεστώς των νήσων Λήμνου και Σαμοθράκης διέπεται από τη Σύμβαση της Λωζάνης για τα Στενά του 1923 που προβλέπει την ολική αποστρατιωτικοποίησή τους, ωστόσο αντικαταστάθηκε με τη Σύμβαση του Μοντρέ του 1936,
- το καθεστώς των νήσων Λέσβου, Χίου, Σάμου και Ικαρίας διέπεται από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης του 1923 που προβλέπει τη μερική αποστρατιωτικοποίησή τους και
- το καθεστώς των Δωδεκανήσων διέπεται από τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947 που προβλέπει την ολική αποστρατιωτικοποίηση του νησιωτικού συμπλέγματος.
Ας δούμε λοιπόν τώρα τι ισχύει για κάθε συστάδα νησιών ξεχωριστά…
Τι ισχύει για Λήμνο, Σαμοθράκη, Ίμβρο, Τένεδο και Λαγούσες νήσους
Η αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών Λήμνου και Σαμοθράκης (μαζί με τα Δαρδανέλια, τη Θάλασσα του Μαρμαρά και του Βοσπόρου, καθώς επίσης και των νησιών Ίμβρου, Τενέδου και Λαγουσών που ανήκουν στην Τουρκία), αρχικώς προεβλέπετο από τη Σύμβαση της Λωζάνης για τα Στενά, του 1923 (προσοχή, πρόκειται για ξεχωριστή Σύμβαση, που δεν θα πρέπει να τη συγχέουμε με τη Συνθήκη της Λωζάνης).
Όπως τονίζει και ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστος Ροζάκης με πρόσφατο άρθρο του στην «Καθημερινή της Κυριακής» (12.6.2022), «η Σύμβαση αυτή, την προσπάθεια των εμπνευστών της να διατηρήσουν τα Στενά ανοικτά στην ναυσιπλοΐα, αποστρατιωτικοποίησε τα πλησίον στα Στενά τουρκικά (Ίμβρος, Τένεδος και Λαγούσες νήσοι) και ελληνικά νησιά, προς αποφυγήν ενόπλων ενεργειών που θα μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο στην ελευθεροπλοΐα στα Στενά, λόγω της εγγύτητας των νησιών αυτόν με τα Δαρδανέλια».
Προβλέπεται χαρακτηριστικά στο συγκεκριμένο νομικό κείμενο:
«Άρθρο 4. Ουδετεροποιούνται αι κατωτέρω οριζόμενοι ζώναι και νήσοι: 1) Αι δύο ακταί του στενού του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου. […] 3) Εν τω Αιγαίω, αι νήσοι Σαμοθράκη, Λήμνος, Ίμβρος, Τένεδος και αι Λαγούσαι νήσοι (Μαυρυαί)». Μάλιστα η αποστρατιωτικοποίηση ήταν πλήρης και υπήρχε παρακάτω εξαντλητική αναφορά στη σύμβασης. Ειδικότερα:
«Άρθρο 6.
[…] …Ουδὲν οχυρωματικόν έργον, ουδεμία μόνιμος εγκατάστασις πυροβολικού, ουδέν υποβρύχιον πολεμικόν μηχάνημα, εκτός των υποβρυχίων σκαφών, ως και ουδεμία εγκατάστασις στρατιωτικής αεροναυτικής, ή ναυτική βάσις δύνανται να υφίστανται εν ταις ουδετεροποιουμέναις ζώναις και νήσοις.
Ουδεμία ένοπλος δύναμις δύναται να σταθμεύση εν αυταίς, εκτός των προς διατήρησιν της τάξεως αναγκαιουσών δυνάμεων αστυνομίας και χωροφυλακής, των οποίων ο οπλισμός δέον να αποτελήται μόνον εκ του περιστρόφου, της σπάθης, του όπλου και τεσσάρων οπλοπολυβόλων ανά εκατόν άνδρας, αποκλεισμένου παντός πυροβολικού.
Εντός των χωρικών υδάτων των ουδετεροποιουμένων ζωνών και νήσων, ουδέν υποβρύχιον πολεμικὸν μηχάνημα δέον να υφίσταται, εκτός των υποβρυχίων σκαφών.
