Παρ’ όλο που υπάρχει μια γενικευμένη αντίληψη ότι η συμμετοχή στον αθλητισμό συμβάλει θετικά στην ψυχοσωματική ανάπτυξη των παιδιών και των νέων, τα αποτελέσματα των ερευνών δείχνουν ότι αυτό δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Για πολλά παιδιά η συμμετοχή στον αθλητισμό συνδέεται με αρνητικές εμπειρίες ενώ τα ποσοστά συμμετοχής στον αθλητισμό μειώνονται ραγδαία μετά τα 12 -14 χρόνια.
Τα παραπάνω επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μάριος Γούδας, καθηγητής του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ο οποίος έλαβε πρόσφατα το Βραβείο Διακεκριμένου Ερευνητή 2012 στη γνωστική περιοχή των Ανθρωπιστικών & Κοινωνικών Επιστημών.
Για να συμβάλλει ο αθλητισμός στη θετική ανάπτυξη των παιδιών και των νέων, σημειώνει ο κ. Γούδας, πρέπει να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και η επιδίωξη των μαθησιακών στόχων πρέπει να γίνεται στοχευμένα. Για παράδειγμα, διευκρινίζει, για την ενίσχυση της συνεργασίας δεν αρκεί απλά και μόνο οι μαθητές ή οι αθλητές να παίζουν ομαδικά παιχνίδια και να περιμένουμε ότι έτσι θα αναπτυχθεί και η μεταξύ τους συνεργασία.
Η ανάπτυξη της συνεργασίας θα πρέπει να αποτελεί βασικό στόχο κατάλληλα επιλεγμένων δραστηριοτήτων σε ένα κατάλληλα διαμορφωμένο μαθησιακό περιβάλλον (π.χ. οι μαθητές να δουλεύουν ομαδικά για να πετύχουν έναν ομαδικό στόχο, όπως η σύνθεση μια χορογραφίας ή μιας οργανωμένης επίθεσης στο μπάσκετ.
Τι έχουν δείξει μέχρι τώρα οι έρευνες;
«Οι έρευνες μας δείχνουν ότι πρέπει να υπάρχει ένα πλαίσιο διαμόρφωσης των προγραμμάτων παιδικού αθλητισμού και της φυσικής αγωγής, προκειμένου όλοι οι νέοι να επιτύχουν το πλήρες δυναμικό τους στη ζωή. Το πλαίσιο αυτό αποτελείται από τέσσερις βασικούς και αλληλένδετους άξονες» σημειώνει ο κ. Γούδας.
Πρώτον -εξηγεί- ο αθλητισμός και η φυσική αγωγή θα πρέπει να διαμορφώνονται με τρόπο ο οποίος να αναπτύσσει τα εσωτερικά κίνητρα των παιδιών για συμμετοχή στην άσκηση και στον αθλητισμό.
Με τον όρο εσωτερικά κίνητρα εννοούμε την τάση των ατόμων να συμμετέχουν σε μια δραστηριότητα για την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση που αντλούν από την ενασχόλησή τους με αυτήν την δραστηριότητα. Για παράδειγμα, ένας μαθητής ασκείται στον ελεύθερό του χρόνο στο ποδόσφαιρο, γιατί είναι μια δραστηριότητα που του αρέσει, τον γεμίζει με ευχαρίστηση και ικανοποίηση.
Τα εσωτερικά κίνητρα αναπτύσσονται όταν ικανοποιούνται τρεις βασικές ψυχολογικές ανάγκες των παιδιών: η αίσθηση της ικανότητας, η αίσθηση της αυτονομίας και η αίσθηση της σύνδεσης με τους άλλους.
Η αίσθηση της ικανότητας αναφέρεται στην ανάγκη του ατόμου να αισθάνεται πετυχημένος στο περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιείται. Πρέπει να εστιάζει κυρίως στην προσωπική βελτίωση και όχι στη σύγκριση με τους άλλους. Για παράδειγμα, ένας αθλητής του μπάσκετ προσπαθεί να βελτιώσει το ποσοστό ευστοχίας του στις ελεύθερες βολές στην καλαθοσφαίριση και αντλεί ικανοποίηση όταν το πετυχαίνει.
