«Τα τηλέφωνα χτυπάνε, αλλά είναι ανούσια». Η Χ. ξεκινάει τη μέρα της όπως κάθε άλλος ιδιωτικός υπάλληλος: με ένα αίσθημα βάρους και αγωνίας. «Όπως και όλοι οι άλλοι εργαζόμενοι, σκεφτόμαστε, άντε να δούμε αν θα γίνει κάτι σήμερα». Στο ταξιδιωτικό πρακτορείο όπου εργάζεται τα τελευταία χρόνια, κόσμος συνεχίζει να τηλεφωνεί για να ενημερωθεί για τιμές ταξιδιών και εκδρομών, αλλά σε αντίθεση με το τι γινόταν μέχρι πριν από δύο περίπου χρόνια, τα τηλεφωνήματα αυτά δεν έχουν συνήθως κάποιο αποτέλεσμα. «Τέτοια εποχή, πάντα υπάρχει φόρτος εργασίας, αλλά η γενικότερη κατάσταση έχει αλλάξει.
Μας τηλεφωνούν για να ενημερωθούν για τις τιμές, αλλά συνήθως κλείνουν το τηλέφωνο απογοητευμένοι. Και όχι επειδή οι τιμές είναι υψηλές, έχουν πέσει σε πάρα πολλούς τομείς -και αυτό είναι ένα θετικό που έφερε η κρίση- αλλά επειδή δεν τους βγαίνουν τα χρήματα. Μετά από τόσα χαράτσια, δεν υπάρχει χρήμα για να διαθέσει μια οικογένεια ή κι ένα ζευγάρι χωρίς παιδιά», δηλώνει η Χ. στην εφημερίδα «Καθημερινή».
Οι ταξιδιωτικοί πράκτορες έχουν να το λένε: το ταξίδι, η απόδραση είναι στο DNA του
Ελληνα. Μόνο που ο ιδανικός προορισμός για φέτος τα Χριστούγεννα δεν είναι η Αράχωβα, το Καρπενήσι ή τα Ζαγοροχώρια. Είναι η καλύτερη προσφορά. Πιο σωστά: μπορεί να είναι ένα από τα παραπάνω μέρη, που παραδοσιακά τέτοια εποχή είναι πολύ δημοφιλή, αρκεί να βρεθεί το καλύτερο οικονομικό πακέτο. «Το άγχος το δικό μας είναι να συνδυάσουμε το καλύτερο δυνατό πακέτο.
Πάντα συνέβαινε αυτό, αλλά τώρα είναι άμεση προτεραιότητα. Μια επιτακτική ανάγκη να βγαίνουν όλο και περισσότερες προσφορές, χωρίς ο πελάτης να χάνει κάτι από τη γενικότερη ποιότητα των υπηρεσιών που του παρέχονται».
Τηλεφωνήματα που δεν καταλήγουν πουθενά συνήθως και ταυτόχρονα σπαζοκεφαλιές για να επιτευχθεί ο καλύτερος δυνατός συνδυασμός σε ένα οικονομικό πακέτο. Το καθαρά πρακτικό κομμάτι είναι ζόρικο λοιπόν, ωστόσο ακόμα πιο ζόρικη μερικές φορές είναι η καθαρή ψυχολογία: όταν, για παράδειγμα, έρχεται η πληροφορία ότι κάποια ξενοδοχεία έκλεισαν ξαφνικά εξαιτίας της κρίσης.
Συχνά, οι ταξιδιωτικοί υπάλληλοι γνωρίζουν τους ιδιοκτήτες των ξενοδοχείων μετά χρόνια συνεργασίας και εδώ μπαίνει το συναίσθημα, ο ανθρώπινος παράγοντας. Και συχνότερα, μετά τη λύπη, όταν η ψυχραιμία επιστρέφει, έρχεται η κριτική: ίσως εάν είχαν κατεβάσει νωρίτερα τις τιμές τους από τον πρώτο χρόνο της κρίσης, να είχαν σωθεί. «Τα περισσότερα ξενοδοχεία της Ελλάδας δεν αναπροσάρμοσαν τις τιμές τους έγκαιρα. Δεν είχαν συνειδητοποιήσει το μέγεθος της κρίσης. Αργησαν. Και είναι κρίμα διότι ένα τριήμερο στο εσωτερικό θα το κάνεις κάποια στιγμή, Χριστούγεννα ή Πάσχα, ένα Σαββατοκύριακο».
Πέρα από την κρίση όμως, ο ταξιδιωτικός πράκτορας έχει να αντιμετωπίσει και έναν ακόμα πανίσχυρο αντίπαλο: το Διαδίκτυο. «Σου λέει κάποιος, εγώ βρήκα το τάδε αεροπορικό εισιτήριο πέντε ευρώ πιο φθηνά στο Ιντερνετ, δεν μπορείτε να μου κάνετε κάτι καλύτερο; Τα ίδια μάς λένε και για τις τιμές των δωματίων». Το παρήγορο είναι ότι όπως εκτιμούν κάποιοι άνθρωποι της αγοράς, η φετινή πτώση στη ζήτηση δεν θα ξεπεράσει τελικά το 20% – «πράγμα θετικό διότι φοβόμασταν πτώση άνω του 50%, κάτι που βέβαια θα σήμαινε πάρα πολλά δυσάρεστα πράγματα».
Το μόνο βέβαιο είναι ότι μέσα σε δύο χρόνια άλλαξε αρχικά η ταξιδιωτική διάθεση του κόσμου, τώρα πλέον και η ίδια η δυνατότητα. «Στο ξεκίνημα της κρίσης λειτουργούσε περισσότερο η φοβία, η ανησυχία, ενώ σήμερα λειτουργεί περισσότερο η ίδια η οικονομική αδυναμία.
Οπότε, συμβαίνει ό,τι συμβαίνει τελευταία και με ένα Σαββατόβραδο στην Αθήνα: οι συντροφιές δεν θα βγουν έξω, σε εστιατόρια ή μπαρ, αλλά θα μαζευτούν σε σπίτια. Ανάλογα, αν υπάρχει κάποιο εξοχικό, φιλοξενούνται εκεί, αποφεύγοντας τα ξενοδοχεία και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Όταν μπορούν να το κάνουν και αυτό. Διότι πλέον ούτε αυτό δεν μπορούν να κάνουν. Κυρίως όσοι έχουν οικογένεια».