Ο Κωνσταντίνος Μητσάκης υποχρεώθηκε να διακόψει το οδοιπορικό του και να επιστρέψει εσπευσμένα στην Αθήνα εξαιτίας σοβαρού οικογενειακού προβλήματος που αντιμετώπισε.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο υπολειπόμενος χρόνος να μην του επιτρέπει να συνεχίσει το ταξίδι του μέχρι την Ιαπωνία. Ωστόσο ο πολύπειρος οδοιπόρος, δεν πτοήθηκε και απλά έκανε αλλαγή σχεδίων.
Έτσι, ξεκίνησε ένα οδοιπορικό «Μνήμης» από την Αθήνα μέχρι τη Μόσχα, αφιερωμένο στον Ποντιακό Ελληνισμό. Ο Μητσάκης βρίσκεται ήδη καθοδόν, και στέλνει την πρώτη του ανταπόκριση.
«Η αρχή έγινε το 2012 με την Καππαδοκία των βράχων, το 2014 προέκυψε η μυστηριακή Ινδία και τώρα έχει σειρά η κόκκινη Μόσχα, όπου και κατευθύνομαι οδηγώντας ένα ακούραστο παπί HONDA Supra-X 125 Helmin. Άλλο ένα δίτροχο ανατρεπτικό ταξίδι έχει μόλις αρχίσει.
Θέλοντας για ακόμα μια φορά να μετουσιώσω μια τολμηρή ταξιδιωτική φαντασίωση σε πραγματική ιστορία ζωής, αποφάσισα να (ξανά) απαρνηθώ τα τετραψήφια κυβικά της μοτοσυκλέτας μου και να πραγματοποιήσω με μόλις 125 κυβικά ένα οδοιπορικό μνήμης αφιερωμένο στον Ποντιακό Ελληνισμό.
Κρατώντας σταθερά το τιμόνι του μαύρου παπιού, ξεκίνησα ένα ταξίδι 7.500 χλμ. σε πατρίδες που μπορεί να είναι πια σβησμένες από τους χάρτες, αλλά παραμένουν τόσο ζωντανές μέσα στις καρδιές πολλών Ελλήνων.
Πεδίο ταξιδιωτικής δράσης έγιναν οι περιοχές του Εύξεινου Πόντου, όπου αναπτύχθηκε από αρχαιοτάτων χρόνων ένα από τα πιο μακρινά αλλά ιδιαίτερα συμπαγή κομμάτια του ελληνισμού.
Με σημείο αναφοράς την Μονή Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα, βορειότερη γεωγραφική συντεταγμένη την Μόσχα και τερματισμό στην Μονή Παναγίας Σουμελά της Βέροιας, σκοπός μου ήταν να καταγράψω τις όποιες εναπομείνασες μαρτυρίες της μακραίωνης ελληνικής-ποντιακής παρουσίας μπορούσα να «ανιχνεύσω» στις έξι παρευξείνιες χώρες του οδοιπορικού (Τουρκία, Γεωργία, Ρωσία, Ουκρανία, Ρουμανία, Βουλγαρία).
Τελευταίες μέρες του Ιούνη στο μικρασιατικό τουριστικό θέρετρο Τσεσμέ, την παραθαλάσσια πύλη εισόδου μου στην Τουρκία – είχαν περάσει μόλις δυο εικοσιτετράωρα μετά το πολύνεκρο τρομοκρατικό κτύπημα στο αεροδρόμιο «Ατατούρκ» της Κωνσταντινούπολης.
Έχοντας ξεμπερδέψει με τις συνοριακές διατυπώσεις, ανέβηκα στην σέλα του μαύρου παπιού έτοιμος να ξεκινήσω το πολυπόθητο «σεργιάνι» μνήμης. Πριν ο αυτοκινητόδρομος Τσεσμέ – Ουσάκ – Αφιόν – Άγκυρα αναλάβει να οδηγήσει το δίτροχο θηρίο των… 9,2 ίππων ανατολικά προς την ενδοχώρα της Τουρκίας, έριξα μια τελευταία, κλεφτή ματιά στο Αιγαίο μας – είχα τόσο ανάγκη να κλείσω στα εσώψυχά μου λίγο από το βαθύ γαλάζιο της ζωής μου.
