Ο φόβος να κολλήσει κανείς γρίπη είναι μεγάλος τον χειμώνα, όμως μια νέα διεθνής επιστημονική έρευνα δείχνει ότι ο μέσος ενήλικος που είναι άνω των 30 ετών, αρρωσταίνει από γρίπη μόνο δύο φορές μέσα σε μια δεκαετία, δηλαδή μια φορά κάθε πέντε χρόνια. Κατά τα άλλα, αν κανείς αρρωσταίνει, το πιο πιθανό είναι ότι δεν έχει πραγματική γρίπη, αλλά κοινό κρυολόγημα. Αντίθετα, οι ανήλικοι κολλάνε γρίπη χρόνο παρά χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, όσο μεγαλώνει κανείς, τόσο σπανιότερα κολλάει γρίπη.
Οι ερευνητές από τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και την Κίνα, με επικεφαλής τον δρα Στίβεν Ράιλι του Imperial College του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογίας “PLoS Biology”, σύμφωνα με το BBC και το “New Scientist”, ανέλυσαν δείγματα αίματος από 151 εθελοντές ηλικίας επτά έως 81 ετών, αναζητώντας στον οργανισμό τους αντισώματα για διάφορα στελέχη ιών της γρίπης.
Η μελέτη έδειξε ότι ενώ τα παιδιά κολλάνε γρίπη κάθε δεύτερο χρόνο κατά μέσο όρο, οι λοιμώξεις γίνονται όλο και πιο αραιές, όσο κανείς μεγαλώνει. Έτσι, όταν πια κάποιος γίνει τριαντάρης και εφεξής, κολλάει γρίπη περίπου δύο φορές ανά δεκαετία. Είναι πάντως ασαφές πάντως κατά πόσο αυτή η συχνότητα είναι περίπου η ίδια σε όλες τις χώρες.
Διευκρινίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι -ανήλικοι και ενήλικοι- αρρωσταίνουν συχνά από διάφορους παθογόνους μικροοργανισμούς, που προκαλούν συμπτώματα, τα οποία μοιάζουν μεν με της γρίπης, αλλά δεν πρόκειται για την ίδια τη γρίπη. Είναι συνεπώς δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς -όχι μόνο ο ίδιος ο ασθενής, αλλά και ο γιατρός του- κατά πόσο όντως έχει κολλήσει γρίπη ή κάτι άλλο, αν δεν γίνει μια πιο εξειδικευμένη εξέταση (που συνήθως δεν γίνεται).
Όπως επεσήμανε ο ερευνητής Άνταμ Κουρτσάρσκι της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, «υπάρχει μια μεγάλη επιστημονική συζήτηση σχετικά με το πόσο συχνά κολλάνε οι άνθρωποι γρίπη, σε σχέση με άλλες παρεμφερείς ασθένειες, που προκαλούνται από κάτι άλλο, το οποίο επιφέρει ανάλογα συμπτώματα, όπως συμβαίνει με τους ιούς του κοινού κρυολογήματος (ρινοϊοί και κορωνα-ιοί). Επίσης, μερικοί άνθρωποι μπορεί να μην καταλάβουν ότι έχουν γρίπη, όμως η λοίμωξη θα ανιχνευτεί σε μια εξέταση αίματος».
Ο Στίβεν Ράιλι τόνισε ότι, όπως δείχνουν τα ευρήματα, «η λοίμωξη της γρίπης στους ενήλικους είναι στην πραγματικότητα πολύ λιγότερο συχνή από ό,τι μερικοί πιστεύουν. Στην παιδική ηλικία και στην εφηβεία είναι πολύ πιο συχνή, πιθανότατα επειδή αναμιγνυόμαστε περισσότερο με άλλους ανθρώπους».
Το πόσο συχνά κολλάνε οι άνθρωποι, είναι συνάρτηση του πόσο κολλητικό είναι κάθε φορά ένα στέλεχος του ιού της γρίπης, καθώς και πόσο αποτελεσματικά εμβολιασμένος είναι ο πληθυσμός έναντι του εν λόγω στελέχους.
Το ανοσοποιητικό σύστημα ενός ανθρώπου ανταποκρίνεται στους ιούς της γρίπης παράγοντας αντισώματα, τα οποία στοχεύουν συγκεκριμένες πρωτεΐνες στην επιφάνεια του ιού. Αυτές οι πρωτεΐνες αλλάζουν διαχρονικά, καθώς ο ιός εξελίσσεται, όμως το σώμα του ανθρώπου κρατά τα παλαιότερα αντισώματα στο αίμα του και έτσι διατηρεί την μνήμη των προηγούμενων ιών της γρίπης, που έχει συναντήσει στη ζωή του.
Η νέα μελέτη επιβεβαιώνει τα ευρήματα προηγούμενων ερευνών ότι τα στελέχη του ιού της γρίπης με τα οποία ήλθε κανείς σε επαφή σε νεότερη ηλικία, προκαλούν πιο έντονη ανταπόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος, σε σχέση με τους ιούς που συναντά κανείς σε πιο μεγάλη ηλικία.
Τόσο οι ιοί της γρίπης, όσο και του κρυολογήματος, μπορούν να προκαλέσουν παρεμφερή συμπτώματα (πυρετό, βήχα, φτάρνισμα, πονόλαιμο κ.α.). Στην περίπτωση του κοινού κρυολογήματος, τα συμπτώματα τείνουν να εμφανίζονται πιο σταδιακά, είναι συνήθως πιο ήπια και περιορίζονται κυρίως στη μύτη και στο λαιμό. Στη γρίπη, ο ασθενής συνήθως νιώθει πιο άσχημα (π.χ. πόνους στο σώμα του) και θέλει να μείνει στο κρεβάτι του περισσότερο.
Η γρίπη δεν είναι απειλητική για τους περισσότερους υγιείς ενήλικες, αλλά μπορεί να προκαλέσει δυνητικά επικίνδυνες επιπλοκές στους ηλικιωμένους και σε όσους έχουν χρόνια προβλήματα (όπως άσθμα), γι’ αυτό πρέπει να εμβολιάζονται έγκαιρα.