Με αυξημένη πλειοψηφία υπερψηφίστηκε η δυνατότητα της επιστολικής ψήφου στις ονομαστικές ψηφοφορίες λόγω των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας. Εν μέσω έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ των βουλευτών της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, κατά πλειοψηφία υπερψηφίστηκαν οι διατάξεις που αφορούν τον τρόπο επιλογής προϊσταμένων και διευθυντών στην Βουλή.
Ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, Κωνσταντίνος Τασούλας, εισηγούμενος τις αλλαγές, αναφέρθηκε στον πολυσήμαντο ρόλο των υπαλλήλων και των στελεχών του Κοινοβουλίου, που υλοποιούν καθημερινά ένα πολυσχιδές έργο, μια «βεντάλια» δραστηριοτήτων, όπως είπε, υπογραμμίζοντας πως «δεν είναι μόνο άξιοι να κριθούν από το πτυχίο που πήραν πριν από είκοσι-τριάντα χρόνια, αλλά είναι άξιοι να κριθούν και από τη διαδρομή τους, αλλά και από την έμπνευσή τους».
Τους διευθυντές και τους τμηματάρχες, είπε ο κ. Κ. Τασούλας, δεν πρέπει να κρίνουμε «στατικά» κάθε τρία ή κάθε τέσσερα χρόνια, αλλά μέσα από μια διαδικασία η οποία έχει όλα τα δυνατά στοιχεία να αντιληφθεί κανείς, το ποιος κάνει καλύτερα αυτή την πολύπλοκη, απαιτητική, δύσκολη, καίρια εργασία» και «η συνέντευξη είναι μια ενδιαφέρουσα και χρήσιμη παράμετρος που μπορεί να μας βοηθήσει σε αυτό».
Ο πρόεδρος της Βουλής, απάντησε στις διαφωνίες της αντιπολίτευσης με την αυξημένη μοριοδότηση της προσωπικής συνέντευξης των υποψηφίων (40% αντί του 35% που προβλέπει ο ν. 4674 για τον δημόσιο τομέα). Εξήγησε ότι το 35% της συνέντευξης του ν. 4674, είχε τεθεί μόνο για την μεταβατική περίοδο – και πέραν αυτής, ακόμα και ο συγκεκριμένος νόμος προβλέπει ότι η συνέντευξη θα μοριοδοτείται με 40%. Ο κ. Κ. Τασούλας μάλιστα, αντέστρεψε και την κριτική, ότι δήθεν αυτή η επιπρόσθετη μοριοδότηση εισάγεται για να ευνοηθούν κάποιοι συγκεκριμένοι υπάλληλοι έναντι άλλων, λέγοντας πως «εάν κανείς ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο, και με το 35% ως ποσοστό δεν θα μπορούσε να δώσει οδηγίες στην επιτροπή, να βάλει ελάχιστη βαθμολογία σε όλους τους άλλους εκτός του αρεστού;». Ο πρόεδρος της Βουλής μάλιστα, ανέφερε ότι οι επιτροπές που εφεξής θα κάνουν την δομημένη συνέντευξη, όχι μόνο θα έχουν την ίδια σύνθεση που είχαν και οι προηγούμενες, «αλλά πλέον, στη θέση ενός κρατικά διορισμένου αξιωματούχου, εμείς τώρα βάζουμε εκπρόσωπο του ΑΣΕΠ».
Ειδικότερα, κ. Τασούλας εξήγησε ότι στην επιτροπή για την αξιολόγηση των γενικών διευθυντών της Βουλής, τη συνέντευξη θα την κάνουν δύο αντιπρόεδροι της Βουλής, ένας από την πλειοψηφία, ένας από τη μειοψηφία, το μέλος του ΑΣΕΠ, ο πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου, ο γενικός γραμματέας της Βουλής και δύο αιρετοί εκπρόσωποι των εργαζομένων, ενώ την συνέντευξη των υπόλοιπων στελεχών της διοικήσεως θα την κάνει ο γενικός γραμματέας της Βουλής, ο εκπρόσωπος του ΑΣΕΠ, ο γενικός διευθυντής Διοικητικού-Οικονομικού της Βουλής και δύο αιρετοί εκπρόσωποι των εργαζομένων.
