Το πόρισμα που θα υποβληθεί στην Ολομέλεια συζητείται σε συνεδρίαση της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης για την υπόθεση NOVARTIS, η οποία έχει προγραμματιστεί για τις 17:00 σήμερα.
Αντίθετος με το πόρισμα της πλειοψηφίας, σύμφωνα με το οποίο η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης για την υπόθεση είναι αναρμόδια να προχωρήσει σε έρευνα, δηλώνει το μέλος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης στην Επιτροπή Θεόδωρος Παπαθεόδωρου.
Στο πόρισμά του που κατατίθεται σήμερα ο κ. Παπαθεοδώρου κατηγορεί την πλειοψηφία ότι «η σπουδή με την οποία κατέληξε στη δήθεν αναρμοδιότητα εντείνει την εικόνα της σκευωρίας και των κατασκευασμένων κατηγοριών εναντίον των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης, εφόσον η πλειοψηφία αρνήθηκε εξαρχής να επιληφθεί ακόμα και της προδικασίας, ώστε αν τελικά οδηγείτο στη διάγνωση της αναρμοδιότητας να είχε ελέγξει πρώτα την εγκυρότητα των καταθέσεων των αποκαλούμενων “ανωνύμων” μαρτύρων, οι οποίοι κατηγορούνται από όλα ανεξαιρέτως τα αναφερόμενα πρόσωπα για απόλυτα ψευδείς, συκοφαντικές και δικονομικά άκυρες μαρτυρικές καταθέσεις».
Ο κ. Παπαθεοδώρου σημειώνει ότι το πόρισμα της πλειοψηφίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ των μελών της Επιτροπής βρίσκει απολύτως αντίθετη τη Δημοκρατική Συμπαράταξη από συνταγματικής, ποινικής και πολιτικής πλευράς.
Έρευνα σε βάθος
Ο βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης σπεύδει εκ προοιμίου να επισημάνει ότι «κατά το Σύνταγμα, βασική αποστολή και κύρια αρμοδιότητα αυτής της Επιτροπής δεν είναι μόνο η υποβολή πρότασης προς την Ολομέλεια της Βουλής για άσκηση, ή μη, ποινικής δίωξης κατά των αναφερομένων πολιτικών προσώπων, αλλά, πρωτίστως, η ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης» και συνεπώς η ουσιαστική άσκηση, από την Επιτροπή, του συνόλου των εισαγγελικών αρμοδιοτήτων που αυτή έχει.
«Με την έναρξη των εργασιών της Επιτροπής, η κυβερνητική πλειοψηφία επέμεινε συστηματικά στον περιορισμό της συζήτησης στην πρόταση των βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και όχι στην εκτέλεση της εντολής που η Επιτροπή είχε λάβει με την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής» περιγράφει ο κ. Παπαθεοδώρου.
Όπως εξάλλου τονίζει, «σε αλλεπάλληλες συνεδριάσεις, η πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ των μελών της Επιτροπής αρνήθηκε να επιληφθεί της προδικασίας, να ασκήσει ουσιαστικά τα εισαγγελικά της καθήκοντα, να εξετάσει τους τρεις ανώνυμους και άλλους μάρτυρες σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ΚΠΔ και τελικά να διερευνήσει σε βάθος την υπόθεση σε συνθήκες νομιμότητας και διαφάνειας. Λειτούργησε παρελκυστικά ως προς τον προγραμματισμό και την οργάνωση των εργασιών, επαναφέροντας συνεχώς και μονοδιάστατα το ζήτημα της διερεύνησης της αρμοδιότητας της Επιτροπής, υιοθετώντας μια ερμηνεία σκοπιμότητας απολύτως στενή και ευθέως αντίθετη προς τη πάγια νομολογία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων και του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86, καθώς και των δικαστικών τους συμβουλίων, όπως και προς την πάγια κοινοβουλευτική πρακτική».
Ως προς τα αδικήματα, ο βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης αναφέρει ότι «αν τα αδικήματα της δωροδοκίας / δωροληψίας ως αδικήματα περί την υπηρεσία, θεωρηθεί ότι δεν έχουν τελεσθεί κατά την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων, τότε δεν πληρούται η νομοτυπική υπόσταση των σχετικών αδικημάτων, δηλαδή δεν υπάρχει καν αδίκημα προς διερεύνηση».
