Η επίτευξη πολιτικής συμφωνίας μεταξύ Συμβουλίου και Ευρωκοινοβουλίου στις προτάσεις δύο Οδηγιών, που αφορούν την είσοδο και διαμονή στην ΕΕ υπηκόων τρίτων χωρών, με στόχο την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της ΕΕ και την αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού τρίτων χωρών προς όφελος της ευρωπαϊκής οικονομίας, είναι ένας από τους πρωτεύοντες στόχους της ελληνικής Προεδρίας της ΕΕ στο τρέχον εξάμηνο.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, οι δύο οδηγίες εντάσσονται στο νομοθετικό πλαίσιο της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών, οι οποίες -στη νόμιμη μορφή τους- κρίνονται απαραίτητες προκειμένου να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα του συνεχώς γηράσκοντος, γηγενούς πληθυσμού της ΕΕ και της ανάγκης διάθεσης ειδικού εργατικού δυναμικού για την ενίσχυση της οικονομίας της ΕΕ.
Συγκεκριμένα, το υπουργείο Εσωτερικών έχει θέσει ως στόχο την επίτευξη πολιτικής συμφωνίας στην πρόταση οδηγίας για την είσοδο και διαμονή υπηκόων τρίτων χωρών ως αποσπασμένων εργαζομένων στο πλαίσιο της ενδοεπιχειρησιακής μετάθεσης και την επίτευξη συμφωνίας στην πρόταση οδηγίας για την είσοδο και διαμονή υπηκόων τρίτων χωρών στην ΕΕ για έρευνα, σπουδές, ανταλλαγή μαθητών, έμμισθη και άμισθη άσκηση, εθελοντική υπηρεσία και εσωτερική άμισθη βοήθεια.
Η οδηγία για τους αποσπασμένους εργαζόμενους, όπως σημειώνεται και στη σχετική πρόταση, έχει ως στόχο να διευκολύνει την ενδοεπιχειρησιακή μεταφορά αλλοδαπών εργαζομένων με σκοπό τη μεταφορά τεχνογνωσίας στην αγορά εργασίας της ΕΕ. Μέχρι τώρα αφορούσε κυρίως τη μεταφορά εργαζομένων πολυεθνικών εταιρειών, αλλά πρόθεση της ΕΕ είναι η ρύθμιση να επεκταθεί σε μικρότερες εταιρείες.
Όμως, το σκεπτικό της οδηγίας έχει προκαλέσει σκεπτικισμό εντός της Ευρωβουλής, καθώς διατυπώνονται έντονοι φόβοι για καταχρηστική εφαρμογή της, με παρενέργεια το μισθολογικό και κοινωνικό ντάμπινγκ (δηλαδή εφαρμογή των μικρότερων αμοιβών και αδύναμης εργασιακής προστασίας που ισχύει στη χώρα προέλευσης των εργαζομένων στη χώρα υποδοχής, όπου ισχύουν υψηλότεροι μισθοί και μεγαλύτερη ασφαλιστική και εργασιακή ασφάλεια).
Η οδηγία για τη διαμονή υπηκόων τρίτων χωρών για σπουδές και επιστημονική έρευνα επεκτείνεται δυναμικά σε δυο νέες κατηγορίες, αυτή των «έμμισθων ασκούμενων» και «των εσωτερικά άμισθων βοηθών», ενώ μέχρι τώρα αφορούσε κυρίως τους κατόχους της λεγόμενης «μπλε κάρτας» (για εξειδικευμένο εργατικό και επιστημονικό προσωπικό που εισέρχεται για εργασία και διαμονή στην ΕΕ). Καίριο σημείο διχογνωμίας στην πρόταση αποτελεί η νομοθέτηση ή μη της δυνατότητας των κρατών-μελών να επιβάλουν ποσοστώσεις ή όγκους εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών για εργασία – μια αντίληψη που αποτελεί συνήθη πολιτική σε πολυεθνικά κράτη όπως οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, ο Καναδάς και ένα από τα κύρια αιτήματα επί χρόνια μερίδας ευρωπαϊκών κομμάτων. Επιπλέον νέο στοιχείο αποτελεί η δυνατότητα αναζήτησης απασχόλησης ή επιχειρηματικής δραστηριότητας από τον ερευνητή ή τον σπουδαστή (μετά την ολοκλήρωση του σκοπού διαμονής του), με αυτόματη ή μη πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Άλλο σημείο συζήτησης αποτελεί η δυνητική εφαρμογή ορισμένων διατάξεων (που αφορούν την ανταλλαγή μαθητών, την αμειβόμενη ή μη εκπαίδευση, τον εθελοντισμό και την εσωτερική άμισθη βοήθεια).
Σε ό,τι αφορά εν γένει τις κατευθυντήριες γραμμές στον τομέα Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ παραμένει πρωταρχική η ενίσχυση της διασύνδεσης των πολιτικών μετανάστευσης με τις ανάγκες των αγορών εργασίας των κρατών-μελών και ακολουθούν η ενσωμάτωση των μεταναστών «στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού», η διασφάλιση ενός μηχανισμού δίκαιης κατανομής βαρών για τα κράτη μέλη του Νότου που υφίστανται τις έντονες πιέσεις παράνομης εισόδου μεταναστευτικών ροών και η στενότερη συνεργασία ΕΕ και χωρών προέλευσης ή διέλευσης, ώστε να διευκολύνονται οι επιστροφές παρανόμως εισερχομένων υπηκόων τρίτων χωρών.