Το νερό είναι το κύριο συστατικό του ανθρώπινου σώματος, αφού αποτελεί πάνω από το 50% του βάρους σε όλες τις ηλικίες. Η σημασία της επαρκούς ενυδάτωσης του σώματος είναι προφανής αν αναλογιστεί κανείς ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς νερό πάνω από μερικά εικοσιτετράωρα, ενώ ο χρόνος αντοχής σε συνθήκες έλλειψης τροφής μπορεί να φτάσει και τις 50 ημέρες.
Από τι εξαρτώνται οι ημερήσιες ανάγκες σε νερό;
Οι ανάγκες του κάθε ατόμου σε νερό/υγρά εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο, το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας, η κατάσταση της υγείας, η θερμοκρασία και το επίπεδο υγρασίας του περιβάλλοντος, το κλίμα και η ενεργειακή πρόσληψη και δαπάνη.
Η περιεκτικότητα του ανθρώπινου σώματος σε νερό μειώνεται με την ηλικία. Στο έμβρυο το 90% του βάρους είναι νερό, ενώ στα βρέφη, τους ενήλικες και τους υπερήλικες τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 75%, 60% και 55%. Μια άλλη παράμετρος που επηρεάζει σημαντικά το επίπεδο υδάτωσης είναι η σύσταση σώματος, ειδικότερα η αναλογία μυϊκού και λιπώδους ιστού. Άτομα με αυξημένο λιπώδη ιστό (π.χ. γυναίκες, άτομα που δεν αθλούνται, παχύσαρκοι) έχουν χαμηλότερα σωματικά υγρά.
Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στο ότι ο λιπώδης ιστός συγκρατεί σημαντικά λιγότερο νερό από ότι ο μυϊκός. Επίσης παθολογικές καταστάσεις όπως ο πυρετός, ο εμετός και η διάρροια αυξάνουν σημαντικά τις απώλειες υγρών, ενώ ορισμένες ασθένειες (π.χ. κάποιες μορφές νεφροπάθειας) προκαλούν κατακράτηση υγρών.
Σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας (π.χ. τους καλοκαιρινούς μήνες), οι ανάγκες είναι επίσης αυξημένες και η πρόσληψη υγρών θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αφυδάτωσης και θερμοπληξίας. Το ίδιο ισχύει και για τα άτομα που αθλούνται στα οποία η αναπλήρωση υγρών θα πρέπει να γίνεται έγκαιρα με την κατανάλωση επαρκούς ποσότητας πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση.
Σε κάθε περίπτωση, καλό είναι η πρόσληψη υγρών να γίνεται σε μικρές ποσότητες και ανά τακτά χρονικά διαστήματα ώστε ο τελικός όγκος να καλύπτει τις ημερήσιες ανάγκες. Έτσι ο οργανισμός αξιοποιεί στο μέγιστο τα προσλαμβανόμενα υγρά ενώ παράλληλα αποφεύγονται συμπτώματα δυσφορίας.
Σε υγιή άτομα μικρή απόκλιση από τις ημερήσιες ανάγκες υγρών δεν ενέχει κινδύνους, αφού εξισορροπείται με αντίστοιχη ρύθμιση της απώλειας ούρων και ιδρώτα. Η αίσθηση της δίψας αρχίζει να αναπτύσσεται όταν έχουμε απώλεια υγρών πάνω από 1% του σωματικού βάρους.
Αν το σωματικό βάρος μειωθεί πάνω από 5% λόγω αφυδάτωσης τότε παρατηρούνται συμπτώματα όπως αύξηση της αρτηριακής πίεσης, εξάντληση, πονοκέφαλος, μειωμένη αντοχή και συγκέντρωση, ενώ αν το ποσοστό ξεπεράσει το 20% μπορεί να επέλθει ακόμα και θάνατος. Θα πρέπει να σημειωθεί πως η αίσθηση της δίψας δεν είναι πάντα επαρκής ένδειξη για το επίπεδο υδάτωσης του σώματος ειδικά στα βρέφη, τα μικρά παιδιά, τους υπερήλικες και τους αθλητές.
Το χρώμα των ούρων αποτελεί ένα χρήσιμο δείκτη για το επίπεδο υδάτωσης: τα σκούρα (και άρα πυκνά) ούρα αποτελούν ένδειξη ανεπαρκούς ενυδάτωσης ενώ τα ανοιχτόχρωμα υποδεικνύουν επάρκεια σε υγρά.
Τελικά, πόσο νερό πρέπει να πίνω;
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό. Οι ανάγκες σε υγρά εξαρτώνται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου (φύλο, ηλικία, σύσταση σώματος, επίπεδο φυσικής δραστηριότητας, ενεργειακή πρόσληψη, κατάσταση της υγείας) και τις περιβαλλοντικές συνθήκες (θερμοκρασία, κλίμα, υγρασία).
