Σε συμφωνία για τη ρύθμιση θεμάτων τα οποία παρέμεναν ανοιχτά επί χρόνια μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας κατέληξαν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, όπως ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός. Μεταξύ άλλων, στο κοινό ανακοινωθέν των δύο πλευρών προβλέπονται τα εξής:
- Το Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος κατώτερου της αξίας της. Αναγνωρίζει επίσης ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου εν μέρει ως αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.
- Οι κληρικοί δεν θα θεωρούνται στο εξής δημόσιοι υπάλληλοι.
- Το Δημόσιο θα καταβάλλει ετησίως με τη μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με αυτό της μισθοδοσίας των κληρικών. Η επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και η μισθοδοσία των κληρικών θα γίνεται με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας και υπό την εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών αρχών. Το ύψος της επιδότησης θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Δημοσίου.
- Αν αυξηθεί ο αριθμός των κληρικών, δεν υποχρεούται η Πολιτεία να αυξήσει την επιδότηση.
- Ιδρύεται ταμείο αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας. Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
«Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πλαίσιο συμφωνίας ιστορικού χαρακτήρα προς όφελος και των δύο πλευρών», ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στις δηλώσεις του με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Στο Κοινό Ανακοινωθέν, το οποίο ανέγνωσε ο Αλέξης Τσίπρας, αναφέρεται ότι «στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και τη διαμόρφωση της ταυτότητάς του».