Ο ζωγράφος Βασίλης Δημητρίου έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών. Ήταν ο άνθρωπος που μετέφερε τις εικόνες από τα κινηματογραφικά φιλμ στις αφίσες των σινεμά.
Επί 65 χρόνια ο Βασίλης Δημητρίου δημιουργούσε χειροποίητα τις κινηματογραφικές αφίσες, δίνοντας άλλη όψη στα σινεμά. Τα τελευταία χρόνια ήταν ο άνθρωπος που ετοίμαζε τις γιγαντοαφίσες του κινηματογράφου «Αθήναιον» στην περιοχή των Αμπελοκήπων, ο οποίος και μας επιβεβαίωσε το θλιβερό γεγονός.
Μάλιστα μεγάλα δίκτυα, όπως το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων είχε κάνει σχετικό αφιέρωμα για τον Έλληνα ζωγράφο ο οποίος πήγαινε κόντρα στη Digital εκτύπωση.
Ο Βασίλης Δημητρίου είχε μιλήσει στο newsbeast.gr για τη δουλειά του και παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε το θέμα.
Ο τελευταίος των… χειροποίητων κινηματογραφικών αφισών
Στον τοίχο του χαμηλοτάβανου εργαστηρίου της γραφικής μονοκατοικίας κρέμεται μισοτελειωμένη η αφίσα από τα «Κόκκινα Φανάρια». Η ειδοποιός διαφορά είναι πως η αφίσα του έργου έχει ζωγραφιστεί στο χέρι από το Βασίλη Δημητρίου, τον τελευταίο των… κινηματογραφικών αφισών!
Η διάσταση είναι λίγο μικρότερη από τη συνηθισμένη του χαρτιού, μόνο που αυτή τη φορά έχει χρησιμοποιηθεί καμβάς. Σύντομα θα γίνουν τα εγκαίνια της ατομικής έκθεσης του Βασίλη Δημητρίου, η οποία θα περιλαμβάνει διαχρονικές αφίσες ταινιών σε καμβά. «Το χαρτί είναι ένα εύθραυστο υλικό , ο σκοπός της έκθεσης είναι το έργο να μείνει αναλλοίωτο στο χρόνο. Το χαρτί δεν έχει αυτή τη δυνατότητα, φθείρεται ξεθωριάζει, σαν την τέχνη μας» μας λέει.
Ο Βασίλης Δημητρίου είναι ο μόνος στην Ευρώπη, ίσως και ο μόνος σε περισσότερες ηπείρους που δίνει ακόμα ανθρώπινο χρώμα στη βιομηχανία του θεάματος, σε μια εποχή που το 3D και το multiplex κυριαρχεί.
Ο τελευταίος δημιουργός χειροποίητων κινηματογραφικών αφισών προτιμά και ζωγραφίζει με σκόνες αγιογραφίας και ψαρόκολλα αφού τα «ακρυλικά είναι σκληρά χρώματα για χαρτί του μέτρου» όπως μας λέει.
Το τρεμάμενο χέρι του καταφέρνει ακόμα και σήμερα να αποδίδει πιστά σύγχρονους και κλασσικούς αστέρες της μεγάλης οθόνης. Το εργαστήριο ταυτόσημο με μουσείο κινηματογράφου έχει κρεμασμένα παντού τεκμήρια του παρελθόντος. Διάσπαρτες αφίσες εναλλάσσονται με τρόπαια πυγμαχίας, αφού εκτός από ζωγράφος, υπήρξε πρωταθλητής πυγμαχίας και εν συνεχεία προπονητής. Και για τα δυο μιλάει με ιδιαίτερη συγκίνηση.
Η «τέχνη» του, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γνήσια, ολοκληρωμένη κινηματογραφική εμπειρία, είναι σήμερα το τελευταίο δείγμα ενός είδους που κάποτε ανθούσε.
Πρόθυμος να μοιραστεί τα μυστικά του επαγγέλματος, μας διαβεβαιώνει πως για να κάνεις ωραία μια αφίσα, σημαντικό ρόλο παίζει να σου αρέσει η ταινία ή ο ηθοποιός.
«Φυσικά και ζωγραφίζω καλύτερα τις γυναίκες που μου αρέσουν. Έχω κάνει την Πενέλοπε Κρούζ κούκλα. Αν με βάλεις να κάνω το Βουτσά δεν πρόκειται να τον κάνω καλά με τίποτα».