Μετά από 10 ώρες στην σέλα του Supra και περίπου 610 χλμ. μακριά από την αιγαιοπελαγίτικη ακτογραμμή, η δύση του ηλίου με βρήκε στην πόλη Πολάτλι / Polatli (μόλις 75 χλμ. δυτικά της Άγκυρας), όπου και διανυκτέρευσα.
Είναι αλήθεια ότι το πρόγραμμα της πρώτης μέρας ήταν αρκετά φορτωμένο σε χιλιόμετρα. Όμως, έχοντας ξεκούραστο το κορμί και τεράστια όρεξη για χιλιόμετρα, δεν κουράστηκα ιδιαίτερα, όπως ίσως να περίμενα…
Αλλά και το μαύρο Supra, ταξιδεύοντας σταθερά με 80-90 χλμ./ώρα, δεν παρουσίασε κανένα «σημάδι κόπωσης», ενώ στα υπέρ του συγκαταλεγόταν και η μεγάλη αυτονομία του (220-230 χλμ.)..
Την επομένη, προσπερνώντας τάχιστα –μέσω της περιφερειακής οδού– την πρωτεύουσα της Τουρκίας, προσέγγισα την πόλη Αμάσεια (Amasya), που βρίσκεται στο γεωγραφικό διαμέρισμα του Πόντου.
Η απόσταση των 370 χλμ., αν μη τι άλλο, αποδείχθηκε γελοία για τις… ταξιδιωτικές δυνατότητες του παπιού, που κατάπινε αγόγγυστα τα χιλιόμετρα της διαδρομής. Χρειάστηκα μόλις 5 ώρες οδήγησης για να αντικρίσω τα πρώτα σπίτια της Αμάσειας, ενώ μεγάλη ήταν η βοήθεια που πρόσφερε ο καινούριος αυτοκινητόδρομος Άγκυρα – Σαμψούντα.
Με το παπί να «κοιμάται» στο παρκινγκ του ξενοδοχείου, για τις δυο επόμενες μέρες ξεχύθηκα γεμάτος λαχτάρα και ανυπομονησία να εξερευνήσω πεζός την πόλη-ορόσημο του Πόντου, που διαρρέει ο ποταμός Ίρι.
Διαθέτοντας τα περισσότερα αρχαία μνημεία στην περιοχή του Πόντου, η πατρίδα του αρχαίου γεωγράφου Στράβωνα διατέλεσε μέχρι το 183 π. Χ. την πρωτεύουσα του βασιλείου του Πόντου (των Μιθριδατών).
Οι λαξευτοί τάφοι των Μιθριδατών (Πόντιων Βασιλέων) που χρονολογούνται από το 333 π. Χ. – 44 π. Χ., το τέμενος Σουλτάν Βαγιαζήτ (1481), η Γαλάζια Θεολογική Σχολή (13ου αιώνα), το Αρχαιολογικό Μουσείο, η οθωμανικής αρχιτεκτονικής έπαυλη «Χαζερανλάρ» (1865) και το φρούριο της πόλης (κτισμένο από την εποχή των Χετταίων), φρόντισαν να μου ξετυλίξουν το κουβάρι της τοπικής Ιστορίας.
Κι όσον αφορά την ελληνική παρουσία στην πρώτη πρωτεύουσα του βασιλείου του Πόντου, ήταν αρκετά έντονη μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Την εποχή εκείνη, οι Έλληνες της περιοχής ήταν περισσότεροι από 155.000, υπήρχαν 392 εκκλησίες, περίπου 325 σχολεία και η Αμάσεια ήταν έδρα Μητρόπολης.
Δυστυχώς, μέσα σε δυο μόλις χρόνια (1921-1923), οι Νεότουρκοι φρόντισαν ώστε ο ποντιακός ελληνισμός της Αμάσειας να ξεριζωθεί για πάντα».
Θανάσης Χούντρας