Η Τουρκία και η Ελλάς δύνανται ωσαύτως, εν ταις ουδετεροποιουμένας ζώναις και νήσοις και εν τοις χωρικοίς αυτών ύδασι, να ενεργώσι τας μετακινήσεις του προσωπικού τας αναγκαίας διά την εκπαίδευσιν, εκτός των ζωνών και νήσων τούτων, των εν αυταίς στρατολογουμένων ανδρών.
Προς τούτοις, όσον αφορά τα Στενά, η Τουρκική Κυβέρνησις δικαιούται να επισκοπή, δι’ αεροπλάνων ή αεροστάτων, την επιφάνειαν και τον πυθμένα της θαλάσσης. Τα τουρκικά αερόπλοια δύνανται πάντοτε να υπερίπτανται των υδάτων των Στενών και των ουδετεροποιουμένων ζωνών του τουρκικού εδάφους και να προσγειώνται ἡ προσθαλασσώνται πανταχού εν αυτοίς εν πλήρει ελευθερία. Η Τουρκία και η Ελλάς θα ώσιν ελεύθεραι να διοργανώσωσιν, εντός των ειρημένων ζωνών και νήσων των οικείων αυτών εδαφών, παρατηρητήρια και τηλεγραφικάς, τηλεφωνικάς και οπτικάς συγκοινωνίας παντός συστήματος. Η Ελλάς δύναται να μεταφέρη τον στόλον της εντός των χωρικών υδάτων των ουδετεροποιουμένων ελληνικών νήσων, ουχί όμως και να χρησιμοποιή τα ύδατα ταύτα ως βάσιν επιχειρήσεων κατά της Τουρκίας ή διά ναυτικήν ή στρατιωτικήν συγκέντρωσιν προς τον σκοπόν τούτον».
Τι λέει δηλαδή η Σύμβαση της Λωζάνης; Πως όντως δεν έχουμε το δικαίωμα στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη να δημιουργήσουμε οχυρωματικά έργα, να εγκαταστήσουμε μόνιμο πυροβολικό ή να έχουμε ναυτική βάση, ούτε να σταθμεύει σε αυτά τα νησιά ένοπλη στρατιωτική δύναμη. Σε αυτό «πατάει» ο Ερντογάν και οι ρεβιζιονιστές της Άγκυρας όταν μας ζητάνε να απομακρύνουμε τις Ένοπλες Δυνάμεις που έχουμε σε αυτές τις περιοχές.
Το καθεστώς αυτό όμως δεν μακροημέρευσε, καθώς οι πολιτικές συνθήκες της εποχής μεταβλήθηκαν άρδην και ο επικείμενος πόλεμος με τις δυνάμεις του Άξονα, κατέστησε παρωχημένη την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων.
Το Μοντρέ αναιρεί τη Λωζάνη για το καθεστώς των Στενών
Με πίεση της τουρκικής πλευράς, το καλοκαίρι του 1936 υπογράφηκε στην Ελβετία η Σύμβαση του Μοντρέ (ή αλλιώς «Σύμβαση για το καθεστώς των Στενών») που μνημονεύει ρητώς στο προοίμιό της, ότι αντικαθιστά στο σύνολό της, τη Σύμβαση της Λωζάνης.
Η Συνθήκη αυτή έδινε πίσω στην Τουρκία την κυριαρχία των Στενών του Βοσπόρου, διατηρώντας την ελευθερία ναυσιπλοΐας και την ελευθέρωνε από τις δεσμεύσεις αποστρατιωτικοποίησής τους καθώς δεν γινόταν καμία σχετική αναφορά. Η Αθήνα λοιπόν υποστηρίζει πως αντιστοίχως αποδεσμεύονταν πλέον και οι περιορισμοί αποστρατιωτικοποίησης και για τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη.
Η επιστολή του Τούρκου πρέσβη στον Μεταξά το 1936
Μάλιστα η χώρα μας υπενθυμίζει πως το δικαίωμά μας να εξοπλίσουμε τα δύο αυτά νησιά αναγνωρίσθηκε και από την Τουρκία, σύμφωνα και με την επιστολή που απηύθυνε στον Έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά στις 6 Μαΐου 1936 ο τότε Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα Roussen Esref, κατόπιν βέβαια οδηγιών της κυβέρνησής του.
