Το σοβαρό άσθμα όπως επίσης και η χρήση των βιολογικών παραγόντων σύμφωνα με τους επιστήμονες δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά τη νοσηρότητα αλλά κυρίως τη βαρύτητα της λοίμωξης από κορονοϊό. Τα εν λόγω συμπεράσματα αναφέρονται σε ελληνική μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 600 ασθενείς από τον Απρίλιο του ‘20 έως τον Αύγουστο του ‘21, σε 20 μονάδες υγείας από το δημόσιο, αλλά και τον ιδιωτικό τομέα, και η οποία δημοσιεύτηκε τον Μάιο στο επιστημονικό περιοδικό «Jaci in Practice ».
Όπως δήλωσε στο Πρακτορείο FM και στην εκπομπή της Τάνιας Η. Μαντούβαλου «104, 9 Μυστικά Υγείας» ο καθηγητής πνευμονολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, και επικεφαλής της ομάδας συντονισμού της μελέτης στο Νοσοκομείο «Αττικόν» Στέλιος Λουκίδης, από τους 600 αυτούς ασθενείς νόσησαν ελάχιστοι από κορονοϊό και κυρίως νοσηλεύτηκαν πάρα πολύ λίγοι, ενώ ένας θάνατος που σημειώθηκε, οφείλετο πρακτικά σε άλλες συννοσηρότητες και όχι στην παρουσία άσθματος.
Ένα ακόμη στοιχείο που εντυπωσίασε τους επιστήμονες σύμφωνα με τον κύριο Λουκίδη, είναι ότι σε μία ανάλυση περίπου 1.500 νοσηλειών από έξι πνευμονολογικές κλινικές της επικράτειας, που νοσήλευσαν κορονοϊό περιστατικά σε δύο σημαντικές περιόδους, δηλαδή από Οκτώβριο μέχρι μέσα με τέλη Δεκεμβρίου όταν επικρατούσε η Δέλτα, και από Δεκέμβριο μέχρι τέλη Απριλίου όταν επικρατούσε η Όμικρον, το ποσοστό των χρόνιων αναπνευστικών νοσημάτων ήταν πάρα πολύ χαμηλό.
«Ήταν περίπου στο 1,5% των συν νοσηροτήτων που υπήρχαν σε αυτό το μεγάλο δείγμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι χρόνιες αναπνευστικές νόσοι δεν είναι προδιαθεσικοί παράγοντες για σοβαρή νόσο, αλλά μπορεί να σημαίνει ότι οι άρρωστοι αυτοί επειδή έχουν μεγάλη ευαισθητοποίηση για τα συμπτώματα τους και κυρίως για τη βαρύτητα της νόσου τους, είναι πολύ περισσότερο προσεκτικοί και σαφέστατα πιο καλυμμένοι στο κομμάτι του εμβολιασμού» σημείωσε σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Μέσα σε έναν μήνα οι νοσηλείες διπλασιάστηκαν
Αναφερόμενος στις νοσηλείες στην παρούσα φάση ο πρόεδρος της ΕΠΕ υπογραμμίζει ότι έχουν μία αυξητική τάση σε σχέση με τις αρχές Ιουνίου που ήταν κατά μέσο όρο κοντά στις 100. «Ξεπερνάνε τις 200 την ημέρα, άρα έχουν διπλασιαστεί και αυτό σημαίνει ότι σίγουρα θα επηρεάσουν κατά ένα ποσοστό και τους πιο σκληρούς δείκτες, πού είναι οι διασωληνώσεις και η θνητότητα. Φαίνεται ότι είναι ίσως λίγο πιο διαφορετικές στη διαχείριση τους, άρα έχουν μικρότερο χρόνο νοσηλείας και η αποδρομή της νόσου γίνεται σε πιο γρήγορους ρυθμούς».
«Αυτό πιθανόν να οφείλεται στην πολύ καλή προστασία του πληθυσμού, και λόγω εμβολιασμών, αλλά και λόγω νόσησης, σαφέστατα ίσως και στην κλινική βαρύτητα, την οποία μπορεί να έχουν οι παραλλαγές που επικρατούν αυτή τη στιγμή. Είναι πολύ μεταδοτικές (γεγονός που οφείλεται και σε άλλους παράγοντες όπως άρση μέτρων, φθίνουσα ανοσία κλπ), έχουν πιο θορυβώδη συμπτωματολογία, αλλά όχι μεγάλη αλλαγή στην βαρύτητα» συμπληρώνει.
