Η φράση που λέμε για κάποιον που φεύγει από αυτόν τον κόσμο δίχως πλούτη, φαίνεται πως προέρχεται από την εποχή του Βυζαντίου.
Παρά το γεγονός ότι είχαμε να κάνουμε με μια αυτοκρατορία που κατά περιόδους ήταν ιδιαίτερα πλούσια, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και πένητες.
Μάλιστα, φτωχούς κατοίκους είχε και η «Βασιλίδα» των πόλεων, η λαμπρή πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη. Αυτοί ζούσαν σε αρκετές συνοικίες και ζούσαν από τα αποφάγια των αρχόντων.
Όπως είναι φυσικό η ένδυσή του βασίζονταν σε κουρέλια, τα σπίτια που ζούσαν ήταν τρώγλες και οι εποχές των λοιμών σήμαιναν βέβαιο θάνατο για αυτούς.
Η χειρότερη συνοικία ήταν η Μπάρα, που την κατοικούσαν αποκλειστικά εταίρες και άποροι. Οι τελευταίοι κοιμόντουσαν πάνω σε ψάθες, που τις έφτιαχναν οι ίδιοι, κάτι για το οποίο έχουν διασωθεί πολλές μαρτυρίες. Χαρακτηριστικά ο Θεόδωρος ο Πρόδρομος αναφέρει τα λόγια ενός ηγούμενου σε ένα από ποιήματά του:
«Αυτός έχει καν τέσσαρα κρεβατοστρώσια
και συ κοιμάσαι εις το ψαθίν και γέμεις και τας φθείρας».
Ενώ αλλού:
«Συ εκοιμώ εις το ψαθίν και εγώ εις το κλινάριν».
Ο Πολυδεύκης στο «Ονομαστικόν» του γράφει: «Τοις οικέταις εν κοιτώνι αναγκαία σκεύη χαμεύνια και ψίαθοι και φορμοί», ενώ ο Φρύνιχος: «Χαυμένιον Αττικοί, ψίαθος Έλληνες».
Από εκεί προέρχεται και η συγκεκριμένη παροιμία.