Την επανίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ προτείνει ο Γιάννης Δραγασάκης, με κείμενο-παρέμβαση που ανάρτησε στο Twitter και βασίζεται στα όσα επισήμανε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κατά την ομιλία του στη συνεδρίαση της κεντρικής επιτροπής του κόμματος.
Ο κ. Δραγασάκης αναφέρει πως τα μέλη της κυβερνούσας παράταξης θα πρέπει να «προχωρήσουμε σε μία διαδικασία, η οποία, όπως κι αν την ονομάσουμε, θα κατατείνει στην επανίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ».
«Ένας πυρήνας του νέου ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει ήδη. Είναι όλοι/ες που αισθάνονται πρώτα ΣΥΡΙΖΑ και μετά τη συνιστώσα, την τάση τους ή ό,τι άλλο. Είναι όλοι αυτοί και αυτές που βλέπουν πρώτα τη συλλογική ευθύνη και ύστερα τη δική τους ιδιαίτερη φιλοδοξία», τονίζει ο κ Δραγασάκης.
Διαβάστε αναλυτικά το κείμενο του κ. Δραγασάκη…
Στη φάση που διανύουμε, το κρίσιμο ζήτημα είναι τα ερωτήματα τα οποία πρέπει να θέσουμε και να απαντήσουμε.
Και ένα πρώτο ερώτημα είναι: μπορούμε ως κόμμα και ως κυβέρνηση να συνεχίσουμε όπως πριν; Νομίζω πως όχι. Πρέπει να γίνουν αλλαγές. Μεγάλες αλλαγές. Πρέπει να βγάλουμε συμπεράσματα και διδάγματα, αξιοποιώντας αυτό που μπορεί να λειτουργήσει ως όπλο μας, το οποίο είναι η συγκεκριμένη δράση και εμπειρία που είχαμε όλο αυτό το διάστημα.
Τι ακριβώς όμως έγινε αυτό το πεντάμηνο; Ακούγοντας κανείς αντιπάλους μας, αλλά ορισμένες φορές και φίλους μας, αποκομίζει την εντύπωση ότι αυτό το πεντάμηνο δεν έγινε τίποτα, ότι έγινε ένας «περίπατος», ένας «διαπραγματευτικός τουρισμός», ότι πήγαμε απλώς και πήραμε μια συμφωνία όπως έκαναν και οι προηγούμενοι.
Επειδή είμαι από αυτούς που παρακολούθησαν κι έζησαν από κοντά τη διαδικασία αυτή, θέλω να πω ότι στη δική μου αντίληψη, αυτό που ζήσαμε ήταν ένας ιδιόμορφος πόλεμος, μια σύγκρουση διαφορετικών υποδειγμάτων, αξιών, διαφορετικών μεθόδων διεξαγωγής πολιτικών αντιπαραθέσεων. Βεβαίως ήταν ένας πόλεμος ασύμμετρος, στον οποίο χρησιμοποιήθηκαν νέα «όπλα», κυρίως χρηματοοικονομικοί μηχανισμοί.
Η παρατεταμένη και μαζική εκροή καταθέσεων, η οικονομική ασφυξία και άλλοι οικονομικοί μηχανισμοί είναι τα σύγχρονα «όπλα» που παίζουν το ρόλο που σε άλλες εποχές έπαιξαν ο στρατός, τα τανκς ή οι κανονιοφόροι. Όταν προχθές ήμαστε στην τελική φάση της διαπραγμάτευσης, βασικό ερώτημα που είχαμε να απαντήσουμε ήταν: τι κάνουμε χωρίς συμφωνία, γνωρίζοντας ότι ο λογαριασμός χρηματοδότησης των εισαγωγών έχει «στεγνώσει»; Πώς θα χρηματοδοτούνται οι εισαγωγές τροφίμων, καυσίμων, φαρμάκων κ.ά;
Μου κάνει εντύπωση ότι αυτά και άλλα συναφή δεν βλέπω να συζητούνται όσο θα έπρεπε είτε διότι κάποιοι δεν έχουν αντιληφθεί το ρόλο που έπαιξαν είτε γιατί ίσως νομίζουν λανθασμένα ότι δεν θα τα έχουμε και στο μέλλον μπροστά μας. Χρειάζεται λοιπόν να δούμε αυτό που έγινε ως μία σύγκρουση, να δούμε τα νέα στοιχεία που είχε, να το μελετήσουμε, κυρίως από τη σκοπιά του μέλλοντος
