Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μια 23χρονη φοιτήτρια αρχιτεκτονικής ξεκινάει από το σπίτι της στο Λονδίνο για να κάνει τον γύρο του κόσμου με μοτοσυκλέτα. Ήταν η εποχή που δεν υπήρχε δορυφορική πλοήγηση, ίντερνετ, κινητά τηλέφωνα και AirBnB. O δρόμος έμοιαζε με ανοιχτή, άγρια θάλασσα και η μηχανή με μια μικρή σχεδία. Το 2wo.gr παρουσιάζει την ιστορία της γυναίκας που τη δεκαετία του 1980 επιχείρησε κάτι παράτολμο, κάτι που μόνο απλή υπόθεση δεν έμοιαζε τότε.
H Elspeth Beard πλήρωσε 900 λίρες για ένα R60/6 του ’74 με 48.000 km -λίγο τσιμπημένη τιμή για το 1980. Εκείνη την εποχή ήταν στο τρίτο έτος των σπουδών της και δούλευε σερβιτόρα σε μια pub στο κεντρικό Λονδίνο. Από τη δουλειά της αποταμίευσε για το μεγάλο ταξίδι περίπου 2.000 λίρες, ενώ παράλληλα έκανε μόνη της ταξίδια σε Σκωτία, Ιρλανδία, κεντρική Ευρώπη και Κορσική (φορτώνοντας το κοντέρ του R60 με καμιά 15.000 εκδρομικά χιλιόμετρα μέσα σε δύο χρόνια) για να αποκτήσει την ανάλογη πείρα και αυτοπεποίθηση.
«Η αρχή έγινε στη Νέα Υόρκη. Η αερομεταφορά της μοτοσυκλέτας κόστισε 175 λίρες ενώ το εισιτήριό μου 99», αναφέρει η ίδια. Ξεκινώντας από το «Μεγάλο Μήλο» ταξίδεψε προς τον Καναδά, μετά νότια προς το Μεξικό και τέλος στο Los Angeles. Στο L.A. επιβιβάστηκε στο πλοίο που την οδήγησε στη Νέα Ζηλανδία και μετά στο Sydney της Αυστραλίας. Εκεί έμεινε 7 μήνες σε ένα γκαράζ (με 20 δολάρια την εβδομάδα) και δούλεψε σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο και δύο pubs, μαζεύοντας επαγγελματική πείρα αλλά και τα απαραίτητα χρήματα για τη συνέχιση του ταξιδιού της.
Παράλληλα, ξόδεψε αρκετές εβδομάδες φτιάχνοντας αλουμινένιες βαλίτσες και top case μόνη της, λίγο χοντροκομμένες αλλά απολύτως πρακτικές, όπως αναφέρει η ίδια. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στην Αυστραλία είχε το πρώτο της ατύχημα, κοντά στο Queensland. Κανένα σπασμένο κόκκαλο, μόνο μια διάσειση και δύο εβδομάδες στο νοσοκομείο με απώλεια μνήμης. Από εκεί τράβηξε βόρεια, προς την ανατολική πλευρά, μετά στο διάσημο outback, το Ayers Rock και τελικά το Perth όπου και έβαλε το BMW στο πλοίο για Σιγκαπούρη, ενώ η ίδια πήγε στην Ινδονησία όσο η μοτοσυκλέτα θα βρισκόταν εν πλω.
Στη Σιγκαπούρη η καταστροφή χτύπησε ξανά. Πολύτιμα αντικείμενα και έγγραφα, όπως το διαβατήριο, η ταξιδιωτική βίζα, η άδεια και η ασφάλεια του R60 κλάπηκαν και χρειάστηκαν έξι εβδομάδες για να προμηθευτεί καινούργια. Ύστερα από αυτήν την περιπέτεια ταξίδεψε στη Μαλαισία και την Ταϋλάνδη, την Μπανγκόγκ και το Chiang Mai.
Καθώς οι δρόμοι στην Ινδία (από την Burma) ήταν σε άσχημη κατάσταση, κατευθύνθηκε προς τα νότια για να πάει από το Penang στο Μadras, όπου και συνέβη το δεύτερο ατύχημα. Ένας σκύλος πήδηξε από την καρότσα ενός αγροτικού και έπεσε στη μπροστινή ρόδα της μοτοσυκλέτας. Το R60 χτύπησε ένα δέντρο και στη συνέχεια μπήκε στην αυλή ενός σπιτιού. Η Αγγλίδα για ακόμα μια φορά στάθηκε εξαιρετικά τυχερή. Με πολλές εκδορές, αλλά κανένα σπασμένο κόκκαλο, πέρασε αρκετές μέρες φιλοξενούμενη από την οικογένεια στην οποία ανήκε η αυλή που μπήκε κατά τη διάρκεια του ατυχήματος!