Η τουρκική κυβέρνηση επανέλαβε αυτή τη θέση και όταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών της γείτονος, Rustu Aras, απευθυνόμενος προς την Τουρκική Εθνοσυνέλευση με την ευκαιρία της κύρωσης της Συμβάσεως του Μοντρέ, αναγνώρισε ανεπιφύλακτα το νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδας να εγκαταστήσει στρατεύματα στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, με τις εξής δηλώσεις του: «Οι διατάξεις που αφορούν τις νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη, οι οποίες ανήκουν στη γειτονική μας και φιλική χώρα Ελλάδα και είχαν αποστρατικοποιηθεί κατ’ εφαρμογήν της Σύμβασης της Λωζάνης του 1923, επίσης καταργήθηκαν με τη νέα Σύμβαση του Μοντρέ και αυτό μας ευχαριστεί ιδιαίτερα» («Εφημερίδα των πρακτικών της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης», τεύχος 12, Ιούλιος 31/1936, σελ. 309).
Παρόμοιες διαβεβαιώσεις εδόθησαν σχετικώς, κατά την ίδια περίοδο, εκ μέρους της Τουρκίας και προς τις κυβερνήσεις τρίτων ενδιαφερομένων χωρών.
Αλλαγή θέσης από την Άγκυρα μετά τις εξελίξεις στο Κυπριακό
Επ’ αυτού, ο Ιταλός Vincenzo Greco, διδάκτορας του πανεπιστημίου της Φλωρεντίας με ιδιαίτερο γνωστικό αντικείμενο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, αναφέρει ότι στο πλαίσιο του κλίματος φιλίας που χαρακτήριζε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στη δεκαετία του ’30, πράγματι, η ηγεσία του τουρκικού Υπουργείου των Εξωτερικών δεν φαίνεται να είχε ενστάσεις για την παράλληλη στρατιωτικοποίηση των δύο ελληνικών νησιών.
«Ωστόσο, στο μετέπειτα κλίμα αντιπαλότητας που προέκυψε ως αποτέλεσμα των κυπριακών κρίσεων, η τουρκική πλευρά υποβαθμίζει τη σημασία της εν λόγω πολιτικής δηλώσεως και υποστηρίζει ότι σε κανένα μέρος της Σύμβασης του Μοντρέ δεν αναφέρονται ρητά τα ελληνικά νησιά και ότι η αναθεώρηση που έγινε αφορούσε μόνο την Τουρκία. Η Αθήνα αντικρούοντας, επικαλείται τις προπαρασκευαστικές συζητήσεις της Συμβάσεως του 1936, οι οποίες – όπως υποστηρίζει – αποδεικνύουν, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι η Σύμβαση αυτή αποσκοπούσε στο να αντικαταστήσει ολόκληρη την Σύμβαση της Λωζάνης για τα Στενά».
Τι ισχύει για Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 13 της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, τα τέσσερα νησιά Λέσβος, Χίος, Σάμος και Ικαρία πρέπει να είναι μερικώς αποστρατιωτικοποιημένα.
Όπως αναφέρει ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής και νυν υφυπουργός Ανώτατης Εκπαίδευσης Άγγελος Συρίγος στο ογκωδέστατο βιβλίο του «Ελληνοτουρκικές σχέσεις» (εκδόσεις Πατάκη), «απαγορεύθηκε να υπάρχουν στο έδαφος αυτών των νησιών ναυτικές εγκαταστάσεις ή οχυρωματικά έργα. Επίσης, οι στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονται σε αυτά περιορίσθηκαν στον αριθμό εκείνων που καλούνται συνήθως να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία. Τέλος, οι αστυνομικές δυνάμεις των νησιών θα πρέπει να είναι ανάλογες σε αριθμό με αυτές που υπάρχουν και στις άλλες περιοχές της χώρας».
Ας δούμε και το σχετικό άρθρο 13 της Συνθήκης της Λωζάνης: «Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα:
- Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέγερσιν οχυρωματικού τινός έργου.
- Θα απαγορευθή εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοΐαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας. Αντιστοίχως, η Οθωμανική Κυβέρνησις θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοΐαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων.
- Αι ελληνικαί στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των διά την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ’ ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην».
