Διαρκείς εκπλήξεις επιφυλάσσει το ταξίδι του Κώστα Μητσάκη κατά το οδοιπορικό του στις πατρίδες του Εύξεινου Πόντου. Αυτή τη φορά ήταν η κακοκαιρία που έφερε αλλαγή σχεδίων, όμως η ανταμοιβή ήρθε αργότερα, με την άφιξη στη Μόσχα. Ο ίδιος αφηγείται στο newsbeast.gr… «Δεν χωρά αμφιβολία πως τα απρόοπτα -δεν μιλάμε φυσικά για τα δυσάρεστα- αποτελούν το “αλατοπίπερο” σ’ ένα ταξίδι. Στη δική μου περίπτωση, οι καταρρακτώδεις βροχές των τελευταίων ημερών είχαν ως αποτέλεσμα να καταστραφεί μεγάλο μέρος του ορεινού δικτύου που συνέδεε την Γεωργία με την Ρωσία στην περιοχή του Καυκάσου και να διακοπεί προσωρινά η οδική επικοινωνία μεταξύ των δυο χωρών. Η μόνη λύση να συνεχίσω με το μαύρο Supra το παρευξείνιο οδοιπορικό μου και να περάσω στην Ρωσία, ήταν το μικρό πλοιάριο που εκτελούσε το δρομολόγιο Batumi-Soshi. Παραπλέοντας τις ακτές της Αμπχαζίας (πρώην επαρχία της Γεωργίας που αποσχίστηκε και προσπαθεί τώρα να γίνει ανεξάρτητο κράτος – με τις ευλογίες της Ρωσίας). Έτσι, μετά από ένα 18ωρο εφιαλτικό ταξίδι πάνω στο μικρό πλεούμενο (οι συνθήκες εν πλω ήταν επιεικώς απαράδεκτες), μοτοσυκλέτα και αναβάτης αποβιβαστήκαμε ανακουφισμένοι στη μεγαλύτερη χώρα του κόσμου, πατρίδα του Λένιν, του Στάλιν, του Ντοστογιέφσκι και της… βότκας. Μετά τις συνοριακές διαδικασίες που διήρκησαν περίπου μισή ώρα, πρώτη μου μέριμνα ήταν να μετατρέψω κάποια ευρώ σε ρούβλια, ενώ στη συνέχεια αναζήτησα στέγη στην παραθαλάσσια πόλη της νότιας Ρωσίας. Με τα καινούρια δεδομένα όμως, αναγκάστηκα να ανοίξω και πάλι τους χάρτες, προκειμένου να επαναπροσδιορίσω την πορεία του ταξιδιού μου μέχρι την Μόσχα. Τρία μεγάλα αστικά κέντρα (Krasnodar, Rostov-na-Don, Voronez) και περίπου 1.300 χλμ. πορείας θα αποτελούσαν τις νέες παραμέτρους της διαδρομής μου επί ρωσικού εδάφους, καθοδόν για τη μοσχοβίτικη πρωτεύουσα. Υπολόγιζα να φτάσω εκεί μετά από 3-4 μέρες πορείας. Με την -όχι και τόσο καλή- ασφάλτινη λωρίδα να κατευθύνεται πλέον βόρεια, μέρα με την ημέρα έμπαινα πιο βαθιά μέσα στην καρδιά της χώρας. Το τοπίο που σταδιακά γινόταν όλο και πιο επίπεδο, μ’ είχε “τραβήξει” από την πρώτη κιόλας στιγμή με την απεραντοσύνη, τη φιλικότητα και τη σιωπή του, ενώ πάμπολλοι μικροί αγροτικοί οικισμοί με ταπεινές ξύλινες κατοικίες άρχιζαν να παρεμβάλλονται στη διαδρομή. Κι όσον αφορά τις πόλεις, αυτές δεν ξέφευγαν από την χαρακτηριστική ρωσική-σοβιετική αρχιτεκτονική σχεδίαση, η οποία ποτέ δεν με ενθουσίαζε ιδιαίτερα. Με τον Σεργκέι ανταμώσαμε τυχαία στο κέντρο της Voronez. Εγώ τον ρώτησα για ξενοδοχείο, αυτός μου πρόσφερε το σπίτι του, δεν είπα φυσικά όχι. Συνομήλικός μου, ο Σεργκέι αποδείχτηκε -μεταξύ άλλων- καλός γνώστης των πολιτικών καταστάσεων της χώρας του, με δυνατές αναμνήσεις από τα τελευταία χρόνια του σοβιετικού καθεστώτος. Ενώ σχετικά με τη νέα Ρωσία του Πούτιν, ο