«Δεν μιλούσαν λέξη αγγλικά και εγώ δεν μιλούσα λέξη ταϋλανδέζικα. Συνεννοούμασταν με νοήματα!», λέει η ίδια. Η Beard επισκεύασε μόνη της τη μοτοσυκλέτα της και γρήγορα κατευθύνθηκε προς το Penang όπου και την έβαλε στο καράβι για το Madras. Από εκεί κατευθύνθηκε στην Καλκούτα και το Κατμαντού, όπου συνάντησε τους γονείς της οι οποίοι είχαν ταξιδέψει με αεροπλάνο από την Αγγλία για να τη συναντήσουν. Έμειναν έκπληκτοι με το πόσα κιλά είχε χάσει τα δύο αυτά χρόνια που ήταν… στον δρόμο. Στο Κατμαντού συναντάει έναν Ολλανδό ο οποίος ταξιδεύει και αυτός με ένα μπόξερ BMW και αποφασίζουν να επιστρέψουν παρέα προς την Ευρώπη.
Πολιτική, άδειες, διαβατήρια
Η άφιξη στην Ινδία έκρυβε έναν εφιάλτη, αφού το 1984 ο Χρυσός Ναός αποτέλεσε πεδίο σύγκρουσης μεταξύ της ινδικής κυβέρνησης και των Σιχιτών που ζητούσαν απόσχιση. Ο στρατός επενέβη και μέσα στον ναό σκοτώθηκαν πάνω από 500 άνθρωποι και η Indira Gandhi δολοφονήθηκε από τους σωματοφύλακές της. Ως αποτέλεσμα, η Ινδία έγινε ένα δύσκολο μέρος για τους ταξιδιώτες, αφού η χορήγηση ταξιδιωτικής βίζας γινόταν πολύ δύσκολα και αρκετοί ξένοι περίμεναν ολόκληρες εβδομάδες για να περάσουν σε άλλη χώρα-στην περίπτωση της Elspeth, το Πακιστάν.
Καθώς ο καιρός περνούσε, η υπομονή της εξαντλήθηκε, κινήθηκε προς τα σύνορα και με αρκετή δόση τύχης και τσαμπουκά-πλαστογραφώντας μια άδεια εξόδου από τη χώρα, πέρασε στο Πακιστάν. Αφού διέσχισε τις ερήμους και τα ψηλά βουνά της χώρας, η Αγγλίδα και ο Ολλανδός πέρασαν στο Ιράν του Χομεϊνί, όπου και τους δόθηκε ένα χρονικό περιθώριο επτά ημερών για να διασχίσουν τη χώρα-μπορεί να ήταν ημίτρελοι ταξιδιώτες που πάλευαν για τα βασικά κάθε λεπτό, αλλά για το κράτος παρέμεναν δυτικοί πολίτες.
Κατά την παραμονή της στη χώρα δεν έβγαζε το κράνος ούτε όταν περπατούσε στο δρόμο-όλοι νόμιζαν ότι οι ταξιδιώτες ήταν δύο άντρες. Η Beard έπασχε καιρό τώρα από ηπατίτιδα και με δυσκολία στεκόταν-πόσο μάλλον να καβαλήσει μηχανάκι, και σαν να μην έφτανε αυτό, ένα χτύπημα στην πίσω ρόδα έκανε το ταμπούρο και τον άξονα της μετάδοσης να μη λειτουργούν σωστά. Τελικά κατάφεραν να φτάσουν στα τουρκικά σύνορα λίγες ώρες πριν λήξει η βίζα.
Η Elspeth είχε πλέον φτάσει στα όριά της-σωματικά και ψυχικά, οπότε αποφάσισε να περάσει λίγο χρόνο στην ανατολική Τουρκία. Όταν έφυγε από την Αγγλία, ήταν μια υγιής γυναίκα που ζύγιζε 65 κιλά. Στην Τουρκία μετά βίας έφτανε τα 41! Αφού έκατσε όσο καιρό χρειαζόταν, πέρασε από την Τουρκία στην Ελλάδα, μετά την κεντρική Ευρώπη, διασχίζοντας ένα από τα πιο επικίνδυνα οδικά δίκτυα, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, γνωστό στους ταξιδιώτες της εποχής και ως «death route».
