Οι αιτούντες άσυλο που διαμένουν στις δομές φιλοξενίας στην Ελλάδα, αντιμετωπίζουν δυόμιση έως τρεις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο μόλυνσης από κορονοϊό σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, λόγω των συνθηκών διαβίωσής τους. Αυτό προκύπτει από έρευνα που δημοσιεύεται σήμερα στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Lancet. Τη δημοσίευση συνυπογράφουν ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ, τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Υγείας του University College London, τη ΜΚΟ Intersos και το Ινστιτούτο Λοιμώξεων του St George’s University of London, αναφέρει το ΑΠΕ.
Η έρευνα αφορά στο χρονικό διάστημα 26 Φεβρουαρίου-15 Νοεμβρίου 2020, οπότε καταγράφηκαν 77.527 περιστατικά κορονοϊού στον γενικό πληθυσμό και 1.106 σε πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο στις δομές. Από τα επιβεβαιωμένα κρούσματα στον προσφυγικό πληθυσμό, το 53,1% αφορούσε αιτούντες στα ΚΥΤ των νησιών και του Έβρου, το 43,9% άτομα που διέμεναν στις δομές της ενδοχώρας και το 3,1% νεοαφιχθέντες στα νησιά. Τα επιβεβαιωμένα περιστατικά καταγράφηκαν στο 85,7% των κέντρων υποδοχής και ταυτοποίησης των νησιών και στο 56,3% των δομών φιλοξενίας στην ενδοχώρα.
Ανάγκη να υπάρξουν στρατηγικές
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο κίνδυνος έκθεσης για τον προσφυγικό πληθυσμό στα ΚΥΤ των νησιών και του Έβρου ήταν ακόμα μεγαλύτερος σε σχέση με τον κίνδυνο για τους διαμένοντες στις δομές της ενδοχώρας, καθώς, όπως σημειώνουν, «ο κίνδυνος μόλυνσης αυξάνεται όσο οι συνθήκες διαβίωσης επιδεινώνονται και ο συνωστισμός είναι μεγαλύτερος». Συγκεκριμένα, ο κίνδυνος έκθεσης στις δομές της ενδοχώρας αφορούσε 1.758 περιπτώσεις ανά 100.000 πληθυσμού, ενώ στα ΚΥΤ αυξάνεται σε 2.052 περιπτώσεις ανά 100.000. Στην έρευνα επισημαίνεται ότι ο προσφυγικός πληθυσμός τείνει να είναι νεότερος σε ηλικία, καθώς και ότι κατά την έναρξη της πανδημίας 2.400 άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και ευπαθείς μεταφέρθηκαν σε ασφαλέστερες συνθήκες διαβίωσης, ωστόσο «δεν είναι σαφές το εάν η ηλικία έπαιξε σημαντικό ρόλο στον αυξημένο ρυθμό μόλυνσης στους αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες σε σχέση με το γενικό πληθυσμό».
Το άρθρο υπογραμμίζει την ανάγκη να υπάρξουν στρατηγικές με τις οποίες να διασφαλίζεται ότι ο προσφυγικός πληθυσμός εντάσσεται στα εθνικά σχέδια για τη μείωση της μετάδοσης του κορονοϊού, αλλά και να διασφαλίζεται η συμπερίληψη προσφύγων και μεταναστών στα σχέδια για τον εμβολιασμό. Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθυντής της Intersos και ένας από τους συγγραφείς του άρθρου, Απόστολος Βεΐζης, πρόκειται για αρκετά ευάλωτες ομάδες πληθυσμού που θα έπρεπε να ενταχθούν στον εμβολιασμό από την πρώτη στιγμή, ενώ σήμερα έχουν εμβολιαστεί λιγότερα από 1.000 άτομα σε τρία κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης νησιών και τρεις δομές στην ενδοχώρα και εξαιρούνται από τον εμβολιασμό οι μετανάστες χωρίς χαρτιά και όσοι έχουν λάβει απορριπτική απόφαση ασύλου σε δεύτερο βαθμό.