«Το άρθρο δεν αναφέρεται σε πάσης φύσεως στρατιωτικό έργο (π.χ. σταθμός παρακολουθήσεως, ραντάρ, κ.λπ.), ούτε και σε αεροπορικές βάσεις. Επίσης, δεν προβλέφθηκε κάποια ειδική διαδικασία ελέγχου του αριθμού των στρατιωτών ή των αστυνομικών δυνάμεων» υπογραμμίζει ο κ. Συρίγος.
Όπως σημειώνεται στην ιστοσελίδα του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, «ενώ η Ελλάδα έχει μέχρι σήμερα εφαρμόσει με συνέπεια τις παραπάνω διατάξεις, η Τουρκία, παρά το γεγονός ότι υποχρεούται σύμφωνα με το ίδιο άρθρο να μην επιτρέπει στα στρατιωτικά της αεροσκάφη να υπερίπτανται του εναερίου χώρου των εν λόγω ελληνικών νησιών, έχει επανειλημμένως παραβιάσει και συνεχίζει να παραβιάζει τις σχετικές νομικές της υποχρεώσεις. Από την άλλη πλευρά, το ίδιο άρθρο επιτρέπει στην Ελλάδα να διατηρεί συνήθη αριθμό καλουμένων για τη στρατιωτική θητεία στρατιωτών, οι οποίοι δύνανται να εκπαιδεύονται επί τόπου, καθώς επίσης και δυνάμεων Χωροφυλακής και Αστυνομίας».
Τι ισχύει για τα νησιά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου (Δωδεκάνησα)
Τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα «κατά πλήρη κυριαρχία», με τη Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων που υπογράφηκε τον Απρίλιο του 1947 (μετά το τέλος δηλαδή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που έληξε το 1945), μεταξύ της Ιταλίας και Συμμαχικών μας δυνάμεων (κυρίως του Ηνωμένου Βασιλείου, της Σοβιετικής Ένωσης, των ΗΠΑ και της Γαλλίας.
Οι διατάξεις της Σύμβασης αυτής προβλέπουν ρητά την αποστρατιωκοποίηση των νήσων αυτών. Αναφέρεται επί λέξει στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 14: «Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι». Κατά το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, «στα Δωδεκάνησα υφίστανται ορισμένες δυνάμεις εθνοφυλακής, οι οποίες έχουν δηλωθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της συμφωνίας CFE (σ.σ. πρόκειται για τη Συνθήκη Μείωσης Συμβατικών Εξοπλισμών στην Ευρώπη, Conventional Armed Forces in Europe, η τελική επικύρωση της οποίας έγινε το 1990).
Όσον αφορά όμως τους τουρκικούς ισχυρισμούς για αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων, σημειώνεται ότι:
- Η Τουρκία δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε αυτήν τη Συνθήκη του 1947, η οποία, επομένως, αποτελεί «res inter alios acta» γι’ αυτήν, δηλαδή ζήτημα που αφορά άλλα κράτη. Σύμφωνα δε με το άρθρο 34 της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, «μια συνθήκη δεν δημιουργεί υποχρεώσεις ή δικαιώματα για τρίτες χώρες» εκτός των συμβαλλομένων.
- Η πρόβλεψη περί αποστρατικοποίησης των Δωδεκανήσων έγινε μετά από αποφασιστική παρέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης και απηχεί τις πολιτικές σκοπιμότητες της Μόσχας εκείνη τη χρονική περίοδο. Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι τα καθεστώτα αποστρατιωτικοποίησης έχασαν το λόγο ύπαρξής τους με τη δημιουργία των συνασπισμών του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ως ασύμβατα με τη συμμετοχή χωρών σε στρατιωτικούς συνασπισμούς. Στο πλαίσιο αυτό, το καθεστώς της αποστρατικοποίησης έπαψε να εφαρμόζεται για τα ιταλικά νησιά Panteleria, Lampedusa, Lampione και Linosa, καθώς και για τη Δ. Γερμανία από τη μια πλευρά, και τη Βουλγαρία, Ρουμανία, Αν. Γερμανία, Ουγγαρία και Φιλανδία από την άλλη πλευρά.
