Το ταξίδι του Κώστα Μητσάκη βρίσκεται ήδη στο δεύτερο μισό της διαδρομής που έχει σχεδιάσει. Μετά από κάποια απρόοπτα, το ιδιαίτερο οδοιπορικό με παπί στις ξεχασμένες πατρίδες του Εύξεινου Πόντου, αφήνει τα ίχνη του στα δυτικά παράλια του ιστορικά φορτισμένου τόπου. Ενώ η επιστροφή στα πάτρια εδάφη είναι πλέον ορατή, ο ίδιος αφηγείται για το newsbeast.gr… «Η Οδησσός (Odessa) της Φιλικής Εταιρίας αποτελούσε την άτυπη αφετηρία απ’ όπου θα ξεκινούσα την εξερεύνηση της δυτικής ακτογραμμής του Εύξεινου Πόντου. Έτσι, μετά την Οδησσό, επόμενος προορισμός του Honda Supra ήταν η πόλη Galati, η συνοριακή πύλη της Ρουμανίας με την Ουκρανία. Τώρα, πώς βρέθηκα όμως εκτός διαδρομής στην Μολδαβία, και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Chisinau, αυτό είναι ένα καλό ερώτημα, στο οποίο θα σας απαντήσω αμέσως. Λόγω της άσχημης κατάστασης του οδικού άξονα Odessa-Galati (320 χλμ.), όλοι με προέτρεψαν να ακολουθήσω το δρομολόγιο Odessa-Chisinau-Galati (420 χλμ). Η συγκεκριμένη διαδρομή, αν και μεγαλύτερη σε απόσταση, ήταν αρκετά πιο φιλική με τις αναρτήσεις των οχημάτων, μιας και είχε σχετικά “φρέσκια” άσφαλτο. Κι επειδή τα είχα «δει όλα» με τους κακοτράχαλους δρόμους της Ουκρανίας, δεν χρειάστηκε να το πολυσκεφτώ. Αλλαγή ρότας λοιπόν για Μολδαβία, με μια ενδιάμεση διανυκτέρευση στην πρωτεύουσα της λιλιπούτειας χώρας, ήταν άλλωστε και μια καλή ευκαιρία να επισκεφτώ αυτό το μικρό κρατίδιο της Ανατολικής Ευρώπης, που “ξεφύτρωσε” το 1991 ανάμεσα στην Ουκρανία και την Ρουμανία. Ο οδικός άξονας που ακολούθησα από την Οδησσό ως τα σύνορα της Μολδαβίας, μόλις εγκατέλειψε την αστική πραγματικότητα του ουκρανικού λιμανιού, άφησε πίσω του και το θαλάσσιο ορίζοντα του Εύξεινου Πόντου. Ενώ μετά τα σύνορα, καθοδόν για την πρωτεύουσα Chisinau, βρέθηκα να διασχίζω επίπεδες και λοφώδεις καλλιεργήσιμες εκτάσεις όπου δέσποζαν μικρά χωριουδάκια χωριά “τυλιγμένα” με την γαλήνια απομόνωση και την ομορφιά της τοπικής φύσης. Στο ταξίδι της ασφάλτινης λωρίδας μέσα στη μολδαβική γη, ο φωτογραφικός φακός εστίασε πάνω σε ξύλινα ιππήλατα κάρα που μετέφεραν ανθρώπους και αγαθά, σε χαμογελαστές παιδικές φυσιογνωμίες που με καλωσόριζαν στο δικό τους μικρόκοσμο, σε ηλικιωμένες μαντηλοφορεμένες αγρότισσες, σε ξύλινα αγροτόσπιτα και σε σπάνιες βουκολικές σκηνές. Αδελφοποιημένη πόλη με την Πάτρα, η πρωτεύουσα Chisinau των 750.000 κατοίκων δεν διεκδικούσε τουριστικές δάφνες και τίτλους, καθώς διέθετε ελάχιστα μνημειακά αξιοθέατα. Παρόλο αυτά, δεν της γύρισα την πλάτη και επισκέφθηκα το Προεδρικό Μέγαρο, τη Βουλή, την Αψίδα του Θριάμβου και τον Καθεδρικό ναό, ενώ στην υπαίθρια αγορά της πόλης βρέθηκα μέσα σ’ έναν πολύβουο χώρο που έσφυζε από ζωντάνια και ποικιλία παραστάσεων… Μετά τη μικρή παρένθεση της Μολδαβίας, το παρευξείνιο οδοιπορικό μπήκε ξανά στην τροχιά του όταν το μαύρο παπί