Για το δυναμικό χαρακτήρα της Μαριεττας Γιαννάκου, την προσωπική της διαδρομή, τις μεταρρυθμίσεις που προώθησε και το πρότυπο της πολιτικής που υπηρέτησε μίλησε ο πρώην πρωθυπουργός, Κώστας Καραμανλης πριν από λίγο στην ειδική εκδήλωση που γίνεται στη μνήμη της στο Μέγαρο Μουσικής.
Όλη η ομιλία του:
«Γεννήθηκε σ΄ έναν τόπο με χιλιάδες χρόνια ιστορίας. Στο Γεράκι Λακωνίας, τον «Μικρό Μυστρά» όπως αποκαλείται, λόγω των πολλών βυζαντινών μνημείων, των 30 σωζόμενων εκκλησιών και των ατέλειωτων ευρημάτων της περιόδου.
Ο πατέρας της, βλέποντάς την από μικρό παιδί να διαβάζει καθημερινά όλες τις εφημερίδες και να συμμετέχει στις πολιτικές συζητήσεις, την προόριζε για διπλωμάτη. Οι συγγενείς και οι δάσκαλοί της, εντυπωσιασμένοι από τις επιδόσεις της στα Μαθηματικά, την έβλεπαν στο Πολυτεχνείο. Η ίδια, λίγο μετά την απώλεια του πατέρα της, αποφάσισε να σπουδάσει στην Ιατρική για να γίνει Ψυχίατρος. «Η Ψυχιατρική σε κάνει πιο επιεική με τους άλλους. Συγχωρείς πιο εύκολα, αν και αυτό δεν είναι πάντα καλό στην πολιτική» έλεγε η ίδια, πολλά χρόνια αργότερα.
Γνώρισα την Μαριέττα πριν από 50 σχεδόν χρόνια, το φθινόπωρο του 1974. Την συνάντησα, πού αλλού, στις γραμμές της Οργάνωσης Νέων της Νέας Δημοκρατίας, τους πρώτους μήνες της Μεταπολίτευσης. Σ΄ εκείνη την εποχή με τις έντονες ιδεολογικές αναζητήσεις, τις ατελείωτες συζητήσεις και τους διαξιφισμούς, όταν ακόμα, πέρα και πάνω από επιμέρους διαφορές, οι νέοι εμπνέονταν από φιλόδοξα οράματα.
Ξεχώριζε η Μαριέττα από τότε. Σοβαρή και μετρημένη, ευγενής και σεβόμενη την αντίθετη άποψη, αλλά ταυτόχρονα μαχητική, επίμονη, με βαθιά πίστη στις ιδέες της. Είχε άποψη καθαρή και επιχειρηματολογημένη. Την ενέπνεαν τα μεγάλα ιδανικά της εθνικής ανεξαρτησίας, της ομαλής λειτουργίας της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της Ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, όπως την εξέφρασε με την πολιτική του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Με πνεύμα ανεξάρτητο και αγωνιστικό ήταν πάντα πρωτοπόρος στις μάχες των ιδεών.
Σε όλη της την ζωή, αγωνιζόταν για τις αρχές και τις αξίες της Παράταξής μας. Παράταξη που αγάπησε και υπηρέτησε με πίστη και ανιδιοτέλεια. Τις περισσότερες μάχες τις κέρδισε με το σπαθί της. Αλλά και οι ήττες δεν την κατέβαλλαν, αντίθετα χαλύβδωναν την θέλησή της να συνεχίσει στον δρόμο που θεωρούσε σωστό. Πολύ συχνά, έστω και με καθυστέρηση, η δικαίωση των επιλογών της ήταν πανηγυρική.
Θυμάμαι πάντα με σεβασμό τον τρόπο που αντιμετώπισε το θέμα με το βιβλίο της Ιστορίας και την επίμαχη διατύπωση που περιείχε στην περιγραφή της καταστροφής της Σμύρνης, το 1922. Όταν την ρώτησα πώς σκέφτεται να το αντιμετωπίσει, μου είπε: «Κώστα, προφανώς και διαφωνώ με τα γραφόμενα και πιστεύω ότι πρέπει να αλλάξει. Όμως, σε μια ευνομούμενη δημοκρατία, αυτά δεν γίνονται επειδή ο υπουργός ή ακόμα και ο Πρωθυπουργός διαφωνεί με την διατύπωση και επιβάλλει αυθαίρετα την βούλησή του. Οι αλλαγές πρέπει να γίνουν με συντεταγμένο τρόπο, από τα αρμόδια όργανα και τις θεσμικές διαδικασίες.