«Η εξαρχής μεθόδευση της πρότασης περί διερεύνησης της αρμοδιότητας της Βουλής και συγκρότησης Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης -ενώ η κυβερνητική πλειοψηφία είχε την παραπάνω θέση-, δεν αποσκοπούσε παρά στην επιχείρηση σπίλωσης των αναφερόμενων στο φάκελο δέκα (10) πολιτικών προσώπων και στη συντήρηση σκιών για ωμούς πολιτικούς λόγους» σημειώνει ο κ. Παπαθεοδώρου και προσθέτει πως «η κοινοβουλευτική πλειοψηφία γνώριζε ότι η Επιτροπή θα εμποδιζόταν από την αρχή να επιληφθεί με συνθήκες διαφάνειας της προδικασίας» και «στην ουσία, για την κυβερνητική πλειοψηφία, η Επιτροπή συνεστήθη όχι για τη διερεύνηση και διαλεύκανση της αλήθειας ως προς την εμπλοκή των αναφερόμενων προσώπων στην υπόθεση Novartis, αλλά για να διενεργηθεί μεταξύ των μελών της ένας δήθεν θεωρητικός- επιστημονικός διάλογος περί του εύρους της αρμοδιότητας της Επιτροπής».
Γι αυτόν τον λόγο, αναφέρει ο βουλευτής, απορρίφθηκε η πρόταση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης για πρόσκληση μαρτύρων, εξέταση των ανώνυμων μαρτύρων ενώπιον της Επιτροπής, αναζήτησή και ανάγνωση εγγράφων και διενέργεια επί της ουσίας προανακριτικού χαρακτήρα πράξεων, με το σκεπτικό ότι πρώτα πρέπει «να αποφασίσει η Επιτροπή επί του ζητήματος της αρμοδιότητας».
Η αποχώρηση
«Μετά από αυτή την εξέλιξη, η αποχώρησή μας από την Επιτροπή, όπως και όλων των μελών – βουλευτών προερχόμενων από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ήταν η μόνη ενδεδειγμένη πολιτική πράξη για την καταγγελία της παραπάνω μεθόδευσης και της προειλημμένης απόφασης της πλειοψηφίας να οδηγήσει τις συνεδριάσεις της Επιτροπής στο αδιέξοδο της αναρμοδιότητας. Η θέση μας αυτή επιβεβαιώθηκε από το γεγονός ότι, στη συνέχεια, η πλειοψηφία συνεδριάζουσα “εν ολομελεία συγκυβέρνησης” ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κατέληξε σε μία διάγνωση πολιτικής σκοπιμότητας περί αναρμοδιότητας της Επιτροπής να διερευνήσει την ενδεχόμενη τέλεση αδικημάτων από τα αναφερόμενα πρόσωπα» εξηγεί ο κ. Παπαθεοδώρου για την αποχώρηση από την Ειδική Επιτροπή.
«Είχαμε καταγγείλει εξαρχής και σταθερά αυτή τη διαφαινόμενη εξέλιξη σκοπιμότητας και ευτελισμού των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, αναδεικνύοντας το γεγονός ότι η παράλειψη ουσιαστικής εξέτασης της υπόθεσης, ενώ είχε συσταθεί η Επιτροπή, θα οδηγούσε αναπόδραστα στη συγκάλυψη της υπόθεσης, στη συντήρηση των αμφιβολιών και των σκιών εναντίον των πολιτικών αντιπάλων των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και στην αποστέρηση από τα αναφερόμενα πρόσωπα του δικαιώματος στο «φυσικό δικαστή», ώστε να λάμψει η αλήθεια. Γι αυτόν τον λόγο είχαμε διεκδικήσει από την πρώτη στιγμή να έρθουν όλα στο φως με την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης και χωρίς επίπλαστα δικονομικά προσκόμματα» αναφέρει ο κ. Παπαθεοδώρου και προσθέτει ότι το αδιέξοδο της αναρμοδιότητας ισοδυναμεί με τη συγκάλυψη της αλήθειας και τον πολιτικά ύποπτο χειρισμό της όλης υπόθεσης.