Μια νέα έκδοση έρχεται να ρίξει φως σε ιστορίες γύρω από τη ζωή του Νίκου Ξυλούρη, οι οποίες ως τώρα ήταν άγνωστες. Οι γονείς του Νίκου Ξυλούρη δεν ήθελαν ο γιος τους να γίνει μουσικός, ωστόσο το ταλέντο του ήταν τέτοιο, που βραβεύτηκε σε φεστιβάλ στο Σαν Ρέµο αλλά και από τη Γαλλική Ακαδημία.
Γεννήθηκε στα Ανώγεια Ρεθύμνου, αλλά λόγω της καταστροφής του χωριού από τους Γερμανούς η οικογένειά του πήγε στο Μυλοπόταμο. Παππούς του ήταν ο Ψαράκης, από τους σημαντικότερους οπλαρχηγούς στην Τουρκοκρατία.
Πρώτος αναγνώρισε το ταλέντο του στη φωνή ένας δάσκαλός του, ο Μενέλαος ∆ραµουντάνης, ο οποίος έπεισε τους γονείς του να του πάρουν μια λύρα. Τα πρώτα του ηχογραφημένα τραγούδια ήταν τα Κρητικοπούλα» («Μια µαυροφόρα όταν περνά») και «∆εν κλαίνε οι δυνατές καρδιές», τα οποία ηχογραφήθηκαν το 1958 σε δίσκο 78 στροφών. Στη δεύτερη φωνή ήταν η γυναίκα του, ενώ στο λαούτο ο αδερφός του, Γιάννης. Για να κυκλοφορήσει ο δίσκος επενέβη ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο οποίος εγγυήθηκε ότι σε ενδεχόμενη αποτυχία θα καλύψει ο ίδιος τη ζημιά. Ο πεθερός του δεν τον ήθελε αρχικά για σύζυγο της κόρης του, Ουρανίας Μελαµπιανάκη, ωστόσο κλέφτηκαν και παντρεύτηκαν. Το 1963 ένα πρόβλημα υγείας έφερε τις δυο οικογένειες κοντά.
Στην έκδοση αυτή («Νίκος Ξυλορης… τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο», Εκδ. Μετρονόμος) μαθαίνουμε επίσης ότι ο Νίκος Ξυλούρης επέμενε να µπαίνει στη µiα πλευρά των δίσκων του ένα ριζίτικο τραγούδι, παρά το γεγονός ότι την εποχή εκείνη δεν ήταν δημοφιλή σε όλη την Κρήτη, αλλά μόνο στα Χανιά και σε κάποιες περιοχές του Ρεθύμνου. Επίσης, για πρώτη φορά έγραψε τέσσερις καινούργιες µελωδίες πάνω στον µαλεβιζιώτικο χορό και συνέβαλε αποφασιστικά στην ανανέωση του σολιστικού ρεπερτορίου της λύρας. Τέλος, έπαιξε ακόμη και συρτάκι με τη λύρα του!