Ο σεβασμός της θεσμικής τάξης είναι το ύψιστο καθήκον της εκάστοτε κυβέρνησης σε μια δημοκρατική πολιτεία». Το πλήρωσε αυτό με την μη επανεκλογή της στις βουλευτικές εκλογές. Είχε δίκιο όμως, αυτός ήταν ο σωστός τρόπος αντιμετώπισης και για την Μαριέττα δεν ετίθετο δίλημμα, παρά το διαφαινόμενο κόστος για την κυβέρνηση και πρωτίστως για την ίδια. Όπως τόνιζε «Ακολουθώ τον δύσκολο δρόμο της νηφαλιότητας και του σεβασμού των θεσμών και των νόμων».
Η ισχυρή πίστη της Γιαννάκου στον κοινοβουλευτισμό αναδεικνύεται με την στάση που τήρησε την περίοδο που, ως υπουργός Παιδείας, παρουσίασε και έθεσε προς διαβούλευση την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση και τον Νόμο Πλαίσιο για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Η Γιαννάκου επιζητούσε πράγματι έναν Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία, δυστυχώς όμως σε ώτα μη ακουόντων. Με διορατικότητα, τόλμη και αποφασιστικότητα πρότεινε τομές σ΄ έναν χώρο που κυριαρχούσαν κάθε λογής συμφέροντα, το βόλεμα και η ήσσων προσπάθεια.
Σταχυολογώ:
• Ενίσχυση της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας των ΑΕΙ
• Αξιολόγηση και λογοδοσία των Ιδρυμάτων
• Καθιέρωση της καθολικής συμμετοχής στις εκλογές για την ανάδειξη των οργάνων διοίκησης των ΑΕΙ
• Διαφάνεια στη διαδικασία εκλογής μελών ΔΕΠ
• Κατάργηση του μοναδικού διανεμόμενου συγγράμματος
• Ανώτατο χρονικό όριο φοίτησης για την απόκτηση πτυχίου
• Διασφάλιση του πανεπιστημιακού ασύλου από έκνομες εγκληματικές ενέργειες
Και βέβαια την μεγάλη προσπάθεια για την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και την θέσπιση των μη κρατικών Πανεπιστημίων στην χώρα. Προσπάθεια που δυστυχώς δεν ευοδώθηκε, αφού προσέκρουσε σε κοντόφθαλμες κομματικές και συντεχνιακές παρωπίδες. Είναι παρήγορο και προσωπική της δικαίωση ότι αρκετές από τις μεταρρυθμίσεις της επανέρχονται και θεσμοθετούνται σήμερα, έστω και με καθυστέρηση πολλών ετών.
Απαντώντας σε ερώτηση για το αν εκ των υστέρων θα άλλαζε κάτι στην πολιτική της, τόνιζε: «Έκανα αυτό που έπρεπε. Δεν μπορούμε να κρύβουμε το κεφάλι μας στην άμμο. Η Παιδεία χρειάζεται τομές. Για το καλό των παιδιών που οι γονείς τους ξοδεύουν περιουσίες και θέλουν καλές σπουδές και πτυχία δυνατά στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Ποτέ δεν πίστευα ότι αυτό που κάνει ο πολιτικός πρέπει να αποδώσει το επόμενο πρωί».
Η ειδίκευσή της στην Ψυχιατρική την έφερε αντιμέτωπη στο πεδίο, στις κλινικές, τις δομές στήριξης και τις μονάδες απεξάρτησης, με τη μάστιγα των ναρκωτικών. Η εμπειρία αυτή, η διαχείριση του προσωπικού γολγοθά των νεαρών, ως επί το πλείστον, χρηστών, αλλά και των οικογενειών τους, ήταν για τη Γιαννάκου καταλυτική. Η ενσυναίσθηση που την διέκρινε, αλλά και η ισχυρή αίσθηση χρέους που καθόρισε την πορεία της στον δημόσιο βίο, ώθησαν την Μαριέττα στην ανάληψη δράσης, για την συστηματική επιστημονική έρευνα του φαινομένου, για την ανάδειξή του σε μείζονα προτεραιότητα της πολιτείας, για την ενημέρωση του κοινού. Αργότερα, ως πολιτικός, η Γιαννάκου ανέλαβε μια πραγματική σταυροφορία για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Μπήκε στην πρώτη γραμμή της μάχης για την καταπολέμησή του σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ως Πρόεδρος της Εξεταστικής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τα ναρκωτικά.