Το πραγματικό πρόβλημα της συνεντεύξεως, ανέφερε ο κ. Τασούλας «δεν είναι ο κίνδυνος της φαυλότητος, που είναι το σύνηθες αντανακλαστικό που δημιουργείται όταν ακούει κανείς για συνέντευξη, αλλά η ίδια η ευθύνη να τηρήσεις την αξιοκρατία». Απευθυνόμενος δε, στους βουλευτές της αντιπολίτευσης, είπε: «Αντιλαμβάνομαι τις επιφυλάξεις σας, αλλά θέλω να περιμένετε να δείτε την εφαρμογή. Η λυδία λίθος όλων αυτών είναι η εφαρμογή. Όχι η φήμη της συνέντευξης, αλλά η εφαρμογή. Και θα καταλάβετε ότι η εφαρμογή θα δώσει αποτέλεσμα, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με όλες αυτές τις ανησυχίες και τις αιτιάσεις οι οποίες ακούστηκαν».
Ο πρόεδρος της Βουλής, αναφέρθηκε επίσης και στο πρόβλημα της συνάφειας τίτλων σπουδών, που προέκυψε κατά την προηγούμενη εφαρμογή της αξιολόγησης στην Βουλή, αλλά και στις τροποποιήσεις που παρέχουν την δυνατότητα της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, να εμπλουτιστεί τα επόμενα χρόνια με νέους διδακτορικούς επιστήμονες ανωτάτου επιπέδου.
Αναφορικά με την επιστολική ψήφο στις ονομαστικές ψηφοφορίες, για όσο διαρκεί η πανδημία, ο κ. Τασούλας ανέφερε πως «η δημοκρατία είναι πολίτευμα για ζωντανούς, δεν είναι πολίτευμα για τον άλλο κόσμο. Είναι για αυτόν τον κόσμο. ‘Αρα, το να προστατεύουμε τους εαυτούς μας και να προστατεύουμε μέσω των εαυτών μας και τους άλλους, είναι στοιχειώδης υποχρέωση και μετά δικαίωμά μας».«Η επιστολική ψήφος μπορεί να είναι ο ‘μηχανισμός των Αντικυθήρων’ από πλευράς τεχνολογίας, αλλά είναι κάτι το οποίο προβλέπεται στον Κανονισμό και είναι κάτι για το οποίο – επειδή μου ζητήθηκε και από κόμματα, όπως από τον ΣΥΡΙΖΑ και από άλλα κόμματα – η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής ομόφωνα, με γνωμάτευσή της στις 24 Σεπτεμβρίου, εξέφρασε την άποψη ότι συνάδει απολύτως με τη συνταγματική τάξη».
Κάθετα αντίθετος με την αύξηση των ποσοστών μοριοδότησης στην προσωπική συνέντευξη, στάθηκε ο εισηγητής τους ΣΥΡΙΖΑ, Κώστα Ζαχαριάδης, λέγοντας πως «η αριστεία και η αξιοκρατία γίνονται ‘κουρελόχαρτο’, όταν η μοριοδότηση της συνέντευξης γίνεται 40%, τα τυπικά προσόντα αντιστοιχούν στο 25% της συνολικής βαθμολογίας και με 35% μοριοδοτείται η εργασιακή εμπειρία». Το 40% της συνέντευξης είπε, «γίνεται σήμα για μία ‘φωτογραφική’ διάταξη, που δίνει το έναυσμα για ένα νέο γύρο αρεστών και μη αρεστών στο Κοινοβούλιο» και σημείωσε πως «η προηγούμενη διοίκηση δεν τα έκανε έτσι, αλλά για πρώτη φορά στη Βουλή εφαρμόστηκε σύστημα επιλογής προϊσταμένων με μετρήσιμα κριτήρια και κανόνες αξιοκρατίας και διαφάνειας, με διαβούλευση με τη διοικητική ιεραρχία, με διαβούλευση με το σύστημα των εργαζομένων».