Οι συστάσεις για πρόσληψη υγρών για άτομα που κάνουν καθιστική ζωή και ζουν σε εύκρατο κλίμα ανέρχονται στα 6-8 φλιτζάνια πόσιμων υγρών (νερού και άλλων ποτών) ημερησίως. Προσλήψεις αυτής της τάξεως θεωρείται ότι καλύπτουν τις ημερήσιες ανάγκες στο γενικό πληθυσμό και έχουν συσχετιστεί με μειωμένο κίνδυνο χολολιθίασης, νεφρολιθίασης και ορισμένων μορφών καρκίνου.
Επομένως η επί χρόνια η επικρατούσα άποψη ήταν ότι πρέπει να πίνουμε «τουλάχιστον 8 ποτήρια νερό την ημέρα» φαίνεται μάλλον υπερβολική, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τα άτομα που καταναλώνουν ευχάριστα την ποσότητα αυτή θα πρέπει να περιορίσουν την πρόσληψή τους.
Θα πρέπει ωστόσο να αναφερθεί ότι πέρα από το νερό, ποτά όπως τα αναψυκτικά, οι χυμοί, τα αλκοολούχα ποτά κλπ αποτελούν σημαντικές πηγή ενέργειας (θερμίδων) και μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση του σωματικού βάρους. Επιπλέον πολλά από τα ποτά αυτά περιέχουν σημαντικές ποσότητες σακχάρων ή/και διοξειδίου του άνθρακα (ανθρακικού) τα οποία ευνοούν την τερηδόνα.
Σε ότι αφορά τον καφέ και το αλκοόλ, η πρόσληψή τους συνεισφέρει μεν στην πρόσληψη υγρών όμως δε θα πρέπει να γίνεται κατάχρηση. Σύμφωνα με τις παρούσες συστάσεις η μέτρια κατανάλωση καφέ (έως 3 φλιτζάνια ημερησίως) και αλκοόλ (έως 1 ποτό την ημέρα οι γυναίκες και έως 2 οι άντρες) θεωρείται ασφαλής.
Συνεπώς φαίνεται ότι 6-8 φλιτζάνια υγρών ημερησίως είναι αρκετά όμως θα πρέπει να δίνεται προσοχή στο είδος των ποτών που καταναλώνονται, έχοντας κατά νου ότι το νερό είναι συνήθως η καλύτερη και πιο φυσική επιλογή!
Τυπική πρόσληψη και απέκκριση υγρών σε ενήλικα που ζει σε εύκρατο κλίμα
Υγρά/ποτά: Η ποσότητα αυτή αναφέρεται σε οτιδήποτε υγρό καταναλώνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας π.χ. νερό, γάλα, καφές, χυμοί, αναψυκτικά κλπ. Να σημειωθεί ότι τα ποτά με καφεΐνη όπως ο καφές και τα αναψυκτικά τύπου κόλα καθώς και τα αλκοολούχα ποτά συνυπολογίζονται κανονικά αφού η διουρητική τους δράση θεωρείται αμελητέα.
Τρόφιμα: Τα τρόφιμα επίσης συνεισφέρουν στην ημερήσια πρόσληψη υγρών, όμως υπάρχει μεγάλη διακύμανση σε ότι αφορά την περιεκτικότητά τους σε νερό. Για παράδειγμα ξηρά τρόφιμα όπως η ζάχαρη, τα δημητριακά πρωινού και οι ξηροί καρποί περιέχουν κάτω από 5-10% νερό, ενώ οι αντίστοιχες περιεκτικότητες τροφίμων όπως το ψωμί, το κρέας και τα φρούτα και λαχανικά είναι 35%, 70% και πάνω από 85% αντίστοιχα.
Μεταβολικό νερό: Το νερό αυτό παράγεται κατά το μεταβολισμό των τροφίμων/ποτών, για παράδειγμα κατά το μεταβολισμό 1 γραμμαρίου λίπους παράγονται περίπου 1.1 γραμμάρια νερού.
Ούρα: Ο μεγαλύτερος όγκος των ούρων παράγεται προκειμένου να απεκκριθεί η ουρία (προϊόν μεταβολισμού των πρωτεΐνών). Η υπόλοιπη ποσότητα ούρων παράγεται για να εξασφαλιστεί η ισορροπία υγρών, έτσι ώστε η πρόσληψη να εξισωθεί με την απέκκριση.
Απώλειες μέσω του δέρματος/Eφίδρωση: Με την εξάτμιση του ιδρώτα επιτυγχάνεται ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος. Η ποσότητα υγρών που χάνεται μέσω αυτής της οδού εξαρτάται από την ενεργειακή πρόσληψη και την ενεργειακή δαπάνη, από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος, το κλίμα και την υγρασία.
Αναπνοή: Απώλεια υγρών έχουμε και μέσω της αναπνοής. Και πάλι οι απώλειες αυτές εξαρτώνται από την ενεργειακή πρόσληψη και την ενεργειακή δαπάνη, τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος, το κλίμα και την υγρασία.
Κόπρανα: Μικρή ποσότητα υγρών χάνεται και μέσω των κοπράνων. Η ποσότητα αυτή αυξάνεται σημαντικά όταν έχουμε υψηλή πρόσληψη φυτικών ινών.
Πηγή: mednutrition.gr