Η αίσθηση της αυτονομίας αναφέρεται στο κατά πόσο οι μαθητές και οι αθλητές αισθάνονται ότι συμμετέχουν σε μία δραστηριότητα επειδή είναι δική τους επιλογή (π.χ., οι μαθητές επιλέγουν μεταξύ δύο δραστηριοτήτων ή το επίπεδο της δυσκολίας στο οποίο θα ασκηθούν).
Η αίσθηση της σύνδεσης με τους άλλους αναφέρεται στην ανάγκη του ατόμου να αισθάνεσαι συνδεδεμένος με άλλα άτομα, να ανήκει σε μια ομάδα και σε ένα κοινωνικό σύνολο γενικότερα. Για παράδειγμα η αίσθηση της ασφάλειας, της υποστήριξης και της αποδοχής από πλευράς του προπονητή και οι καλές σχέσεις με τους συμπαίκτες βοηθούν έναν αθλητή να βιώνει την ικανοποίηση και την ευχαρίστηση στη διάρκεια της προπόνησης και των αγώνων και τελικά να αποδίδει καλύτερα.
Η ενίσχυση των εσωτερικών κινήτρων μέσω της ικανοποίησης των τριών αυτών βασικών ψυχολογικών αναγκών απαιτεί συγκεκριμένες διδακτικές προσεγγίσεις στο μάθημα της φυσικής αγωγής και στον αθλητισμό, όπως η έμφαση στην προσωπική βελτίωση, η παροχή επιλογών στους μαθητές (π.χ., επιλογή άσκησης, βαθμού δυσκολίας των ασκήσεων), η χρήση κατάλληλων δραστηριοτήτων, η παροχή θετικής ανατροφοδότησης και η χρήση εναλλακτικών στυλ διδασκαλίας.
Δεύτερον, μέσα από τον αθλητισμό και τη φυσική αγωγή θα πρέπει να διδάσκονται δεξιότητες ζωής, δηλαδή δεξιότητες που μπορούν να μεταφερθούν και να χρησιμοποιηθούν και σε άλλους τομείς της ζωής για να ενισχύσουν την προσωπική ανάπτυξη. Για παράδειγμα, οι μαθητές μπορεί να διδαχθούν στο μάθημα της φυσικής αγωγής πώς να σκέφτονται θετικά και αφού αποκτήσουν αυτή την δεξιότητα να την χρησιμοποιούν και στην καθημερινή τους ζωή.
Οι δεξιότητες ζωής συμβάλλουν στην υγιή ανάπτυξη των νέων, στην πρόληψη ανθυγιεινών συνηθειών, στην κοινωνικοποίησή τους και στην προετοιμασία τους να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις κοινωνικές αλλαγές.
Η φυσική αγωγή και ο αθλητισμός είναι κατάλληλα πεδία για την διδασκαλία δεξιοτήτων ζωής γιατί έχουμε πρόσβαση στο σύνολο σχεδόν των νέων, η μάθηση πραγματοποιείται σε ένα ευχάριστο περιβάλλον, οι καταστάσεις που βιώνουν οι μαθητές σε ένα αθλητικό περιβάλλον προσομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό καταστάσεις που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν και στη ζωή, ενώ τα αθλήματα παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης και της αντιλαμβανόμενης ικανότητας των εφήβων.
Τα εκπαιδευτικά προγράμματα που αποδειχτεί αποτελεσματικά και έχουν δείξει ότι μπορούμε να διδάξουμε τις δεξιότητες ζωής μέσω των κινητικών και αθλητικών δραστηριοτήτων με θετικά αποτελέσματα. Αυτά τα αποτελέσματα αφορούν τόσο στη μάθηση και στην απόδοση των μαθητών και αθλητών σε κινητικές και αθλητικές δεξιότητες, όσο και στην απόκτηση των δεξιοτήτων ζωής και στη χρήση τους και σε άλλους τομείς της ζωής.