Ο ειδικός αγορητής του ΚΙΝΑΛ, Β. Κεγκέρογλου, ζήτησε να εφαρμοστεί πιστά και στην Βουλή ο ν. 4674 /2020 που ψήφισε η ολομέλεια με τις μεταβατικές προβλέψεις, και όλα όσα ακόμα προβλέπονται για τις συνάφειες τίτλων σπουδών. Η συνέντευξη, είπε, πρέπει να είναι δομημένη για να μετριαστεί το υποκειμενιοκό στοιχείο, αλλά και να κρατούνται πρακτικά για να μπορεί να ελεγχθεί και να προσφύγει όποιος θεωρεί ότι αδικήθηκε – αλλά αυτό δεν γίνεται. Ο ν. 4674 /2020 προβλέπει 33% συντελεστή βαρύτητας για τα εκπαιδευτικά, 33% για τα εργασιακά και 34% για τη συνέντευξη. Είναι μια ισορροπημένη πρόταση. Επίσης, ο κ. Κεγκέρογλου σημείωσε ότι το σύστημα μοριοδόσης των πτυχίων από τη Βουλή, έχει διαφορές με εκείνο του Δημοσίου, καθώς στο Δημόσιο ο συναφής μεταπτυχιακός τίτλος είναι 200 μόρια και στην Βουλή είναι 150 μόρια. Η Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης μοριοδοτείται με 275 στο Δημόσιο και στην Βουλή θα μοριοδοτηθεί με 220. Επιπλέον μεταπτυχιακός τίτλος συναφής στο Δημόσιο λαμβάνει 50 μόρια και στην Βουλή μόνο 30. Ο κ. Κεγκέρογλου, πάντως, αναγνώρισε ότι κατά τις προηγούμενες αξιολογήσεις στην Βουλή υπήρξε ένα πρόβλημα με τους συνειδείς τίτλους σπουδών, όμως υποστήριξε, ότι αντί να βρούμε κάποια κριτήρια για να λύσουμε το ποιοι θεωρούνται συναφείς τίτλοι, εμείς ουσιαστικά τους καταργήσαμε τελείως.
Ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Γιάννης Δελής, εξέφρασε και αυτός την την αντίθεσή του κόμματός του στην ενίσχυση της βαρύτητας του κριτηρίου της δομημένης συνέντευξης έναντι των υπολοίπων κριτηρίων για την επιλογή προϊσταμένων και διευθυντών της Βουλής, λέγοντας ότι αυτό «συνιστά ενίσχυση του υποκειμενισμού, όπως και αν το δει κανείς, και άρα αυξάνονται τα περιθώρια αυθαιρεσιών και κρίσεων επιλογής κατά το δοκούν».
Η ειδική αγορήτρια της Ελληνικής Λύσης, Μαρία Αθανασίου, αναφερόμενη στις διαταξάξεις που αφορούν την αξιολόγηση των υπαλλήλων και της ιεραρχίας της Βουλής, είπε πως οι τροποποιήσεις έχουν θετικά σημεία, αλλά ελλοχεύει ο κίνδυνος, να ευνοηθούν πρόσωπα με βάση, είτε υποκειμενικά, είτε κομματικά, είτε φιλικά κριτήρια. Η συνένετυξη ανέφερε, είναι αυτή που συγκεντρώνει τα πιο αδιαφανή και υποκειμενικά χαρακτηριστικά, και αναρωτήθηκε γιατί δεν εφαρμόζονται τα ίδια κριτήρια επιλογής προϊσταμένων με το νόμο Θεοδωρικάκου, «γιατί να έχουμε διαφορετικά μέτρα και σταθμά;».
Η ειδική αγορήτρια του ΜέΡΑ 25, Φωτεινή Μπακαδήμα, ανέφερε ότι όπως είχαμε ταχθεί ως κόμμα ενάντια στον ν. 4674/20, έτσι και τώρα που η Βουλή εναρμονίζεται με αυτόν τον νόμο, εμείς θα καταψηφίσουμε αυτές τις διατάξεις στις τροποποιήσεις του Κανονισμού της Βουλής. Για την δομημένη συνένετευξη, ανέφερε πως εμείς ως ΜέΡΑ 25, έχουμε εξαρχής καταδικάσει τη χρήση της, καθώς εισάγει, ακόμη και αν είναι δομημένη, ακόμη κι αν πούμε ότι θα βάλουμε όλες τις ασφαλιστικές δικλείδες, υποκειμενικά και στιγμιαίας απόδοσης κριτήρια, με υπαρκτό τον κίνδυνο να προτιμηθεί κάποιος, είτε για κομματικά είτε για καθαρά υποκειμενικά κριτήρια. Δυστυχώς, πρόσθεσε «από μία κυβέρνηση που ευαγγελίζεται την αριστεία ως modus operandi και ως modus vivendi, βλέπουμε για ακόμη μία φορά τη μείωση και τον υποβιβασμό των τυπικών ακαδημαϊκών προσόντων. Και αυτή είναι μία πρακτική που θα μας βρίσκει πάντα αντίθετους».