Είναι μια από τις πλέον σκοτεινές στιγμές της νεοελληνικής ιστορίας. Είναι η στιγμή που η Κύπρος ουσιαστικά αλλά και τυπικά αφήνεται έρμαιο στις ορέξεις του «Αττίλα». Η απόφαση της χούντας για απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από τη μεγαλόνησο είναι το πιο φρικτό από τα εγκλήματα που έκανε το δικτατορικό καθεστώς.
Είναι μια πράξη εσχάτης προδοσίας. Μια πράξη για την οποία ούτε καν οι υπερασπιστές της επταετίας δεν μπορούν να αρθρώσουν έναν στοιχειώδη αντίλογο.
Και τι να πουν, άλλωστε, όταν ο ίδιος ο δικτάτορας Παπαδόπουλος έχει ομολογήσει πως οι πιέσεις που δέχθηκε από τις ΗΠΑ για να αποσύρει την ελληνική μεραρχία από την Κύπρο ήταν μεγάλες και δεν μπορούσε να κάνει κάτι…
Μέχρι εκεί φαίνεται πως έφτανε ο υπερπατριωτισμός των χουντικών. Αυτοί που κατά τ’ άλλα υπερασπίζονταν την πατρίδα και δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους ήταν τελικά ικανοί μόνο για να βασανίζουν ανθρώπους στα κρατητήρια της Ασφάλειας και στα ξερονήσια. Μπροστά σε αμερικανικές πιέσεις σήκωναν τα… χέρια ψηλά.
Πότε εγκαταστάθηκε η ελληνική μεραρχία στην Κύπρο
Η ιστορία ξεκινάει ουσιαστικά από την ίδρυση του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους το 1960, με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Εγγυήτριες δυνάμεις ορίζονται η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρετανία.
Στις συμφωνίες προβλέπεται με λεπτομέρειες ο τρόπος διακυβέρνησης του νησιού και κυρίως τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής πλευράς. Σε ότι αφορά το στρατιωτικό σκέλος, αποφασίστηκε πως η Κυπριακή Δημοκρατία θα είχε στρατό δύο χιλιάδων ανδρών, από τους οποίους το 60% θα ήταν Ελληνοκύπριοι και το 40% Τουρκοκύπριοι. Αρχικά στο νησί αναπτύχθηκαν η ΕΛΔΥΚ και η ΤΟΥΡΔΥΚ, με δύναμη 950 και 650 άντρων αντίστοιχα.
Από την αρχή, ωστόσο, φάνηκε πως τα πράγματα μεταξύ των δυο κοινοτήτων δεν λειτουργούν σωστά και δεν υπήρχε και ελπίδα πως θα λειτουργήσουν ικανοποιητικά κάποια στιγμή στο μέλλον.
Ο Μακάριος (που ουσιαστικά πέφτει στην παγίδα των Βρετανών) προτείνει 13 σημεία αναθεώρησης του Συντάγματος και προκαλεί την έντονη αντίδραση της τουρκοκυπριακής πλευράς. Ήταν η στιγμή που είχε πυροδοτηθεί το φιτίλι των ραγδαίων εξελίξεων.
Την ίδια στιγμή στην Αθήνα η νέα κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου παρακολουθεί τα όσα συμβαίνουν στην Κύπρο.
Η κρίσιμη ημερομηνία είναι στις 21 Δεκεμβρίου του 1963 όταν η ελληνική πλευρά που έχει πληροφορίες πως οι τουρκοκύπριοι της Λευκωσίας κάνουν εμπόριο όπλων με συμπατριώτες τους εκτός αυτής, ξεκινά ελέγχους σε υπόπτους. Ένας από αυτούς τους ελέγχους δεν έχει καλή κατάληξη καθώς οι τουρκοκύπριοι αρνούνται, δυο από αυτούς πέφτουν νεκροί, και έτσι ξεκινούν ένοπλα επεισόδια τα οποία μέσα σε λίγες ημέρες λαμβάνουν μεγάλες διαστάσεις.
Η ΤΟΥΡΔΥΚ βγαίνει από το στρατόπεδο της με σκοπό να υπερασπιστεί τους τουρκοκύπριους αλλά καταλαμβάνει στρατηγικά σημεία, όχι τυχαία όπως θα αποδειχθεί χρόνια αργότερα με τον «Αττίλα 1». Τα επεισόδια κρατούν μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου οπότε λήγουν με την παρέμβαση των εγγυητριών δυνάμεων. Τότε είναι που δημιουργείται αυτό που ξέρουμε σήμερα ως «πράσινη ζώνη» στη Λευκωσία και μονιμοποιείται η παρουσία του ΟΗΕ στο νησί. Ουσιαστικά μιλάμε για μια πρώτη… άτυπη διχοτόμηση του νησιού.