Κάποτε είχε 20 κινηματογράφους με τους οποίους συνεργαζόταν. «Υπήρχαν χρονιές που είχα μέχρι και δώδεκα κινηματογράφους ταυτόχρονα. Για λίγο καιρό δούλευα στο Αττικόν και τον Απόλλωνα. Επίσης ήμουν στον Έσπερο, στο Ιντεάλ, στο Άστορ, στο Ρεξ, στο Μόντιαλ» θυμάται συνεχίζοντας να απαριθμεί… «Με το Αθήναιον συνεργάζομαι εδώ και 35 χρόνια. Τα έργα μου είναι εκατονταπλάσια, ούτε που μπορώ να υπολογίσω τον αριθμό».
Ζωγραφίζει σχεδόν 60 χρόνια. «Δεν σπούδασα. Είμαι αυτοδίδακτος αν και κανένας δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοδίδακτος. Όταν έχεις το ταλέντο, βλέπεις και διαβάζεις για τη ζωγραφική και έτσι εξελίσσεσαι. Απλώς αυτά που σου διδάσκουν στη σχολή Καλών Τεχνών τα μαθαίνεις μόνος σου αργότερα, το σίγουρο είναι πως θα τα μάθεις. Κανένας δεν μπορεί να σου δείξει πως φτιάχνεται ένα χρώμα που βλέπεις είτε σε κάποια φωτογραφία είτε στη φύση. Επειδή σου είπανε πως αν αναμείξεις το άσπρο με το μπλε θα βγει θαλασσί… Με τον καιρό αποκτάς την εμπειρία που χρειάζεται».
Κατάλαβε πως ζωγραφίζει καλά στη δευτέρα δημοτικού.
«Σε ένα διάλειμμα που ήμουν επιμελητής – βλέπεις με έβαζε συχνά η δασκάλα, η κυρά Μάρω, για να μην κάνω αταξίες – ζωγράφισα στον πίνακα μια αλεπού κι ένα σταφύλι, όσα δεν πιάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια που λέμε. Όταν ρώτησε η κυρά Μάρω ποιος το έκανε και της απάντησα εγώ, έφαγα ένα χαστούκι ακόμα το θυμάμαι. Θεώρησε ότι έλεγα ψέματα. Για να πειστεί με έβαλε να το ξανακάνω. Ξαναφτιάξε το τότε ρε κερατά, μου είπε. Με κλάματα και τρέμοντας το ξανάφτιαξα όπως όπως. Τότε κατάλαβε πως είχα ταλέντο κι από τότε με είχε υπό την προστασία της».
Τα χρόνια τότε, όπως μας περιγράφει ο κ. Βασίλης, ήταν φτωχά χρόνια. «Μέσα στην κατοχή, μέσα στους Γερμανούς, τα πράγματα ήταν αλλιώς. Κι εμείς ζούσαμε πολύ φτωχά. Δεν είχα μπλοκ και ξυλομπογιές για να ζωγραφίσω. Έτσι ζητούσα από την κυρά Μάρω κιμωλίες, και ζωγράφιζα τις πλάκες των πεζοδρομίων. Το καλοκαίρι της πέμπτης και της έκτης τάξης δούλευα σε ένα μανάβικο. Εκεί με ένα μυτερό ξυλαράκι, σχεδίαζα πάνω στα καρπούζια ό,τι μου κατέβαινε, ένα καραβάκι, ένα ψάρι, ένα μάτι. Οι γυναίκες που ερχόντουσαν να ψωνίσουν έλεγαν, Α, κύριε Ευάγγελε, πολύ ωραίο αυτό το καρπούζι με το καραβάκι, αυτό θα πάρω! Κι εμένα τότε γύρναγε και μου έλεγε ο κυρ Ευάγγελος, εσύ μη μιλάς, μόνο σχεδίαζε».
Το πώς από τη ζωγραφική πέρασε στην ιστορική αφισογραφία οφείλεται σε άλλο ένα ανορθόδοξο περιστατικό. Στον κινηματογράφο Αττικόν στην Κυψέλη, τα παιδιά που δεν είχαν λεφτά για σινεμά σκαρφάλωναν στα δέντρα που υπήρχαν έξω από τον κινηματογράφο για να δουν τις ταινίες. Ανάμεσα σε αυτά κι ο κ. Βασίλης.
«Όταν μας καταλάβαιναν, μας χτυπούσαν τα πόδια με τη βίτσα για να κατεβούμε, φοβόντουσαν μην χτυπήσουμε. Εμείς πηδάγαμε στο δρόμο και όπου φύγει φύγει. Μια τέτοια μέρα αντί να πηδήξω στο δρόμο έπεσα μέσα στο σινεμά και με τσακώσανε. Τότε ο ιδιοκτήτης μου είπε πως αν ήθελα να βλέπω τα έργα μπορούσα να πηγαίνω νωρίς το απόγευμα να βοηθάω στις διάφορες προετοιμασίες και μετά να κάθομαι να βλέπω το έργο. Έτσι κι έγινε. Έφτανα από νωρίς, έκανα τις δουλειές κι όταν τελείωνα μέχρι να αρχίσει η ταινία, έβγαζα το μολυβάκι μου έπαιρνα ένα χαρτόνι και ζωγράφιζα από την ανάποδη τα πρόσωπα που έβλεπα. Όταν μια από τις ζωγραφιές έπεσε στα χέρια του ιδιοκτήτη, αποφάσισε να με πάει σε έναν ζωγράφο να μου μάθει την τέχνη της αφίσας, αφού όπως έλεγε είχα ταλέντο».