«Ήταν ένας ασφάλτινος δρόμος με μία λωρίδα ανά κατεύθυνση, χωρίς μπαριέρες στη μέση ή στο πλάι. Συνεχώς έπρεπε να αντιμετωπίσουμε φορτηγά τα οποία προσπαθούσαν να προσπεράσουν άλλα φορτηγά, καταλαμβάνοντας ολόκληρο το αντίθετο ρεύμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις παρκάραμε στο χώμα που υπήρχε στο πλάι του δρόμου και περιμέναμε να περάσουν».
Όταν έφτασε στο σπίτι της στο Λονδίνο ύστερα από σχεδόν τρία χρόνια στον δρόμο είχε διανύσει 56.000 χιλιόμετρα. Αφού ανάρρωσε, τελείωσε τις σπουδές της στην αρχιτεκτονική και «ξόδεψε» 7 χρόνια για να μεταμορφώσει έναν βικτοριανής εποχής πύργο του 1898 σε σπίτι-παράλληλα δούλευε full time και μεγάλωνε μόνη της ένα παιδί. Στη συνέχεια ίδρυσε δική της αρχιτεκτονική εταιρεία με την οποία κέρδισε πολυάριθμα βραβεία. Η δουλειά της έχει παρουσιαστεί σε πολλές εκπομπές και περιοδικά ενώ για το τριετές της ταξίδι έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον παραγωγοί του Χόλυγουντ.
Η Elspeth συνεχίζει να καβαλάει «μηχανάκια», χρησιμοποιώντας καθημερινά ένα R80GS Basic και ένα Yamaha Serow-για βόλτες στη βρετανική εξοχή, ενώ ταξιδεύει όσο πιο συχνά μπορεί -φυσικά οδικώς- σε Ευρώπη, Αφρική και Ασία. Το 2002 έκανε ξανά το γύρο του κόσμου, αυτήν τη φορά οδηγώντας ένα τζιπάκι-όχημα υποστήριξης για τον ημίτρελο ταξιδιώτη, επιστήθιο φίλο και κάτοχο ρεκόρ Γκίνες, Nick Sanders (τον τύπο που έχει κάνει 7 φορές τον γύρο του κόσμου, εκ των οποίων τις 4 με… Yamaha R1 και τη μία με Enfield Bullet 500) όταν πήρε 21 αναβάτες για να τους κάνει τον γύρο του κόσμου σε τρεις μήνες.
Η Elspeth βρέθηκε αρκετές φορές να οδηγεί για 18 ώρες και 1.500 χιλιόμετρα σερί, όταν κάποιοι αναβάτες είχαν μερικές «άτυχες στιγμές». Το καλοκαίρι του 2017 κυκλοφόρησε το βιβλίο της Lone Rider: Τhe First British Woman to Motorcycle Around the World, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει βγάλει δίπλωμα πιλότου πετώντας μονοκινητήρια αεροπλάνα με κάθε ευκαιρία.
Αναλυτικά η συνέντευξή της:
– Πώς ήταν τα ταξίδια κατά τη δεκαετία του 1980;
«Ο κόσμος φαινόταν πολύ μεγαλύτερος από ό,τι τώρα. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να συλλέξεις πληροφορίες για μια χώρα που ήθελες να επισκεφθείς. Ήταν σαν να πηγαίνεις στην άκρη του κόσμου. Είχα μερικούς χάρτες για κάποιες χώρες και για κάποιες άλλες δεν είχα καθόλου. Όταν οδηγούσα αισθανόμουν μεγάλη ασφάλεια. Ήμουν με δερμάτινα και full face κράνος, κανένας δεν καταλάβαινε (μάλλον δεν τους περνούσε καν από το μυαλό) ότι πάνω στη μοτοσυκλέτα ήταν μια γυναίκα μόνη της και όχι ένας άντρας.
Κανένας δεν αισθάνθηκε απειλή από εμένα, από ένα κορίτσι που ήταν μόνο του τόσο μακριά από το σπίτι του. Μπόρεσα και μπήκα σε σπίτια και οικογένειες στις οποίες δεν θα έμπαινε εύκολα ένας άντρας. Κανείς δεν φοβήθηκε μήπως είμαι ληστής, κλέφτης ή βιαστής. Όταν μπήκα στην Ευρώπη, ήταν ένα μεγάλο σοκ για εμένα.