Τρίτον, ο αθλητισμός και η φυσική αγωγή θα πρέπει να είναι τομείς για την ανάπτυξη της αυτο-ρύθμισης της μάθησης στους μαθητές και στους αθλητές. Η έννοια της αυτο-ρύθμισης αναφέρεται στη διαδικασία μέσω της οποία ο μαθητής θέτει στόχους μάθησης και απόδοσης και στη συνέχεια παρακολουθεί την πορεία επίτευξης των στόχων αυτών, χρησιμοποιεί στρατηγικές για να αυξήσει την απόδοσή του, αξιολογεί τα αποτελέσματα των προσπαθειών του και αν χρειάζεται κάνει τις απαραίτητες προσαρμογές ώστε να πετύχει τους στόχους που είχε θέσει.
Βασική επιδίωξη της φυσικής αγωγής και του αθλητισμού πρέπει να είναι οι μαθητές να αποκτήσουν χρήσιμες δεξιότητες αυτό-ρύθμισης όπως είναι ο καθορισμός στόχων, η αυτο-παρακολούθηση της μάθησης και της απόδοσης, η αυτο-αξιολόγηση και ο στοχασμός στα αποτελέσματα της μάθησης.
Οι δεξιότητες αυτές θα βοηθήσουν τους μαθητές και τους αθλητές να μαθαίνουν πιο αποτελεσματικά και να αυξήσουν τις επιδόσεις τους στον αθλητισμό και στη φυσική αγωγή. Παράλληλα, μπορούν να αποτελέσουν σημαντικά εφόδια για την προσωπική τους ανάπτυξη και μέσο προώθησης της δια βίου μάθησης.
Τέταρτον, ο αθλητισμός και η φυσική αγωγή πρέπει να επικεντρωθεί στην υγεία των νέων καθώς η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας σε συνδυασμό με άλλες ανθυγιεινές συνήθειες (π.χ. κακή διατροφή, κάπνισμα) αποτελούν σοβαρό επιβαρυντικό παράγοντα για την υγεία των νέων και των ενηλίκων.
Μέσω της φυσικής αγωγής και του αθλητισμού μπορούν να αυξηθούν τα επίπεδα της σωματικής δραστηριότητας των νέων αθλητών και μαθητών. Κυρίως όμως θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη διαμόρφωση θετικών στάσεων για την άσκηση και τη φυσική δραστηριότητα και στην προώθηση της ιδέας της δια βίου συμμετοχή σε φυσικές δραστηριότητες.
Οι μαθητές πρέπει να μάθουν για τα οφέλη της άσκησης, να βιώσουν θετικές εμπειρίες άθλησης και κυρίως να μάθουν πώς να γυμνάζονται μόνοι τους στον ελεύθερο χρόνο τους.
Το πλαίσιο αυτό, σημειώνει ο κ. Γούδας, μπορεί να αποτελέσει έναν χρήσιμο οδηγό για τους προπονητές, τους γυμναστές, τα αθλητικά σωματεία και τους φορείς χάραξης πολιτικής ώστε να οργανώσουν τον αθλητισμό της νεολαίας και τη σχολική φυσική αγωγή με στόχο την παροχή θετικών εμπειριών αθλητισμού για όλους τους νέους.
«Η σχολική φυσική αγωγή και ο αθλητισμός μπορούν να αποτελέσουν πεδία προώθησης της θετικής ανάπτυξης και ενδυνάμωσης των νέων και της προετοιμασίας τους να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις προκλήσεις της σύγχρονης κοινωνίας. Η φυσική αγωγή και ο αθλητισμός όμως μπορούν να έχουν τη θετική αυτή συνεισφορά μόνο αν διαμορφωθεί το κατάλληλο πλαίσιο εφαρμογής τους» καταλήγει.