Ορφανός από πατέρα, ο κ. Βασίλης χρειαζόταν την άδεια της μητέρας του. Εκείνη όμως αρνήθηκε να του την δώσει από φόβο μην μπλέξει.
«Δεν βγάζαμε άκρη μέχρι που ήρθε ο αδερφός μου. Ε ρε μάνα, αφού τον ξέρεις είναι στραβόξυλο σαν το είπε, θα γίνει, οπότε δεν έχει νόημα να τσακώνεστε. Κάπως έτσι τα κατάφερα και πήγα».
Ο ζωγράφος ήταν ο Κώστας Γρηγοριάδης καλλιτέχνης στα γράμματα των αφισών. Δίπλα του όμως δεν έμεινε καιρό. Ο Κώστας έβριζε πολύ.
«Εγώ δεν έβριζα καθόλου. Φαντάσου στην ομάδα που παίζαμε ποδόσφαιρο, όποιος έβριζε τον έβγαζα έξω. Αυτός με το παραμικρό έβριζε. Για να μην τσακωθούμε, έφυγα».
Στη συνέχεια πήγε στο Βικέντιο Μπέκνερ. Ο κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερος Τσεχοσλοβάκος αποδείχτηκε το εντελώς αντίθετο όπως μας πληροφορεί ο κ. Βασίλης.
«Ο Νίνο, όπως ήταν το καλλιτεχνικό του σε εκνεύριζε με την ευγένειά του. Σου έλεγε, Βασιλάκη, σε παρακαλώ πάρα πολύ, μου δίνεις το μαύρο χρώμα. Πιο ευγενικά δεν γινόταν να στο ζητήσει. Στην αρχή του απαντούσα κύριε Νίνο γιατί χάνουμε χρόνο, πες μου δώσε μου το μαύρο και θα στο δώσω. Όχι μου έλεγε. Έτσι θα μάθεις να μιλάς κι εσύ. Κι έτσι κι έγινε».
Δίπλα στο Νίνο έμαθε πολλά πράγματα, που δεν αφορούσαν μόνο τη ζωγραφική.
«Έμαθα να είμαι σωστός άνθρωπος και να κάνω ωραία γράμματα με διάφορους χαρακτήρες γραμμάτων. Εν τω μεταξύ τις κενές ώρες που είχα μέσα στο εργαστήριο του Μπέκνερ, ζωγράφιζα. Μια μέρα του ήρθε η ιδέα να φτιάξουμε μια αφίσα με ζωγραφιά και γράμματα κι ας μην την πουλούσαμε όσο θα έπρεπε. Όταν την είδε ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου, ενθουσιάστηκε. Η μια παραγγελία έφερε την άλλη μέχρι που πήγα φαντάρος».
Όταν τελείωσε από φαντάρος με δανεικά από την μητέρα του και τον αδερφό του αγόρασε μερικά πινέλα και δύο κιλά χαρτί και νοίκιασε ένα δωμάτιο για ατελιέ.
«Ο πρώτος πελάτης που ήρθε, μου είπε πως πίσω από τον κινηματογράφο υπάρχει ένα δωμάτιο το οποίο μπορούσα να χρησιμοποιώ σαν εργαστήριο και μάλιστα τζάμπα. Άφησα το χώρο που είχα νοικιάσει και πήγα εκεί. Μετά τα πρώτα έργα, η πελατεία άρχισε να αυξάνει» διηγείται ο κ. Βασίλης μέσα στο μικρό εργαστήριο που διατηρεί στην Αγία Παρασκευή.
Κοιτάζοντας την αφίσα από τα Κόκκινα Φανάρια, η Τζένη Καρέζη, αν και δεν έχει ακόμα χρώμα, νομίζεις πως θα σου μιλήσει. Πλέον δεν βλέπει πάντα τις ταινίες πριν αποτυπώσει τους πρωταγωνιστές τους στο χαρτί.
«Παλαιότερα προσπαθούσα και έβλεπα ταινίες και μάλιστα πριν παιχτούν. Τώρα δεν το κάνω αυτό.
Περιμένω να μου δώσουν το υλικό που υπάρχει από κάθε ταινία, διαλέγω τι θα φτιάξω και ξεκινάω να ζωγραφίζω».
