«Κραυγές και ψίθυροι»». Τίτλος κινηματογραφικός ενός προγράμματος ακουστικού, απαλλαγμένου από την πολυτέλεια και τη θολούρα του ηλεκτρισμού. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου δεν το συνηθίζει. Όμως, «συχνά η εσωτερική ένταση είναι πιο ηχηρή από τα μεγάφωνα», λέει. Τώρα εμφανίζεται στο θεσσαλονικιώτικο Stage. Αρχές Δεκεμβρίου κατεβαίνει στο «Πορτοκάλι» της Ιεράς Οδού. «Δεν θα τραγουδάμε με τον Μητροπάνο όπως έλεγαν», επισημαίνει. «Θα μας χωρίζει όμως μια μεσοτοιχία», λέει σε συνέντευξή του στη Real News.
Ακολουθούν μερικές από τις απαντήσεις του…
– Τι είναι εκείνο που σε κράτησε τόσα χρόνια δημοφιλή;
Δεν τραγουδώ για να βγάλω λεφτά. Εκφράζομαι ακόμα ευτυχώς. Μου είναι αδύνατο να αυτοσυνταξιοδοτηθώ.
– Ο Έλληνας είναι ροκ;
Νομίζω ναι. Διέπεται από μία ελευθερία ακατάσχετη τις περισσότερες φορές. Κάνει ο,τι του γουστάρει περισσότερο από άλλους λαούς που είναι πιστοί στις επιταγές των από πάνω. Από την άλλη παρασύρεται, κοροϊδεύεται εύκολα.
– Ο σύγχρονος λαϊκός τραγουδιστής μπορεί να είναι αυθεντικός;
Όπως διαπιστώνεις, κρατάμε ακόμα τους παλιούς σαν τον Μητροπάνο. Όμως καλό είναι να μην χωρίζουμε σε είδη. Όταν είχε βγει ο «Κουρσάρος» ξέρεις ποιο ήταν το αντίπαλο σουξέ της εποχής; Το «Σ’ αγαπάω μ’ ακούς» του Σαλαμπάση. Εκείνο ήταν και τυπικά λαϊκό. Αλλά και ο «Κουρσάρος» λαϊκός έγινε. Γιατί τον άκουγε όλος ο κόσμος. «Λαϊκό» σημαίνει να έχει πλατιά απήχηση.
– Ως μάχιμος κοινωνικά καλλιτέχνη, τι σε θυμώνει περισσότερο σήμερα;
Η ικανοποίηση των σύγχρονων πολτών παγκοσμίως. Δέχονται τόσο αμαχητί το ψέμα, το σελοφάν. Σκέψου τους Έλληνες. Το ένα τέταρτο τραγουδάει, το άλλο μαγειρεύει, το άλλο χορεύει. Και όσοι περισσεύουν είναι κριτές όλων των παραπάνω! Περπατάνε στο δρόμο και βαθμολογούν.