Η Μαριέττα Γιαννάκου υπήρξε μια γνήσια Ευρωπαΐστρια. Πιστή στο ιδεώδες της Ευρωπαϊκής ενοποίησης για τη δημιουργία μιας πραγματικά Ευρωπαϊκής διακυβέρνησης με ομοσπονδιακή δομή. Και είχε, πάνω από όλα, την πεποίθηση ότι, παρά τις αντιξοότητες και τα πισωγυρίσματα, η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε την ικανότητα να εμβαθύνει συνεχώς τη συνεργασία των κρατών και των λαών της και ότι μακροπρόθεσμα η συνολική διαδικασία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης θα οδηγούσε τελικά στην υλοποίηση του πρωταρχικού Ευρωπαϊκού οράματος.
Σήμερα βέβαια το ευρωπαϊκό οικοδόμημα δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των οραματιστών του και δεν γεννά αισιοδοξία ότι ακολουθεί αυτήν την κατεύθυνση. Σε πολλές, μάλιστα και κρίσιμες περιπτώσεις έχει απογοητεύσει. Δεν έχει κατορθώσει να επιτύχει μια στοιχειώδη συνεννόηση πάνω σε αυτά που αποτελούν τις ίδιες τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Δυστυχώς έχει επικρατήσει η υπεράσπιση των μικροσυμφερόντων των επιμέρους κρατών μελών, έναντι της υπεράσπισης των πανευρωπαϊκών μας αρχών και αξιών που είναι ακριβώς αυτές που μας προσδιορίζουν και κάνουν την ένωσή μας μοναδική.
Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης για την εκπόνηση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, η Μαριέττα πίστεψε στην ευκαιρία που προέκυψε τότε για μια πρωτοβουλία που θα μπορούσε να ενισχύσει καθοριστικά την Ευρωπαϊκή ιδέα. Δυστυχώς, το αποτέλεσμα και αυτής της διαδικασίας κατέληξε να είναι φτωχό σε σχέση με τις αρχικές προσδοκίες. Ωστόσο, η Μαριέττα επέδειξε μεγάλο ζήλο, με πλήθος παρεμβάσεων. Ιδιαίτερη, μάλιστα, έμφαση είχε δώσει στον τομέα της Ευρωπαϊκής Άμυνας, έναν τομέα εξαιρετικά σημαντικό για τα εθνικά μας συμφέροντα, καθώς η Ελλάδα έχει μεγάλη ανάγκη από την Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη έναντι των εδαφικών απειλών που αντιμετωπίζει από την Τουρκία.
Παράλληλα, ξεχωρίζει και μια ακόμη σημαντική παρέμβασή της προς την Ευρωπαϊκή Συνέλευση για την εκπόνηση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Η Μαριέττα πίστευε σθεναρά στη σημασία της συμμετοχής όλων των πολιτών στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και την διαδικασία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Υποστήριξε τη ρύθμιση για τη «λαϊκή πρωτοβουλία», με βάση την οποία ένα εκατομμύριο πολίτες θα μπορούσαν να ζητήσουν την ανάληψη συγκεκριμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας από τα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Πίστευε ότι οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι κυβερνήσεις τους θα πρέπει να ανταποκριθούν σε αυτές τις προσδοκίες των πολιτών, ώστε να τους έχουν συμμέτοχους στους στόχους της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής. Στο πλαίσιο αυτό, η Μαριέττα τόνιζε την ιδεολογική αφετηρία της Κοινωνικής Οικονομίας της Αγοράς. Μιας ελεύθερης αγοράς που, παράλληλα, θωρακίζεται από την αλληλεγγύη, με σκοπό τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την κοινωνική προστασία των πιο αδυνάτων και τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Εδώ εντόπιζε τον αγώνα που πρέπει να κάνει η Ευρώπη, δηλαδή το να κρατήσει το κοινωνικό μοντέλο και ταυτόχρονα να λειτουργήσει ανταγωνιστικά μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο.