Στις χώρες του τρίτου κόσμου οι άνθρωποι ήταν πιο χαλαροί και χαμογελαστοί, αν και οι περισσότεροι από αυτούς έμεναν στις λάσπες. Διασχίζοντας όμως τις ευρωπαϊκές χώρες, έμεινα έκπληκτη από το πόσο επιθετικοί και θλιμμένοι ήταν άνθρωποι χωρίς οικονομικά προβλήματα, μέσα σε Porsche και BMW, με ωραία σπίτια, οικογένειες και γειτονιές. Πίστευα ότι το ταξίδι στην Ευρώπη θα ήταν υπέροχο για εμένα, αλλά δεν συμπάθησα και τόσο τον δυτικό κόσμο κάνοντας την άμεση σύγκριση με τους ανθρώπους που είχα συναντήσει τους προηγούμενους μήνες».
– Ποια ήταν η αντίδραση των δικών σου όταν έμαθαν ότι θέλεις να κάνεις μόνη σου το γύρο του κόσμου με μοτοσυκλέτα;
«Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν το πώς και το γιατί. Όλοι μου οι φίλοι πίστευαν ότι έχω τρελαθεί και ότι θα επέστρεφα άρον άρον μετά από δύο-τρεις μήνες. Η μητέρα μου έκανε τα πάντα για να με αποτρέψει. Η τελευταία της προσπάθεια ήταν να μου πει ότι αν έφευγα θα με αποκλήρωνε».
– Πώς ήταν η επιστροφή στην «κανονικότητα»;
«Όταν επέστρεψα ήμουν δυστυχισμένη. Νομίζω έπεσα σε κατάθλιψη. Μου πήρε πάνω από ένα χρόνο για να ξεπεράσω αυτό το ταξίδι. Κάθε μέρα έλεγα “πρέπει να ξανακαβαλήσω το μηχανάκι μου και να ξαναπάω εκεί έξω, εγώ εκεί ανήκω”. Ήταν αρκετά δύσκολη η επιστροφή, δεν είχα κάποιον να μιλήσω και να αισθάνομαι ότι με καταλαβαίνει. Έλεγα σε φίλους μου ότι το μηχανάκι μου χάλασε στο Baluchistan και κατάφερα να το φτιάξω και πετώντας ένα “πωωω” έστρεφαν αλλού το βλέμμα τους, σαν να μου έλεγαν “παράτα μας, συζήτα κάτι πιο καθημερινό”.
Στον δρόμο κάθε μέρα είναι μια περιπέτεια, κάθε λεπτό προσπαθείς να επιβιώσεις και μετά έρχεσαι στο σπίτι και όλα είναι εκεί που πρέπει. Τα πάντα είναι εύκολα, αλλά τίποτα δεν είναι συναρπαστικό, καμία πρόκληση, τίποτα. Ήμουν μελαγχολική για ολόκληρους μήνες, ήταν εξαιρετικά δύσκολη η επιστροφή».
– Γιατί διάλεξες τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα;
«Διάλεξα τη σειρά R γιατί τo 80G/S είχε μόλις παρουσιαστεί και δεν υπήρχε κανένα μεταχειρισμένο. Ήξερα ότι ο μπόξερ κινητήρας της BMW ήταν τρομερά αξιόπιστος και εύκολα επισκευάσιμος. Η απλότητά του ακόμα με συναρπάζει, ενώ στις μεγάλες ευθείες χαμηλώνεις το βλέμμα και τον κοιτάζεις. Είναι πάντα εκεί, σαν να σου κρατάει παρέα στα δύσκολα, solo ταξίδια (γέλια)».
– Πώς ήταν η Ελλάδα τότε;
«Έφτασα στην Ελλάδα στις 11 Νοεμβρίου του 1984 από την Τουρκία και πέρασα το πρώτο βράδυ κάνοντας κάμπινγκ σε ένα πανέμορφο άλσος με ελιές. Θυμάμαι ότι κρυώναμε πολύ, αφού δεν είχαμε καλό χειμερινό εξοπλισμό μαζί μας. Ακολουθήσαμε μια παραλιακή διαδρομή για τη Θεσσαλονίκη και κατασκηνώσαμε σε μια λίμνη. Μετά διασχίσαμε την τότε Γιουγκοσλαβία.