Άλλο ερώτημα: Σήμερα, γίνονται αρκετές συζητήσεις και γίνεται κριτική για τους χειρισμούς μας, για την τακτική μας, για την Ομάδα που είχε σχέση με τη διαπραγμάτευση, τους πρωταγωνιστές της, για την προετοιμασία μας πριν φθάσουμε στις εκλογές. Αυτό είναι αναγκαίο, αλλά δεν αρκεί. Πρέπει να φθάσουμε στο συγκεκριμένο, τι έφταιξε και γιατί. Σε μία συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής που είχε γίνει τον Φεβρουάριο νομίζω, κλειστή συνεδρίαση, είχα κάνει μία πρόταση, την οποία και επαναλαμβάνω. Γιατί να μην ενεργοποιήσουμε όλες εκείνες τις διαδικασίες που θα μας επιτρέψουν να αξιολογήσουμε τι πράξαμε μετά το ιδρυτικό συνέδριό μας, τι έκανε η Κεντρική Επιτροπή, τι έκαναν τα Όργανα του κόμματος, τι έκανε η Επιτροπή Προγράμματος, τι έκαναν ή δεν έκαναν διάφοροι τομείς; Πώς προετοιμαστήκαμε για τις εκλογές, την κυβέρνηση, τη διαπραγμάτευση;
Σε ό,τι με αφορά, δεν έχω πρόβλημα να αναλάβω κάθε προσωπική ευθύνη που μου αναλογεί. Αλλά φτάνει αυτό; Αρκεί αυτή η απάντηση σε αυτό το κρίσιμο θέμα;
Ένα τρίτο ερώτημα σχετικό με το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης: είχε θετικά αυτό το Πρόγραμμα και μας βοήθησε. Είχε όμως και αρνητικά. Πώς θα τα συζητήσουμε αυτά; Ως ένα μεμονωμένο γεγονός; Ή ως ένα γενικότερο πρόβλημα; Δεν πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι στο λόγο μας κυριαρχούσε πολλές φορές ο μαξιμαλισμός, μια πλειοδοσία υποσχέσεων και ένας βολονταρισμός, ο οποίος θα έπρεπε προ πολλού να έχει διορθωθεί; Αν δεν το αναγνωρίσουμε αυτό -έστω και τώρα- είναι σαν να βλέπουμε το δένδρο και όχι το δάσος.
Τέταρτο ερώτημα: Μιλήσαμε ήδη για ευθύνες στο πεδίο της διαπραγμάτευσης. Όμως, όλο το πρόβλημά μας ήταν μόνο οι χειρισμοί και τα πρόσωπα ή μήπως υπήρξαν και θεωρητικά λάθη στον όλο μας σχεδιασμό; Διότι αν ήταν μόνο η διαπραγματευτική Ομάδα μπορούμε να την αλλάξουμε. Αν όμως υπήρχαν και θεωρητικά λάθη και λανθασμένες υποθέσεις και δεν τα εντοπίσουμε και δεν τα διορθώσουμε, όποια πρόσωπα κι αν χρησιμοποιήσουμε και όποιες διαδικασίες κι αν αλλάξουμε στο μέλλον, πάλι θα γίνουν λάθη.
Εγώ λέω λοιπόν ότι υπήρξαν και θεωρητικά λάθη, υπήρξαν θεωρητικές παραδοχές που δεν επαληθεύθηκαν. Υπήρχαν π.χ. στις γραμμές μας απόψεις ότι έτσι και απειλούσαμε με έξοδο από το ευρώ, οι δανειστές αυτόματα θα υποχωρούσαν. Αυτό δεν συνέβη. Ήταν μια υπόθεση που δεν επιβεβαιώθηκε. Κατά την προσωπική μου άποψη, ήταν εξαρχής μεθοδολογικά λάθος. Διότι το ζήτημα δεν είναι πόσο κακό μπορείς να προκαλέσεις στο άλλον, αλλά πόσο κακό εσύ μπορείς να αντέξεις σε μια ασύμμετρη σχέση ισχύος. Ορισμένοι εμφανίζουν ακόμη και τώρα την έξοδο από το ευρώ ως το παντοδύναμο όπλο, την εναλλακτική, που δεν προετοιμάσαμε. Όμως την έξοδο από το ευρώ την πρότειναν οι ίδιοι, αποδείχθηκε δικό τους «γήπεδο», δικό τους «όπλο», όχι δικό μας.