Στην Αθήνα η κυβέρνηση Παπανδρέου θεωρεί πως όλο αυτό ήταν πρόβα εισβολής από την Τουρκία και αποφασίζει να στείλει στην Κύπρο μια μεραρχία 8.500 ανδρών.
Θεωρητικά αυτή η αποστολή έγινε… κρυφά, ωστόσο, είχε την έγκριση των ΗΠΑ και της Βρετανίας που δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις στενές σχέσεις που είχε αρχίσει να αναπτύσσει ο Μακάριος με την ΕΣΣΔ και ήθελαν να του στείλουν ένα «μήνυμα».
Η χουντικής έμπνευσης «επιχείρηση Κοφίνου»
Από εκεί και έπειτα οι ισορροπίες είχαν γίνει ακόμα πιο εύθραυστες. Τα επεισόδια ανάμεσα στις δυο πλευρές ήταν συχνά και αιματηρά. Αυτά είχαν προκαλέσει την αντίδραση του τότε προέδρου των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον ο οποίος φοβούμενος εμπλοκή της ΕΣΣΔ στο κυπριακό ζήτημα, ορίζει των υφυπουργό Άμυνας, Σάιρους Βανς, ειδικό απεσταλμένο και του δίνει λευκή επιταγή για το χειρισμό του θέματος.
Στο μεταξύ στην Ελλάδα η Χούντα έχει ανατρέψει το δημοκρατικό καθεστώς και έχει αναλάβει την εξουσία.
Το Νοέμβριο του 1967 νέα εστία έντασης δημιουργείται στο νησί, αυτή τη φορά στο χωριό Κοφίνου, νοτιοδυτικά της Λάρνακας. Εκεί μια μικρή παραστρατιωτική ομάδα τουρκοκυπρίων επιχείρησε να ελέγξει την κεντρική οδική αρτηρία. Η απάντηση της ελληνοκυπριακής πλευρά ήταν άμεση, σκληρή και δυσανάλογη. Μετά από μικρής έντασης ένοπλα επεισόδια, αναλαμβάνει δράση ο στρατηγός Γρίβας ο οποίος εισβάλει με μεγάλη στρατιωτική δύναμη μέσα στον τουρκοκυπριακό θύλακα. Τον Δεκέμβριο του 1986 σε συζήτηση για τον περιβόητο «Φάκελο της Κύπρου» στη Βουλή, ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει:
«Η επιχείρηση εκείνη (της Κοφίνου), διετάχθη από το Αρχηγείο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, από το ελληνικό επιτελείο και καθοδηγείτο κυριολεκτικά κάθε μέρα από την Αθήνα. Ο Μακάριος και η κυβέρνηση της Κύπρου, τελούσαν σε πλήρη άγνοια. Αποτέλεσε μια πράγματι μεγάλη πρόκληση προς την Τουρκία. Έγιναν και σφαγές και λεηλασίες. Ο Μακάριος διαμαρτυρήθηκε γιατί η κυβέρνησή του είχε παραμερισθεί. Αλλά όταν η Εθνοφρουρά εξεκένωσε τα χωριά Κοφίνου και Άγιοι Θεόδωροι, έντεχνα η χουντική προπαγάνδα έριξε την ευθύνη στον Μακάριο».
Από την πλευρά του ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε τονίσει στη δική του τοποθέτηση: «Κι επακολούθησε το δράμα των επεισοδίων Κοφίνου, τα οποία ορθά περιέγραψε ο πρωθυπουργός. Εγώ θα προσθέσω ότι ίσως ήταν η αντίδραση της δικτατορίας και του Σπαντιδάκη, που ήθελαν να κινήσουν την υπόθεση δυναμικά μετά την ήττα την οποία είχαν υποστεί (στις συνομιλίες του Έβρου, τον Σεπτέμβριο του 1967) και τον εξευτελισμό από τους Τούρκους και έτσι δημιούργησαν τα επεισόδια Κοφίνου, τα οποία έδωσαν την ευκαιρία στους Τούρκους να εκβιάσουν. Και εξεβίασαν επιτυχώς. Είναι μια πτυχή που πρέπει να ερευνηθεί γιατί από κει για μένα αρχίζει η τραγωδία της Κύπρου».