Ήμουν στον δρόμο για περισσότερα από δύο χρόνια και ήθελα πάρα πολύ να πάω επιτέλους σπίτι μου για να μην ξαναπεράσω ακόμα ένα χειμώνα έξω, στο κρύο. Μείναμε στην Ελλάδα μόνο 3-4 μέρες, αλλά είχα επισκεφθεί τα ελληνικά νησιά το 1979 για περισσότερο από ένα μήνα. Κοιμόμουν στις παραλίες και έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από τότε.
– Πες μας λίγο για τις βαλίτσες που έφτιαξες μόνη σου…
«Είχα δεμένα backpack σε όλη την Αμερική και Αυστραλία. Κάποια στιγμή όμως θεώρησα καλύτερη ιδέα να φτιάξω αλουμινένιες βαλίτσες και μπαγκαζιέρα για να κλειδώνω τα πράγματα και να είναι πιο ασφαλή. Στο Sydney αγόρασα πιρτσιναδόρο και κάποια κομμάτια από λεπτό αλουμίνιο και έφτιαξα τις βαλίτσες μέσα σε μερικές εβδομάδες. Μπορεί από εμφάνιση να μην ήταν οι καλύτερες, αλλά ήταν τρομερά λειτουργικές».
– Τι συντήρηση έκανες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού;
«Ήμουν αρκετά καλή μηχανικός. Άλλαζα τα λάδια μόνη μου κάθε 5.000km, ανεξαρτήτως πού βρισκόμουν. Έδειχνα υπερβολική φροντίδα στη μοτοσυκλέτα μου, γιατί αυτή θα με επέστρεφε σπίτι μου. Πρόσεχα περισσότερο το μηχανάκι από τον εαυτό μου και προτιμούσα να βρω ένα χώρο να το παρκάρω με ασφάλεια παρά να βρω ένα κρεβάτι και ένα ζεστό ντους».
– Σε τι κατάσταση είναι τώρα; Το χρησιμοποιείς ακόμα;
«Ήταν παροπλισμένη για 18 χρόνια. Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν είναι μουσειακό έκθεμα, αλλά ένα δίκυκλο το οποίο μπορεί να μου χαρίσει και άλλες ωραίες στιγμές, της έβαλα νέα μπαταρία, άλλαξα τα λάδια, καθάρισα το καρμπιρατέρ και ύστερα από τρεις προσπάθειες πήρε μπροστά».
– Ύστερα από 35 χρόνια αποφάσισες να γράψεις κάτι για αυτό το ταξίδι…
«Πριν από δύο χρόνια ένας άνθρωπος από το Χόλυγουντ με πλησίασε, θέλοντας να αγοράσει τα δικαιώματα για μια ταινία σχετικά με το ταξίδι μου. Επειδή εγώ δεν είμαι καλή στο γράψιμο, ήρθα σε επικοινωνία με τον Robert Uhlig ο οποίος έγραψε το Long Way Round με τον Ewan McGregor και τον Charley Boorman. To βιβλίο μου κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2017».
– Τι σε δίδαξε το ταξίδι;
«Έμαθα ότι δεν υπάρχει πρόβλημα το οποίο δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις και ότι καμιά φορά είναι απαραίτητο να φτάσεις στα άκρα για να βρεις την εσωτερική δύναμη που κρύβεις. Το ταξίδι αυτό μου άλλαξε τον τρόπο σκέψης, το πώς αντιμετωπίζω τα πράγματα. Όταν ξεκίνησα ήμουν ένα κορίτσι 23 ετών που φοβόταν να υψώσει τη φωνή και το ανάστημά της. Όταν επέστρεψα ήμουν πιο ώριμη, ήξερα καλύτερα τον κόσμο, μα κυρίως τον εαυτό μου».
– Τι συμβουλή θα έδινες σε άλλους ταξιδιώτες;
«Ξεκίνα! Μη σχεδιάζεις πολλά. Όσο πιο πολύ σχεδιάζεις κάτι, τόσο θα συναντάς λόγους για να μην ξεκινήσεις. Όταν είσαι στον δρόμο και συνειδητοποιείς τι ζεις, τι απίστευτους ανθρώπους συναντάς, σε τι απίστευτα μέρη είσαι με τη μοτοσυκλέτα σου, όλοι οι φόβοι και οι ανησυχίες ξαφνικά… χάνονται στον αέρα».