Το τολμηρό εγχείρημα έλληνα ταξιδευτή, Κώστα Μητσάκη, παρά τις δυσκολίες και τα απρόοπτα έφτασε σε αίσιο τέλος. Η τελευταία ανταπόκριση του οδοιπορικού στα παράλια του Εύξεινου Πόντου και τις «χαμένες πατρίδες», περιλαμβάνει το πέρασμα από τη Βουλγαρία και τα πλείστα αξιοθέατα, συνδεδεμένα μέσα από την Ιστορία με τον Ελληνισμό. Ο ίδιος περιγράφει για το newsbeat.gr: «Μετά το πέρασμα της συνοριακής γραμμής, αναβάτης και παπί “βλέπαμε” πλέον Βουλγαρία. H επιθυμία μου να εξερευνήσω τη δυτική ακτογραμμή του Εύξεινου Πόντου και να βαδίσω πάνω στα χνάρια της τοπικής Ιστορίας ήταν το ίδιο μεγάλη, όσο και η αγωνία μου να φτάσω στο τέλος αυτού του ανατρεπτικού ταξιδιού. Ήδη στο κοντέρ του μαύρου Supra ήταν καταγεγραμμένα περί τα 6.000 χλμ. – υπολείπονταν 1.500 χλμ. ακόμα. Διατρέχοντας τα βουλγαρικά παράλια του Εύξεινου Πόντου θα «ανεφοδιαζόμουν» με παραστάσεις και εμπειρίες ενός γεωγραφικού χώρου τον οποίο οι αρχαίοι πρόγονοί μας αποίκισαν κατά τον Β΄ Ελληνικό Αποικισμό (8ο – 6ο αιώνα π. Χ.). Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η Μίλητος, η Ερέτρια, η Χαλκίδα και τα Μέγαρα ήταν οι πόλεις που είχαν πρωτοστατήσει στον Β’ Ελληνικό Αποικισμό. Από τις περίπου 100 αποικίες του Εύξεινου Πόντου, η Μίλητος ίδρυσε τουλάχιστον τις 60 (μεταξύ αυτών την Οδυσσό/Varna και την Απολλωνία/Sozopol), ενώ μόνο η Μεσημβρία/Nessebar ιδρύθηκε από τους Μεγαρείς. Και μπορεί η οδική αποστολή κατά μήκος των παρευξείνιων βουλγαρικών ακτών να φαινόταν γελοία (μιλάμε για μόλις 250 χλμ.), είχα ωστόσο να επισκεφθώ τέσσερεις σημαντικούς αστικούς προορισμούς (Varna, Nessebar, Burgas και Sozopol). Πλησιάζοντας τη Varna, δεκάδες πολυώροφες ξενοδοχειακές μονάδες άρχισαν να δέσποζαν κατά μήκος της βουλγαρικής ακτογραμμής. Βρισκόμουν στα όρια της «Χρυσής Ακτής», της πιο τουριστικοποιημένης παραθαλάσσιας περιοχής της Βουλγαρίας. Προορισμός μου ωστόσο δεν ήταν η «Χρυσή Ακτή», αλλά το κέντρο της Varna, της τρίτης σε μέγεθος πόλης της Βουλγαρίας, που αποτελεί την οικιστική και ιστορική συνέχεια της αρχαίας Οδυσσού. Παρά τους πάμπολλους κατακτητές που την άλωσαν και τα ονόματα που άλλαξε (Οδυσσός, Τιβεριούπολις, Ειρηνούπολις, Βάρνα, Στάλιν), η Οδυσσός συνέχισε αδιάλειπτα ως και σήμερα την διαδρομή της μέσα στον χρόνο και την Ιστορία. Ο Καθεδρικός Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, οι ρωμαϊκές Θέρμες, το Ναυτικό Μουσείο και το εκπληκτικό μπαρόκ κτήριο της Όπερας μονοπώλησαν το ενδιαφέρον μου, ενώ αρκετά χαλαρωτικός ήταν ο περίπατος που έκανα στο εκτεταμένο παραθαλάσσιο πάρκο Primorski Park. Επόμενη στάση έκανα στην παραθαλάσσια κωμόπολη Nessebar (την αρχαία Μεσημβρία). Κτισμένη πάνω σ’ ένα βραχώδες νησάκι, η Nessebar συνδέεται με την απέναντι ακτή χάρη σε μια στενή λωρίδα γης μήκους 300 μ. Με μια πρώτη ματιά, η Nessebar μού θύμισε αρκετά τη Μονεμβασία -σε μικρογραφία φυσικά- και αναπόφευκτα κέρδισε τον θαυμασμό μου χάρη στην γοητεία της παλιάς γραφικής πόλης, τις αμμώδεις παραλίες και τις μεσαιωνικές εκκλησίες της. