Τη «δίκαι ανάπτυξη» θέτει ως επόμενο στόχο της κυβέρνησης ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, εξηγώντας: «ανάπτυξη, γιατί η χώρα και η οικονομία μπαίνουν σε φάση ανασυγκρότησης. Και δίκαιη, γιατί μια τέτοια ανάπτυξη έχει νόημα μόνον όταν τα οφέλη της διαχέονται στην κοινωνία».
«Μιλάμε για μια ανάπτυξη, η οποία θα συνοδεύεται με ολοένα και ισχυρότερη κοινωνική προστασία, με στήριξη της εργασίας και της μικρής και μεσαίας οικονομίας, αλλά και με αναλογική κατανομή του οφέλους, όπως ακριβώς κατανεμήθηκαν και τα βάρη», προσθέτει, σε συνέντευξή του στην Εφημερίδα των Συντακτών, την πρώτη μετά τη συμφωνία της 24ης Μαΐου, και τονίζει πως «η σελίδα έχει αλλάξει και η νέα περίοδος προς την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας, έχει αρχίσει».
Ο κ. Τσίπρας δηλώνει ικανοποιημένος από τη συμφωνία για το χρέος, διότι, όπως σημειώνει, «ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσαμε να πετύχουμε δεδομένων των συσχετισμών», ενώ «για πρώτη φορά δεν έχουμε υποσχέσεις, αλλά σαφείς δεσμεύσεις». Το σημαντικότερο, δε, για τον πρωθυπουργό είναι ότι «η συμφωνία προβλέπει “κόφτη χρέους” που θα διασφαλίζει ότι η χώρα δεν θα καταβάλλει για αποπληρωμή του χρέους περισσότερο από το 15% του ετήσιου ΑΕΠ της».
Αναφορικά με τις επικείμενες διαπραγματεύσεις κατά τη δεύτερη αξιολόγηση ο Αλέξης Τσίπρας λέει: «θα υπερασπιστούμε την εργασία, όπως κάναμε για την πρώτη κατοικία και τις συντάξεις. Η εμπλοκή, άλλωστε του Ευρωκοινοβουλίου, αλλά και του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας στις διαπραγματεύσεις διευρύνει τις συμμαχίες που έχουμε ήδη διαμορφώσει». Κατά τον πρωθυπουργό η Ελλάδα μπορεί πλέον να βάζει «κόκκινες γραμμές» και να τις υπερασπίζεται αποτελεσματικά, όπως δεν έκανε τα προηγούμενα πέντε χρόνια.
Ερωτηθείς για το αν υπάρχουν κυβερνητικά στελέχη τα οποία θεωρεί ότι δεν εργάστηκαν όσο θα έπρεπε στα υπουργεία τους, ανέφερε ότι «υπάρχουν διαφορετικές ταχύτητες», αλλά «οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η κυβερνητική λειτουργία ήταν δέσμια της διαπραγμάτευσης». «Τώρα είναι η ώρα», υπογραμμίζει, «που πρέπει να δείξουμε τις κυβερνητικές μας επιδόσεις και να αξιολογηθούμε».
Μιλώντας για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο πρωθυπουργός του καταλογίζει «άκρως διχαστικό λόγο» και τον κατηγορεί πως εκτοξεύει «ύβρεις και χαρακτηρισμούς σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται». «Καταγγέλλει τον λαϊκισμό», αναφέρει ο κ. Τσίπρας, «αλλά ο πολιτικός του λόγος είναι αναμάσημα των πρωτοσέλιδων από το Πρώτο Θέμα-ό,τι πιο λαϊκιστικό και κίτρινο έχει εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια στον χώρο των ΜΜΕ. Αυτοπαρουσιάζεται ως μεταρρυθμιστής, αλλά πέραν των απολύσεων και της κατάργησης της δημοτικής αστυνομίας και των σχολικών φυλάκων, που ήταν δικές τους μεταρρυθμίσεις ως υπουργού, δεν έχει να διατυπώσει ούτε μισή προγραμματική θέση που να τον δεσμεύει σε κάτι- μόνη φορά που προσπάθησε να μιλήσει επί της ουσίας ήταν εκεί που έπρεπε, στην Washington Post. Και υπερασπίστηκε τις μεταρρυθμιστικές προτάσεις του ΔΝΤ».
Σε ότι αφορά στον εκλογικό νόμο ο πρωθυπουργός υπογραμμίζει ότι πρέπει να είναι αντικείμενο ενός ευρύτατου κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου, ο οποίος θα πρέπει να ολοκληρωθεί εγκαίρως, δηλαδή, πριν από τις επόμενες εκλογές το φθινόπωρο του 2019. «Σκοπεύουμε», αναφέρει, «να ανοίξουμε αυτή τη συζήτηση άμεσα. Ελπίζω να μην την κοπανήσει και πάλι η αντιπολίτευση, όπως στη συζήτηση για τις εταιρείες του εξωτερικού».
Ο Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας για τα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ, σημειώνει ότι : «θέλουμε οι τάσεις να υπάρχουν και να λειτουργούν ως παράγοντας διαλόγου και εμπλουτισμού της θεωρητικής συζήτησης μέσα στο κόμμα. Δεν θέλουμε να λειτουργούν σαν οχήματα για την υλοποίηση προσωπικών επιδιώξεων και σαν πρόσχημα για τη νομιμοποίηση, αποχαλίνωση και εξάπλωση κάθε είδους παραγοντισμού». Παράλληλα, σημειώνει ότι η κριτική από τα αριστερά και από κοινωνική σκοπιά «είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και οφείλουμε να την ακούμε προσεκτικά».
«Επενδύουμε στην ανασυγκρότηση της ευρωπαϊκής Αριστεράς και στην αναδιάταξη των συμμαχιών της στην Ευρώπη», υπογραμμίζει ο πρωθυπουργός και προσθέτει: «συζητάμε σοβαρά με όλες τις δυνάμεις, και μερικές φορές με αρκετές δυσκολίες, γιατί πιστεύουμε ότι μια τέτοια αναδιάταξη συμμαχιών και συσχετισμών είναι ο δρόμος για τον πολιτικό αναπροσανατολισμό της Ευρώπης».