Το δικαίωμα στη νόμιμη άμυνα που επικαλείται η Ελλάδα
Πέραν των ανωτέρω, η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει πως όπως και κάθε άλλο κυρίαρχο κράτος στον κόσμο, δεν μπορεί να παραιτηθεί από το φυσικό και νόμιμο δικαίωμά της για άμυνα σε περίπτωση απειλής στρεφομένης κατά των νησιών της ή οποιουδήποτε άλλου μέρους της επικράτειάς της. Πόσο μάλλον, τη στιγμή που η Τουρκία, παραβιάζοντας κατάφωρα τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την απειλεί με πόλεμο σε περίπτωση που ασκήσει ένα νόμιμο και κυριαρχικό δικαίωμα που της παρέχει το διεθνές δίκαιο.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, «πέραν δε της απειλής πολέμου, η Τουρκία:
- Εισέβαλε στην Κύπρο το 1974, κατά παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης Εγγυήσεως για την Κύπρο, στην οποία η Ελλάδα αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος, και, παρά τις πολυάριθμες αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, συνεχίζει να διατηρεί μια σημαντική στρατιωτική δύναμη στα κατεχόμενα εδάφη.
- Παραβιάζει συστηματικώς τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο και υπερίπταται με στρατιωτικά αεροσκάφη, συχνά οπλισμένα, ελληνικών νησιών του Αιγαίου και μάλιστα κατοικημένων, γεγονός που έχει ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά ζητήματα ασφάλειας.
- Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, διατηρεί σημαντικές στρατιωτικές μονάδες με εναέρια μέσα και αποβατικά σκάφη σε περιοχές της ακτής της Μικράς Ασίας, που ευρίσκονται έναντι των ελληνικών νησιών, γεγονός που συνιστά σοβαρή απειλή κατά της Ελλάδας.
Τι ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης του Ο.Η.Ε.
Η προαναφερόμενη κατάσταση πραγμάτων, συνδυαζόμενη με την απειλή πολέμου (casus belli) και τη γενικότερη αναθεωρητική τάση της Τουρκίας ως προς το εδαφικό και νομικό καθεστώς των ελληνικών νησιών που ορίζεται από διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο γενικότερα, υποχρεώνει και νομιμοποιεί την Ελλάδα να προβεί στην αναγκαία αμυντική προπαρασκευή που θα της επιτρέψει να ασκήσει, εάν παραστεί ανάγκη, το δικαίωμα της άμυνας, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, και να προστατεύσει τα ελληνικά νησιά.
Το εν λόγω άρθρο του Καταστατικού Χάρτη του Ο.Η.Ε. ορίζει ότι: «Ουδέν εκ των διαλαμβανομένων εν τω παρόντι Χάρτη θα παρεμποδίζη το φυσικόν δικαίωμα ατομικής ή συλλογικής νομίμου αμύνης εις περίπτωσιν καθ’ ήν Μέλος τι των Ηνωμένων Εθνών υπέστη επίθεσιν ένοπλον, μέχρις ότου το Συμβούλιο Ασφαλείας λάβη μέτρα προς διατήρησιν της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας». Είναι γεγονός ότι η χώρα μας «οχύρωσε» τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, χωρίς να έχει δεχθεί ευθεία στρατιωτική επίθεση από την Τουρκία. Ωστόσο, οι γεωγραφικές συνθήκες της περιοχής είναι τέτοιες (όπως π.χ. η εγγύτητα με τις απέναντι ακτές και η μεγάλη απόσταση από την ηπειρωτική Ελλάδα) που εάν δεν οργανωνόταν η νόμιμη άμυνα, η Τουρκία θα μπορούσε να καταλάβει τα νησιά μέσα σε λίγες ώρες.
Η απειλή χρήσης βίας αποτελεί παραβίαση του άρθρου 24 του Χάρτη του Oργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Οι περισσότεροι διεθνολόγοι δέχονται ότι η απειλή, παρέχει το δικαίωμα προληπτικής άμυνας (anticipatory self defence), κάτι που σημαίνει ότι τα κράτη μπορούν να προετοιμαστούν αμυντικά απέναντι σε μια επικείμενη επίθεση, ακόμα και αν αυτή δεν έχει εκδηλωθεί. Αλίμονο εάν περιμέναμε να υποστούμε πρώτα μια τυχόν στρατιωτική κατάληψη νησιών από τον εχθρό και ύστερα να δούμε με ποιον τρόπο θα παρέμβαινε το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.