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, μέσα στα τείχη της Nessebar υπήρχαν περισσότερες από σαράντα εκκλησίες. Σήμερα, μόλις 10 έχουν διασωθεί, με σημαντικότερες την εκκλησία του Ιησού του Παντοκράτορα (14ου αιώνα), την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή (10ου αιώνα), την παλιά Μητρόπολη που ήταν αφιερωμένη στην Αγία Σοφία (6ου αιώνα) και την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου (10ου-12ου αιώνα). Πρόκειται για λαμπρούς θησαυρούς θρησκευτικής αρχιτεκτονικής, που δικαιολογημένα ώθησαν την UNESCO να συμπεριλάβει από το 1983 την Nessebar στον κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η Burgas, η γενέτειρα του ποιητή Κώστα Βάρναλη (ο πατέρας του καταγόταν από την Varna, εξ’ ου και το επίθετό του), ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα από ψαράδες της κοντινής αρχαίας Αγχιάλου, οι οποίοι έκτισαν ένα μικρό οικισμό στη θέση όπου υψωνόταν ένας παλιός βυζαντινός πύργος. Μπορεί η Burgas να μην με συγκίνησε ιδιαίτερα, αυτό όμως που με εντυπωσίασε ήταν το γεγονός ότι η πόλη, ως τις αρχές του 20ου αιώνα, φιλοξενούσε χιλιάδες Έλληνες, το 1906 υπήρχαν εδώ περίπου 10.000 Έλληνες, σε σύνολο 30.000 κατοίκων. Δυστυχώς, μέχρι το 1925, οι Έλληνες του Πύργου υποχρεώθηκαν σταδιακά -όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες της βουλγαρικής επικράτειας- να πάρουν τον πικρό δρόμο της προσφυγιάς για την Ελλάδα, στα πλαίσια της Συνθήκης του Νεϊγύ. Ο επίλογος του βουλγάρικου παρευξείνιου οδοιπορικού γράφτηκε στα λιθόστρωτα καλντερίμια της κοντινής Sozopol (Σωζόπολη), της αρχαίας Απολλωνίας, η οποία υπήρξε ο μεγάλος αντίπαλος και ανταγωνιστής της αρχαίας Μεσημβρίας. Κτισμένος πάνω στα περιορισμένα όρια μιας στενόμακρης χερσονήσου, ο διατηρητέος οικισμός της Sozopol αποτελεί σημείο αναφοράς για την πλούσια πολιτιστική-θρησκευτική του παράδοση και ηγείται σήμερα της τοπικής τουριστικής βιομηχανίας.
Μονή της Παναγίας Σουμελά, Καστανιά Ημαθίας. Τρεις μέρες μετά…
Είχε περάσει ακριβώς ένας μήνας από το ξεκίνημα του παρευξείνιου οδοιπορικού και το μαύρο Honda Supra σταματούσε στον προαύλιο χώρο του μοναστικού συγκροτήματος. Κρατώντας στα χέρια ένα μπουκάλι κρασί -δώρο του Συλλόγου Ελλήνων της Μόσχας στην Παναγιά τους- προχώρησα στα ενδότερα για να συναντήσω τον υπεύθυνο ιερέα της μονής. Αφού του παρέδωσα συγκινημένος το αφιέρωμα των Ελλήνων Μοσχοβιτών, η άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχαμε, αποτέλεσε για μένα ένα αλησμόνητο μάθημα εθνικής Ιστορίας: “Εδώ, στους πρόποδες του Βερμίου, επανιδρύθηκε το 1953 από τους ξεριζωμένους Πόντιους το νέο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Σκοπός μας ήταν η ανέγερση ενός προσκυνήματος που θα αποτελούσε το θρησκευτικό σύμβολο και τον πνευματικό φάρο των απανταχού Ελληνοποντίων… Τα ιερά κειμήλια και η πρωτότυπη εικόνα της Παναγίας Σουμελά βρίσκονται εδώ στην ανιστορημένη Μονή, η οποία συνεχίζει τη μακραίωνη θρησκευτική παράδοση της Κυράς του Πόντου… Κάθε χρόνο, χιλιάδες Ελληνοπόντιοι -κι όχι μόνο- έρχονται εδώ για να βιώσουν την κατανυκτική ατμόσφαιρα του χώρου και να θαυμάσουν τους εξαίσιους θρησκευτικούς θησαυρούς της μονής. Εκτός όμως από το ιερό προσκύνημα στην Παναγία, η προσέλευση των Ελληνοποντίων συνιστά ταυτόχρονα και την οφειλόμενη απόδοση τιμής στην ιστορική τους μνήμη. Γιατί ξέρουμε πως οι πατρίδες, όμοια με τους ανθρώπους, πεθαίνουν όταν αρχίζουμε να τις ξεχνάμε…”» Θανάσης Χούντρας