Η προδοτική συμφωνία Παπαδόπουλο- Τσαγκλαγιαγκίλ
Μετά από τα όσα δραματικά έγιναν, οι Τούρκοι βρίσκονται με το δάκτυλο στη σκανδάλη και απειλούν τους πάντες και τα πάντα. Απαιτούν να αποσυρθούν οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις από την Κύπρο. Την ίδια ώρα ο Γρίβας παίρνει το αεροπλάνο (χωρίς επιστροφή) για την Αθήνα και ο Σάιρους Βανς το αντίστοιχο για την Άγκυρα όπου προσπαθεί να αποσοβήσει έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο που μοιάζει πιο πιθανός από ποτέ.
Εκεί μαθαίνει πως ο αμερικανός πρέσβης στην Τουρκία, μαζί με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, Ιχσάν Τσαγκλαγιαγκίλ έχουν φτιάξει ένα προσχέδιο συμφωνίας το οποίο περιλαμβάνει μόνο τις θέσεις της Άγκυρας.
Αυτό το κείμενο θα το μετέφερε στην Αθήνα ο Βανς και θα το διαπραγματευόταν με τον έλληνα ΥΠΕΞ, (διπλωμάτη και πρώην υπηρεσιακό πρωθυπουργό) Παναγιώτη Πιπινέλη ο οποίος το μετέφερε στον αρχιπραξικοπηματία Παπαδόπουλο. Η ηγετική ομάδα των χουντικών αποφάσισε να υπογράψει την προδοτική αυτή συμφωνία χωρίς να κάνει καμία συζήτηση με τον Μακάριο. Μόνο ο φιλοβασιλικός στρατηγός Σπαντιδάκης προέβαλε κάποια αντίσταση αλλά ο Παπαδόπουλος ήταν αμετακίνητος.
Όταν ο Μακάριος ενημερώθηκε από τον αμερικανό πρέσβη στην Κύπρο πως η Αθήνα είχε υπογράψει μια συμφωνία η οποία μεταξύ άλλων προέβλεπε και την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας ο εμβληματικός πρόεδρος της μεγαλονήσου αρνήθηκε να το κάνει. Προφανής στόχος ήταν να εκθέσει την χούντα που θα αναγκαζόταν να το κάνει η ίδια. Την τελευταία στιγμή και μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις με τον Βανς ο Μακάριος κατάφερε να αποσοβήσει και τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς. Αυτό που δεν κατάφερε να αποτρέψει ήταν η εθνική τραγωδία που θα ερχόταν μερικά χρόνια αργότερα με την εισβολή του «Αττίλα» σε ένα, ουσιαστικά, δίχως άμυνα νησί.
Στο άκουσμα της είδησης για την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας ο Γεώργιος Παπανδρέου με προφανή σαρκαστική διάθεση τόνισε: «Η Φαυλοκρατία έστειλε τον Στρατόν του Εθνους εις την Κύπρον και η Στρατοκρατία τον φέρνει πίσω».
Το «Der Spiegel», έγραφε στις 4/12/1967: «Η υποχωρητικότητα των Ελλήνων αύξησε την όρεξη των Τούρκων. Σε κάθε επίσκεψη του κ. Βανς, παρουσιάζονταν αυξημένες οι επιθυμίες του Τούρκου πρωθυπουργού». Η Figaro έγραψε πως «Είναι απίστευτη η ταχύτητα με την οποία η Ελλάδα έσπευσε να αποδεχθεί τους τουρκικούς όρους».
Ο Τούρκος πρωθυπουργός Σ. Ντεμιρέλ είπε αργότερα σε Έλληνα συνομιλητή του πως «Περίμενα ότι θα υποχωρήσουν οι Έλληνες αλλά όχι ότι θα ξεβρακωθούν»…
Σε ότι αφορά τον… υπερπατριώτη Γεώργιο Παπαδόπουλο, όταν κλήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις της βουλής για εκείνη τη συμφωνία αφού πρώτα αμφισβήτησε τη δυνατότητα της μεραρχίας να αμυνθεί αποτελεσματικά, είπε πως την υπέγραψε επειδή ήθελα να αποτρέψει έναν ελληνοτουρικό πόλεμο και επειδή «παρενέβη ο Βανς και όλοι οι άλλοι εσταμάτησαν. Εκπρόσωπος του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών… Τι να κάνουμε;»!