Βέβαια δεν ζωγραφίζει μόνο αφίσες, τα τελευταία του έργα, τα Γεφύρια, θα παρουσιαστούν σε έκθεση που θα ακολουθήσει αυτή των αφισών στον ίδιο εκθεσιακό χώρο.
«Μεγάλη σημασία έχουν τα γράμματα. Χάρη στον Μπέκνερ, κατάλαβα τη σημασία της γραμματοσειράς. Άλλα γράμματα έχει η Καζαμπλάνκα, άλλα τα Κόκκινα Φανάρια. Πρέπει πάντα να έχουν σχέση πάντα και με το έργο» συμπληρώνει.
Η κατασκευή μιας αφίσας διαρκεί 2 με 3 μέρες. Όσο για εκείνες που ο ίδιος ξεχωρίζει είναι πολλές.
«Μια από αυτές που είχαν κάνει μπαμ στην Αθήνα ήταν ο Τιτανικός. Ήταν 13,5 μέτρα μήκος επί 2,5 μέτρα πλάτος. Το δύσκολο σε αυτή τη δουλειά είναι άλλωστε και οι διαστάσεις. Την κάθε αφίσα την φτιάχνω σε δύο κομμάτια 6,5 μέτρα το καθένα και στο τέλος κάνω την ένωση για να ταιριάξω τα χρώματα. Αν έχεις μεράκι και ταλέντο όμως είναι ωραία. Εγώ κάνω κάτι στρογγυλά που όταν βάλεις επάνω τον διαβήτη δεν χάνουνε στο ελάχιστο. Ο αδερφός μου έλεγε για πλάκα πως μικρός από την πείνα έτρωγα διαβήτες γι’ αυτό και κάνω τόσο καλούς κύκλους».
Αν και κάποτε ήταν προσοδοφόρα δουλειά τώρα πια κοντεύει να εκλείψει.
«Μόνο ένας κινηματογράφος υπάρχει που κάνει μια γιγαντοαφίσα. Το κομπιούτερ κάνει τη δουλειά που κάνω εγώ στο 1/3 της τιμής οπότε γιατί να προτιμήσουν ζωγραφισμένη αφίσα. Άλλωστε μένει μόνο μια βδομάδα πάνω, οπότε τι τους νοιάζει. Δεν σκέφτονται όλοι όπως το Αθήναιον, που λέει θέλω τον Βασίλη να μου το ζωγραφίσει».
Εκτός από ζωγράφος είναι και μάγος όπως μας λέει. Ο εγγονός του ο Βασίλης στις προσκλήσεις των γενεθλίων του έγραφε «θα παρευρίσκεται και ο παππούς μου ο Μάγος» αναπολεί καθώς συζητάμε. Το πρωί είχαν έρθει επίσκεψη τα δισέγγονά του και ο τεράστιος σκύλος της αυλής γάβγιζε. «Τότε μου λέει ο μικρός, Παππού με μαλώνει. Μην ανησυχείς του λέω θα τον εξαφανίσω. Είμαι παλιοπαππούς, τι να κάνουμε;» δηλώνει χαμογελαστός και συμπληρώνει πως το καλύτερο πράγμα είναι η οικογένεια.
Ειδικά για έναν άνθρωπο όπως εγώ, που δυσκολεύομαι να βγω από το σπίτι δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα». Όπως μας λέει δεν είναι του έξω. Τώρα χαίρεται τα δισέγγονά του και καμαρώνει τη γυναίκα του, που ως στυλοβάτη της οικογένειας, στέκεται δίπλα του σχεδόν 40 χρόνια. Άλλωστε ποτέ δεν εντάχθηκε στη βιομηχανία των τυπικών δημοσίων σχέσεων με μοναδικό στόχο το κέρδος.
«Κάποτε μια πλούσια, είχε κολλήσει με εμένα. Παίρνει λοιπόν τηλέφωνο ένα βράδυ, γύρω στη μια, και μου λέει, Βασίλη έλα στο Κολωνάκι, είναι μαζεμένη όλη η ελίτ της Αθήνας, να σε γνωρίσουν, να αποκτήσεις πελατεία. Ξέρεις τι της απάντησα; Δεν είσαι στα καλά σου που θα αφήσω το κρεβάτι μου και τη γυναίκα μου τέτοια ώρα για να έρθω στο Κολωνάκι. Μια χαρά είμαι κι έτσι. Θα ζωγραφίζω για εμένα κι ας μην τους παίρνει κανείς. Και μην ξεχνάς πως έχω δεσμευτεί να ζωγραφίζω 150 χρόνια… Είμαστε υπεραιωνόβιοι στο σόι μας» λέει χαμογελώντας καθώς μας ξεπροβοδίζει…