Για την Ελλάδα το όνομα Μέρκελ έχει μία πικρή ιστορία. Και δεν είναι μόνο της Άνγκελα Μέρκελ που βρέθηκε πρόσφατα στη χώρα μας.

Το όνομα Μέρκελ έχει μια θλιβερή ιστορία από τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο σημερινό δημοσίευμα των «Επίκαιρων», που βρίσκεται ήδη στα περίπτερα, αναφέρεται ότι λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, έφτασε από το Βερολίνο στην Ελλάδα ο Ρολφ Μέρκελ, ο οποίος μέχρι τότε ήταν διευθυντικό στέλεχος της εταιρείας Klangfilm, θυγατρικής του συγκροτήματος Siemens-Telefunken.

Η άφιξή του στην Αθήνα το 1938 θεωρήθηκε περίεργη και αρχικά συνδυάστηκε με την ίδρυση του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, ύστερα από συμφωνία που είχε υπογράψει ο τότε υφυπουργός Συγκοινωνιών και μεταπολεμικός δήμαρχος Αθηναίων, Κων. Νικολόπουλος, με τον πληρεξούσιο διευθυντή του γερμανικού συγκροτήματος Ιω. Βουλπιώτη.

Στη συνέχεια, ο τελευταίος, σύμφωνα με το δημοσίευμα, ως γενικός αντιπρόσωπος της Telefunken στην Ελλάδα, ανέλαβε την πρωτοβουλία και ίδρυσε παράρτημά της στην Αθήνα, για τη στελέχωση του οποίου ζήτησε να έρθει επιλεγμένο προσωπικό από τα κεντρικά γραφεία του Βερολίνου. Ένα από τα στελέχη αυτά ήταν ο Ρολφ Μέρκελ, ο οποίος όμως ήρθε «φυτευτός».

Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα χωρίς να του δοθούν ιδιαίτερα καθήκοντα, αν και του νοικιάστηκε από την εταιρεία μια έπαυλη στο Ψυχικό για να μένει με την οικογένειά του. Στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για «κάλυψη» προκειμένου να αναπτύξει ένα ανεξάρτητο δίκτυο κατασκοπείας.


Κατασκοπευτικό δίκτυο

Αμέσως, εμφανίστηκε επίσημα ως ενδιαφερόμενος να αναπτύξει τις εξαγωγικές δραστηριότητες της Telefunken. Άρχισε να πραγματοποιεί αεροπορικά ταξίδια σε διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής.

Με έδρα την Αθήνα ταξίδεψε και εγκατέστησε εκεί πράκτορες στο Μαρόκο, στο Σουδάν, στην Ιορδανία, στο Ιράκ, στο Ιράν, καθώς και στις υπό βρετανική κυριαρχία Κύπρο και Μάλτα.
Στόχος του ήταν να οργανώσει ένα ανεξάρτητο κατασκοπευτικό δίκτυο και, ταυτόχρονα, όπως προέκυψε, να προετοιμάσει τοπικές αραβικές εξεγέρσεις που θα ανέτρεπαν τη βρετανική επιρροή στις χώρες αυτές.

Στην Κύπρο χρησιμοποίησε ελληνικές συστάσεις για να έρθει σε επαφή με διάφορους Ελληνοκύπριους που θα μπορούσαν να του φανούν χρήσιμοι, αλλά οι βρετανικές Αρχές τον έδιωξαν εγκαίρως, πολύ πριν από το Σεπτέμβριο του 1939.

Όταν στα τέλη Μαρτίου του 1939, ακριβώς πέντε μήνες πριν από την κήρυξη του πολέμου, πραγματοποίησε ένα ξαφνικό ανεπίσημο ταξίδι στην Αθήνα ο Γιόζεφ Γκέμπελς, ο υπουργός Προπαγάνδας του Χίτλερ, φιλοξενήθηκε στη βίλα της οικογένειας Μέρκελ.

Έδωσε στο Γερμανό κατάσκοπο, όπως αναφέρουν τα «Επίκαιρα», συγκεκριμένες οδηγίες πως έπρεπε να ενεργήσει στις αραβικές χώρες για να οργανώσει τις εξεγέρσεις. Από την Αθήνα ο Γκέμπελς συνέχισε το ταξίδι του, συνοδευόμενος από τον Μέρκελ, με επόμενο σταθμό την τότε ιταλοκρατούμενη Ρόδο, όπου έγιναν συσκέψεις με Άραβες που ήδη είχε στρατολογήσει ο Μέρκελ.

Όπως ήταν επόμενο, οι κινήσεις του Μέρκελ υπέπεσαν στην αντίληψη της ελληνικής αντικατασκοπίας και όταν ένα χρόνο αργότερα την τελευταία στιγμή αποκαλύφθηκε μια συνωμοσία Ελλήνων γερμανόφιλων που ήταν σε εξέλιξη, ο υπουργός Ασφάλειας, Κων. Μανιαδάκης, έλαβε δραστικά μέτρα και, μεταξύ άλλων, ζήτησε να απομακρυνθεί αμέσως ο Γερμανός κατάσκοπος.

Έτσι, ο Βουλπιώτης κλήθηκε επειγόντως τον Ιούλιο του 1940 απ’ τον Μανιαδάκη, με τον οποίο συνδεόταν με προσωπική φιλία και του ζητήθηκε να ξεκαθαρίσει η υπόθεση.


Από την Ελλάδα στην… Τουρκία

Ο Έλληνας αντιπρόσωπος της Telefunken διευκρίνισε ότι δεν ήταν δική του επιλογή η παρουσία στην Ελλάδα του Μέρκελ ούτε είχε ο τελευταίος ανάμειξη στα της εταιρείας όσον αφορά στις ελληνικές δραστηριότητες της γερμανικής εταιρείας.

Ο Μέρκελ υποχρεώθηκε μαζί με την οικογένειά του να εγκαταλείψει κακήν κακώς την Αθήνα. Αλλά, αντί να επιστρέψει στη Γερμανία, μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετέφερε την έδρα του, πάλι με «κάλυψη» την εταιρεία Telefunken. Όμως, μόλις έφτασε στην Τουρκία, έστειλε μια αναφορά στο Βερολίνο καταγγέλλοντας αφενός μεν τον Μανιαδάκη για την προσβλητική μεταχείρισή του, αφετέρου δε τον Βουλπιώτη, που δεν τον υποστήριξε.

Ο Ρολφ Μέρκελ απομακρύνθηκε από την εταιρεία Telefunken στα τέλη του 1941, όπως προκύπτει από επιστολή που έστειλε το Μάρτιο του 1942 ο γενικός διευθυντής της εταιρείας Μάρτιν Σβαμπ στον Ιω. Βουλπιώτη, ο οποίος ενδιαφέρθηκε ιδιωτικά να μάθει τι απέγινε ο Γερμανός αρχικατάσκοπος.