Νέο μήνυμα στο ΔΝΤ και στους Ευρωπαίους έστειλε ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στις δηλώσεις του με τον Πορτογάλο Αντόνιο Κόστα.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός τόνισε ότι μετά από έξι χρόνια πλέον η Ευρώπη δεν έχει ανάγκη τεχνοκράτες και συμβούλους που «έπεσαν έξω», αναφερόμενος στο ΔΝΤ. Σαφή ήταν τα καρφιά και απέναντι στο ΔΝΤ καθώς όπως είπε η ΕΕ έχει γίνει σοφότερη από την κρίση και δεν χρειάζεται τεχνοκράτες και «συμβουλάτορες».
«Η Ευρώπη μπορεί μόνη της» είπε.
«Αυτό που κανείς δεν μπορεί να αφαιρέσει από μια κυρίαρχη χώρα είναι η δυνατότητα να επιλέγει τα μέσα της πολιτικής για την επίτευξη των συμφωνημένων στόχων», σημείωσε.
Ο κ. Τσίπρας ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι σε Ελλάδα και Πορτογαλία εφαρμόστηκαν προγράμματα ακραίας λιτότητας, που όχι δεν μόνο δεν πέτυχαν τον στόχο τους αλλά αποσταθεροποίησαν την κοινωνική συνοχή, αύξησαν την ανεργία και το δημόσιο χρέος.
Όπως είπε, αυτές οι πολιτικές είχαν ως αποτέλεσμα και τη δημιουργία αντανακλαστικών φόβου και ξενοφοβίας και αυτό σήμερα είναι ο πραγματικός κίνδυνος της Ευρώπης.
Στο σημείο αυτό τόνισε ότι οι δημοκρατικές προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης έχουν χρέος να συνεργαστούν, να ορθώσουν ένα δημοκρατικό ανάχωμα.
Ο Πρωθυπουργός επανέλαβε ότι η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με δύο παράλληλες κρίσεις: με τις συνέπειες των πολυετών προγραμμάτων λιτότητας και με την προσφυγική κρίση.
Παράλληλα, οι δύο πρωθυπουργοί έστειλαν το μήνυμα ότι παρά τους κοινούς κανόνες στην Ε.Ε. οι λαοί αλλά και οι κυβερνήσεις πρέπει να έχουν τον χώρο ώστε να επιλέγουν την πορεία τους, τις εναλλακτικές και τις πολιτικές τους, αλλά και ότι μέσα από προοδευτικές συνεργασίες μεταξύ των κρατών-μελών πρέπει να προωθηθεί εναλλακτική στρατηγική στην Ευρώπη.
«Καταφέραμε να δείξουμε στην Πορτογαλία ότι είναι δυνατόν οι πολίτες να αλλάξουν την κυβέρνηση και η κυβέρνηση τις πολιτικές. Ξέρουμε ότι υπάρχουν κοινοί κανόνες και προσπαθούμε να τους πετύχουμε, ακολουθώντας όμως διαφορετικές πολιτικές από ό,τι η προηγούμενη κυβέρνηση», είπε ο Πορτογάλος πρωθυπουργός.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός επισήμανε ότι και στις περιπτώσεις των δύο χωρών, ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε από ορισμένους κύκλους στην Ευρώπη η προοπτική μιας διαφορετικής κυβέρνησης, συνιστά μείζον ζήτημα δημοκρατίας.