έφτασε εκείνο το ζεστό μεσημέρι στην Galati, μια μεγάλη πινακίδα στην είσοδο της παρόχθιας πόλης του Δούναβη μού γνωστοποίησε πως η συνοριακή πόλη της Ρουμανίας είναι αδελφοποιημένη με τον Πειραιά. Στην Galati, το μενού πρόσταζε για στάση δροσιάς για τον αναβάτη, αλλαγή λαδιών για το ακούραστο Supra και συνέχεια του ταξιδιού για την πόλη-λιμάνι της Κωστάντζα (Constanta)… Φτάνοντας στο βασικότερο εμπορικό λιμάνι της Ρουμανίας, έμελλε να κάνω τον πλοηγό σ’ ένα ζευγάρι φιλανδών μοτοσυκλετιστών με μια YAMAHA XTZ 1200, που έτυχε να συναντηθούμε στην είσοδο της πόλης. Η βλάβη που είχαν στο GPS στάθηκε η αφορμή να μπω μπροστά και να οδηγήσω τον Jouni και την Heli τάχιστα στο ξενοδοχείο τους, στην περιοχή της παραλίας Mamaia. Η επιθυμία μου να εξερευνήσω τη δυτική ακτογραμμή του Εύξεινου Πόντου και να βαδίσω στα χνάρια της τοπικής ιστορίας ήταν εκείνη που μ’ είχε σπρώξει το επόμενο πρωινό να «βουτήξω» μέσα στις σελίδες του ταξιδιωτικού οδηγού, προκειμένου να ενημερωθώ για το αρχαιοελληνικό παρελθόν των δυτικών ακτών του Εύξεινου Πόντου. Η Κωνστάντζα ιδρύθηκε από τους Μιλήσιους την περίοδο του Β΄ Ελληνικού αποικισμού (ονομαζόταν αρχικά Τόμις), ενώ το σημερινό της όνομα πιθανότατα προέρχεται από παραφθορά της βυζαντινής ονομασίας «Κωνσταντιανή», που δόθηκε στην πόλη προς τιμή της Κωνσταντίας, της αδελφής του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ανέκαθεν η Κωνστάντζα διατηρούσε ένα συμπαγή ελληνικό πληθυσμό. Στα τέλη του 19ου αιώνα, από τους 10.420 κατοίκους της πόλης, περίπου 2.416 ήταν Έλληνες. Από το 1906 και μέχρι τα πρώτα μεσοπολεμικά χρόνια, ο πληθυσμός της Κωνστάντζα ενισχύθηκε με πολλούς Έλληνες από τις ελληνικές παροικίες στα βουλγαρικά παράλια της Μαύρης θάλασσας (Αγχίαλο, Μεσημβρία, Σωζόπολη), που κατέφυγαν εδώ εξαιτίας των βουλγαρικών διωγμών. Το 1928, σε πληθυσμό 41.000 κατοίκων, οι Έλληνες στην Κωνστάντζα έφταναν τα 3.130 άτομα και αποτελούσαν τη δεύτερη κοινότητα της πόλης-σήμερα το ελληνικό στοιχείο της πόλης υπολογίζεται σε περίπου 1.500 άτομα. Με σημείο εκκίνησης την πλατεία Piata Ovidiu, στην καρδιά της παλαιάς πόλης, παρέα με το με τον Jouni και την Heli περιηγηθήκαμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στο εκπληκτικό (αλλά δυστυχώς εγκαταλειμμένο) art deco καζίνο στην περιοχή του παραλιακού πεζόδρομου και στο ιστορικό μνημείο Tropaeum Traiani Monument. Το ίδιο βράδυ, ταξινομώντας με τους Φιλανδούς τις παραστάσεις που μάς είχε προσφέρει η Κωνστάντζα, αναπόφευκτα είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση της παρουσίας μου στη Ρουμανία. Το παρευξείνιο οδοιπορικό είχε μπει στην τελική ευθεία, πράγμα που το επιβεβαίωναν άλλωστε και οι γεωγραφικές συντεταγμένες του χώρου: αρκετά πίσω μου βρίσκονταν η Ρωσία και η Ουκρανία, ακριβώς μπροστά μου η Ρουμανία και λίγο πιο μακριά η Βουλγαρία…» Θανάσης Χούντρας