Να επανέλθει η χρήση μάσκας σε αεροπλάνα, πλοία, αεροδρόμια
Στη φάση που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή υπάρχει σημαντική μείωση των μοριακών τεστ, και πολύ μεγαλύτερη παρουσία των ράπιντ και σελφ τεστ. Είναι πολύ αλλαγμένο το περιβάλλον των διαγνωστικών προσεγγίσεων, αναφέρει ο καθηγητής πνευμονολογίας. Και το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι τι νόημα έχει τελικά το testing, όταν στην συνέχεια κανείς δεν απομονώνεται και όσοι νοσούν ελαφριά συνεχίζουν κανονικά τις διακοπές τους στα νησιά, κι όταν φέτος δεν λειτουργούν και ξενοδοχεία καραντίνας όπως τα προηγούμενα δύο καλοκαίρια;
«Στη φάση αυτή δεν έχει γίνει από ό,τι γνωρίζω σχεδιασμός για ξενοδοχεία καραντίνας, πιθανότατα όμως μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα, όταν θα υπάρχουν πολύ περισσότερα περιστατικά ειδικά σε τουριστικές περιοχές, αναγκαστικά θα παρθούν κάποια μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας. Μέτρα όπως είναι η υποχρεωτική χρήση μάσκας σε αεροπλάνα, πλοία, αεροδρόμια μπορεί να είναι αυτά που θα πρέπει να επανέλθουν πρώτα, για να βοηθήσουν λίγο τον συνωστισμό του τουρισμού που υπάρχει αυτή τη στιγμή, και ο οποίος σίγουρα το επόμενο χρονικό διάστημα θα είναι αυξανόμενος» εξηγεί.
«Είμαστε σε μία περίοδο έντονου προβληματισμού για τα εμβόλια»
Με τις νέες παραλλαγές που συνεχώς προκύπτουν το ερώτημα που τίθεται στον καθηγητή Λουκίδη, είναι αν θα συνεχίσουμε αυτό το φαύλο κύκλο και θα ακολουθούμε τον κορονοϊό, αντί να τον προλαβαίνουμε. Θα κάνουμε κάθε τρεις μήνες εμβόλιο ή θα περιμένουμε τα επικαιροποιημένα εμβόλια που όταν κυκλοφορήσουν θα είναι πλέον «μπαγιάτικα» γιατί κάποια άλλη παραλλαγή θα έχει προκύψει;
«Είμαστε σε μία περίοδο έντονου προβληματισμού, κυρίως γιατί βασιζόμαστε αυτή τη στιγμή σε εμβολιασμούς με προηγούμενα στελέχη. Περιμένουμε επικαιροποιημένα το Σεπτέμβριο, που όμως δεν θα είναι επικαιροποιημένα, γιατί κάποια νέα παραλλαγή μπορεί να έχει εμφανιστεί. Κάτι άλλο που μας προβληματίζει είναι κατά πόσον η κυτταρική ανοσία, δηλαδή η προσπάθεια της μνήμης έχει παραμείνει ισχυρή, ή και αυτή χάνεται μέσα στο χρόνο, σε βαθμό στον οποίο δεν μπορούμε να έχουμε την προστασία που θέλουμε. Είμαστε θα έλεγα σε μία πολύ περίεργη φάση των εμβολιασμών και της αποτίμησης τους, και πρέπει να δούμε πώς η επιστήμη και η φαρμακοβιομηχανία θα απαντήσει σε αυτή την πρόκληση, το Σεπτέμβριο με Οκτώβριο» δηλώνει.
«Σε κάθε περίπτωση όμως έχουμε ξεκαθαρίσει ένα πράγμα για τα εμβόλια: ότι δεν είναι προστατευτικά σε μεγάλο βαθμό της μόλυνσης, αλλά εξακολουθούν να έχουν μία σημαντική επίδραση στη σοβαρή νόσηση, και αυτό το είδαμε στη διάρκεια της Δέλτα, διότι η τριπλή δόση ήταν κομβική για την αναχαίτιση των σοβαρών μολύνσεων σε ειδικές ομάδες, όπως ηλικιωμένοι και ευάλωτοι» επισημαίνει κλείνοντας.