Διατυπωνόταν επίσης συχνά η άποψη ότι μπορούσαμε να βρούμε χρηματοδοτικές πηγές από τρίτες χώρες. Όχι για να χρηματοδοτήσουμε τη μετάβαση στη δραχμή, όπως με ύποπτη ευκολία γράφουν ορισμένες εφημερίδες, αλλά για να μπορέσουμε να αποφύγουμε το τρίτο δάνειο, άρα και το τρίτο μνημόνιο. Και πράγματι το επιδιώξαμε. Και ορθώς το επιδιώξαμε. Υπάρχει κάποιο μέλος της ΚΕ που να μην γνωρίζει ότι πήγαμε παντού, σε όλον τον κόσμο, από την Κίνα, μέχρι τη Ρωσία ή το Ιράν; Δεν πρέπει λοιπόν κι εδώ, κι έχουμε και υπουργούς που χειριστήκαν τα θέματα αυτά, να αντλήσουμε κάποια συμπεράσματα; Δεν υποστηρίζω ότι δεν υπάρχουν δυνατότητες. Υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες, αλλά όχι αυτές που περίμεναν κάποιοι. Η υπόδειξη σχεδόν από παντού ήταν «κλείστε τη συμφωνία και μετά να συζητήσουμε συγκεκριμένες επενδύσεις, να συζητήσουμε συγκεκριμένα έργα».
Εγώ δεν κρύβω τον προβληματισμό μου για το μέλλον. Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα. Τα στοιχήματα είναι μεγάλα και δύσκολα. Μπορούμε να διανύσουμε το δύσβατο δρόμο που έχουμε μπροστά μας και να φανούμε τελικά χρήσιμοι και στο λαό και στην κοινωνία και στην Αριστερά;
Μπορούμε να αποφύγουμε αυτό που έπαθαν πολλά αριστερά κόμματα, στην Ευρώπη και αλλού, την ενσωμάτωση, την κρατικοποίηση, τη μετάλλαξή τους; Η μόνη απάντηση που μπορώ να δώσω σε αυτά τα ερωτήματα είναι ότι επιστρέφοντας στη σιγουριά της αντιπολίτευσης δεν θα το μάθουμε ποτέ. Εάν επιστρέψουμε στην αντιπολίτευση, δεν θα έχουμε την ευκαιρία ποτέ να δοκιμάσουμε τις δυνάμεις μας, την ευρηματικότητά μας, τις αντοχές μας. Εάν επιχειρήσουμε, τότε μπορούμε να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε.
Ακριβώς με αυτή τη λογική θεωρώ ότι είναι κρίσιμο θέμα το συλλογικό μας υποκείμενο. Δεν μπορώ να μην το επαναλάβω: εγώ, όπως και πολλοί και πολλές από εσάς, στρατεύθηκα σε μία μάχη για να κάνουμε ένα ενιαίο κόμμα, ένα κόμμα των μελών. Γι’ αυτό συνηγόρησα στο να τερματίσει τη ζωή του ο «Συνασπισμός». Δυστυχώς επιτρέψαμε να κάνουμε ένα κόμμα στο οποίο λειτουργούν «κόμματα» μέσα στο κόμμα, κατά παράβαση του καταστατικού. Και τώρα, όπως σπείραμε θα θερίσουμε. Ελπίζω να προχωρήσουμε με τα λιγότερα δυνατά τραύματα. Να κάνουμε έστω τώρα ό,τι δεν μπορέσαμε να κάνουμε στο ιδρυτικό μας Συνέδριο. Δηλαδή να προχωρήσουμε σε μία διαδικασία, η οποία, όπως κι αν την ονομάσουμε, θα κατατείνει στην επανίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ.
Ένας πυρήνας του νέου ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει ήδη. Είναι όλοι και όλες που αισθάνονται πρώτα ΣΥΡΙΖΑ και μετά τη συνιστώσα, την τάση τους ή ό,τι άλλο. Είναι όλοι αυτοί και αυτές που βλέπουν πρώτα τη συλλογική ευθύνη και ύστερα τη δική τους ιδιαίτερη φιλοδοξία.
Με πυρήνα αυτό το έμπειρο δυναμικό, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ανοιχτεί στη νεολαία, τα κινήματα, τους ενεργούς πολίτες και να επανιδρυθεί στην πράξη σε ένα μεγάλο, δημοκρατικό, πλουραλιστικό αλλά και ενιαίο κόμμα της Αριστεράς, ένα κόμμα των μελών του.
Αν και δύσκολο, λοιπόν, αν και έχει πολλά ρίσκα, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί τελικά να τα καταφέρει να βρει τον τρόπο να στηρίζει την κυβέρνηση χωρίς να χάσει τα κινηματικά και ριζοσπαστικά του χαρακτηριστικά, να δημιουργήσει ένα νέο παράδειγμα πέρα από τον αναχωρητισμό των μικρών ομάδων και την ενσωμάτωση της Σοσιαλδημοκρατίας. Παραδείγματα αναχωρητισμού έχουμε πολλά. Παραδείγματα ενσωμάτωσης επίσης. Ο νέος δρόμος που ζητούμε είναι αυτός που θέλει να αποφύγει τόσο το ένα όσο και το άλλο.