οικοδεσπότης μου ήταν αρκετά αισιόδοξος: “Στην αυγή του 21ου αιώνα, η πατρίδα μου επιδιώκει να πετύχει -και εν μέρει το έχει πραγματοποιήσει- μια πιο σταθερή και πολυδιάστατη οικονομική ανάπτυξη, πράγμα που θα της επιτρέψει να αναλάβει ξανά ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Η αρχή έγινε με την στρατιωτική παρουσία μας στη Συρία…” Ότι δεν κατάφερε ο Μέγας Ναπολέων και ο Χίτλερ με τον πολυάριθμο στρατό τους, το κατάφερα εγώ τελικά με το μικρό HONDA Supra. Μπήκα στη Μόσχα νικητής και αφού έφτασα κατευθείαν στην Κόκκινη Πλατεία, βροντοφώναξα με περίσσιο ενθουσιασμό: “Σύντροφε Πούτιν, η πόλις σου εάλω!” Για τις 3 επόμενες μέρες, κάτω από έναν καυτό ήλιο που άγγιζε του 32ο βαθμούς Κελσίου (είχα “φέρει” το καλοκαίρι της Ελλάδας στην καρδιά της Ρωσίας), προσπάθησα να βολέψω όλες τις υποχρεώσεις και τις επιθυμίες μου. Η Κόκκινη Πλατεία, το Κρεμλίνο, ο Καθεδρικός Nαός, το Θέατρο Μπολσόι και το κτίριο του Πανεπιστημίου υπήρξαν τα κυριότερα μνημειακά αξιοθέατα της μητρόπολης του ποταμού Μόσκοβα, που πρόλαβα να επισκεφθώ. Κάπου στο κέντρο της πόλης, με περίμεναν επίσης και οι εκπρόσωποι του Συλλόγου Ελλήνων της Μόσχας. Πρωτοστατούντος του προέδρου κ. Αρχιμήδη Σαχμπάζωφ, η υποδοχή και ο εναγκαλισμός που έτυχα από τους ομογενείς της ρωσικής πρωτεύουσας με συγκίνησε αφάνταστα. Ο Σύλλογος Ελλήνων της Μόσχας ιδρύθηκε στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1950, κυρίως από Έλληνες ποντιακής καταγωγής που έμεναν στην Μόσχα. Το 1991, ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στην γειτονική Γεωργία στάθηκε η αιτία, χιλιάδες Έλληνες να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους και να εγκατασταθούν τόσο στην Κριμαία, όσο και στη Μόσχα, όπου κι ενσωματώθηκαν στην μεγάλη ελληνική οικογένεια της Ρωσίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς διέμεναν στην περιοχή της Τσάκλα από τις αρχές του 20ου αιώνα και είχαν έρθει από τις τουρκικές περιοχές του Πόντου, για να γλυτώσουν από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Κεμάλ Ατατούρκ. Αριθμώντας σήμερα περίπου 5.000 μέλη, η αρκετά δραστήρια ελληνική κοινότητα της ρωσικής πρωτεύουσας ευελπιστεί και προσπαθεί να παραμείνει ο φάρος του ελληνικού πολιτισμού στην Ρωσία. Περίπου 150 ελληνόπουλα φοιτούν στο σχολείο της κοινότητας, ενώ ελληνικές μουσικές και χορευτικές παραστάσεις, θεατρικά δρώμενα, φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου και εκθέσεις βιβλίου οργανώνονται κάθε χρόνο από τους ομογενείς μας. Κι αφού παρέλαβα από τον κ. Αρχιμήδη Σαχμπάζωφ κάποια συμβολικά δώρα του συλλόγου, ευχήθηκα ολόθερμα στους Έλληνες της Μόσχας καλή δύναμη στο αξιέπαινο έργο τους και συνέχισα απτόητος με το μαύρο παπί το οδοιπορικό στην Ιστορία του ποντιακού ελληνισμού. Επόμενος σταθμός η γειτονική Ουκρανία…» Θανάσης Χούντρας