Κυρίες και Κύριοι,
Σε μια εποχή που οι συμπεριφορές ή τα κίνητρα στον δημόσιο βίο αμφισβητούνται σε παγκόσμιο επίπεδο ολοένα και περισσότερο, έχουμε ανάγκη όσο ποτέ από ενάρετα πρότυπα. Η σπουδαιότερη προσφορά της Μαριέττας στα κοινά, πέρα από το σημαντικό έργο της, είναι ο χαρακτήρας, η διαδρομή της, το παράδειγμά της. Με βαθιά πίστη στις ιδέες της, μαχητική στην υπεράσπισή τους, πάντα με ευπρέπεια και σεβασμό στην αντίθετη άποψη, με πυξίδα της το κοινό καλό. Δεν είχε το πάθος της εξουσίας, της προβολής, της αλαζονείας. Είχε το πάθος της προσφοράς και της υπηρεσίας. Δεν είχε χορηγούς ή προστάτες, δεν επεδίωκε την εύνοια των ισχυρών ή των μέσων ενημέρωσης.
Κάποτε μερίδα του Τύπου ζητούσε επίμονα την παραίτησή της ως Υπουργού Παιδείας, συνοδεύοντάς την επί μακρόν με ιδιαίτερα αρνητικά, αιχμηρά, ειρωνικά σχόλια. Ο πραγματικός λόγος ήταν ότι δεν είχε ενδώσει στην πίεση κάποιων εκδοτών να δεχθεί μια ευνοϊκή ρύθμιση για μια ομάδα καθηγητών ΑΕΙ. Η Μαριέττα δεν ενέδωσε. Όπως δεν ενέδιδε ποτέ αν πίστευε ότι ήταν λάθος. Και βέβαια πολύ συχνά το πλήρωνε. Αλλά γι’ αυτόν τον χαρακτήρα της χρησιμεύει πάντα για όλους μας ως φωτεινός φάρος σε ομιχλώδες τοπίο.
Γιατί ήξερε ότι πραγματική πολιτική είναι οι ιδέες, η ενσυναίσθηση και η ανθρωπιά, όχι η δίψα και το κυνήγι της εξουσίας. Ήξερε ότι οι ενάρετοι αντιμετωπίζουν την εξουσία ως τιμητικό μεν, αλλά βαρύ καθήκον και όχι ως επίζηλο λάφυρο . Ο πιο σημαντικός πρόεδρος των ΗΠΑ του 19ου αιώνα ο Αβραάμ Λίνκολν έλεγε χαρακτηριστικά «αν θέλεις να ερευνήσεις τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου δώσε του εξουσία».
Κυρίες και Κύριοι,
Τελικά αυτό που έκανε την Μαριέττα να ξεχωρίζει ήταν η ακεραιότητά της. Σε όλες της εκφάνσεις του δημόσιου αλλά και προσωπικού της βίου. Έντιμη και ειλικρινής στις σχέσεις της, ευγενής αλλά με περίσσιο θάρρος γνώμης, ζεστή, ταυτόχρονα όμως αυστηρή με όλους και πρωτίστως με τον εαυτό της. Με δύο λόγια άνθρωπος αρχών, με κεφαλαίο το άλφα.
Η δημόσια ζωή είναι εμφανώς πιο φτωχή χωρίς την Μαριέττα. Δικαίως έχει τον σεβασμό και τον έπαινο των αντιπάλων της. Την αγάπη και την νοσταλγία των πολιτών της Αθήνας αλλά και της χώρας γενικότερα. Την εκτίμηση όσων την συνάντησαν στην μακρά διαδρομή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Για μας, με συγκίνηση βλέπω ότι είμαστε πολλοί σ αυτή την αίθουσα, που πορευτήκαμε μαζί της για μισό σχεδόν αιώνα, που μοιραστήκαμε χαρές και λύπες, ήττες και νίκες, ενθουσιασμούς και πίκρες, η απώλεια είναι ακόμα πιο οδυνηρή. Γιατί ήταν η Μαριέττα μας, η δικιά μας Μαριέττα. Εκείνη που με το χαμόγελό της μας έδινε κουράγιο στις δύσκολες ώρες, με τις κατσάδες της μας έκανε να προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι, που με την ζεστασιά της μας χάριζε όλα τα πλούτη της γης. Πιστεύω βαθιά, όπως νομίζω πιστεύουν όλοι όσοι την έζησαν από κοντά, ότι η Μαριέττα είναι πάντα δίπλα μας, όπως πάντα πιασμένοι χέρι – χέρι στις δύσκολες ανηφόρες της αρετής.