Έναν χρόνο πριν, τα χωράφια γύρω από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Ειδομένης ήταν σπαρμένα με …σκηνές, η ατμόσφαιρα μύριζε καμένο πλαστικό και ένα πολύχρωμο και πολύβουο πλήθος κινούνταν με αργά, μακρόσυρτα βήματα πάνω στις ράγες.
Έναν χρόνο μετά, στα χωράφια του μικρού αυτού ακριτικού χωριού, το στάρι έχει θεριέψει και διάσπαρτες παπαρούνες «ματώνουν» το τοπίο, η ατμόσφαιρα μυρίζει άνοιξη και στις ράγες κυκλοφορούν τρένα φορτωμένα με εμπόρευμα. Μόνος ήχος στον αέρα, τα τιτιβίσματα των πουλιών και το σφύριγμα του τρένου που έρχεται να …διαταράξει προς στιγμήν την «εύλαλη» σιωπή του τοπίου.
Σ’ αυτόν τον χρόνο που μεσολάβησε από την εκκένωση της Ειδομένης (σ.σ. η επιχείρηση εκκένωσης διήρκεσε τρεις ημέρες και ολοκληρώθηκε στις 27 Μαΐου) μόνο η βαριά σιδερόφραχτη πύλη στα σύνορα Ελλάδας-ΠΓΔΜ και το συρματόπλεγμα κατά μήκος της συνοριογραμμής θυμίζουν ότι εκεί, κάποτε, είχε αναπτυχθεί ο μεγαλύτερος άτυπος προσφυγικός καταυλισμός στα Βαλκάνια, που την περίοδο αιχμής του έφτασε να φιλοξενεί 15.000 άτομα, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Ένα χρόνο μετά την εκκένωση, πλέον η ζωή των κατοίκων της Ειδομένης έχει επανέλθει στους κανονικούς της ρυθμούς. Ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για εμάς η παραμονή των προσφύγων εδώ, στην Ειδομένη, που έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο γι’ αυτό. Μια εμπειρία με θετικά και αρνητικά στοιχεία», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η πρόεδρος της τοπικής κοινότητας Ειδομένης, Ξανθούλα Σουπλή.
«Ήταν δύσκολα τα πράγματα γιατί από τη μία ήταν οι κάτοικοι του χωριού που ύστερα από κάποιους μήνες, με όλα αυτά που γίνονταν, ήθελαν να εκκενωθεί η Ειδομένη και από την άλλη οι πρόσφυγες που παρέμεναν εδώ γιατί είναι η θέση της Ειδομένης τέτοιας που τους βοηθούσε, ώστε να εκπληρώσουν τα όνειρά τους να φύγουν στην Ευρώπη για ένα καλύτερο αύριο», εξηγεί.
Η προσφυγική κρίση -με ό,τι κι αν άφησε πίσω της- σημάδεψε παντοτινά την ιστορία της μικρής κοινότητας, η πρόεδρος της οποίας θέλει να φτιάξει κάτι στο χωριό «ώστε να θυμίζει όλους αυτούς τους πρόσφυγες που πέρασαν από την Ειδομένη, τον δρόμο της προσφυγιάς», όπως λέει χαρακτηριστικά.
Η φήμη της Ειδομένης «ταξίδεψε» σε όλον τον πλανήτη μέσα από τις φωτογραφίες, τα πλάνα των τηλεοπτικών συνεργείων και τις ανταποκρίσεις των δημοσιογράφων, που έσπευσαν κατά μιλιούνια να καλύψουν την προσφυγική κρίση. Ο άτυπος χαρακτήρας του καταυλισμού από τη μία, το «φράγμα» της γλώσσας από την άλλη και μια σειρά από εγγενείς δυσκολίες καθιστούσαν δύσκολο το έργο των ρεπόρτερ.
Στο πρόσωπο του προϊσταμένου του Γραφείου Τύπου της Περιφερειακής Αστυνομικής Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας, Πέτρου Τάνου, οι δημοσιογράφοι βρήκαν μια πάντα διαθέσιμη επίσημη πηγή πληροφόρησης, αφού ήταν αυτός στον οποίο ανέτρεχαν πάντα για να μάθουν ή να διασταυρώσουν μια είδηση.
Πώς, όμως, ο ίδιος βίωσε την προσφυγική κρίση; «Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που απομακρύνθηκαν οι άνθρωποι αυτοί από εδώ και η αλήθεια είναι ότι μου έχουν μείνει αρκετές έντονες στιγμές που έζησα εδώ, στην Ειδομένη», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Μια απ’ αυτές», θυμάται, «ήταν την Καθαρά Δευτέρα, που χιλιάδες άνθρωποι μετακινήθηκαν από εδώ και μέσω ενός χειμάρρου θέλησαν να βρουν κάποια δίοδο για να περάσουν προς τη γειτονική χώρα. Ήταν πολύ έντονες οι στιγμές. Έβλεπες από νεογέννητα έως ηλικιωμένους να θέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο, προκειμένου να διασχίσουν τα σύνορα, παρά το γεγονός ότι η γειτονική χώρα δεν δεχόταν πρόσφυγες. Ήταν μια μάταιη προσπάθεια που τούς έβαζε σε κίνδυνο».
Τον πρώτο καιρό μετά την απομάκρυνση προσφύγων και μεταναστών από τον άτυπο καταυλισμό της Ειδομένης, 50-100 άτομα την ημέρα προσπαθούσαν να επαναπροσεγγίσουν την Ειδομένη και τη σιδηροδρομική της γραμμή -ένα στοιχείο προσανατολισμού, όπως χαρακτηριστικά λέει ο κ. Τάνος- «ωστόσο σταδιακά μειώθηκαν και αυτή την περίοδο σχεδόν είναι μηδενικές οι ροές αυτών των ανθρώπων».
Εικόνες της Ειδομένης τότε και τώρα…
Στον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου είχαν βρει καταφύγιο εκατοντάδες πρόσφυγες και μετανάστες, ακούγονται πλέον μόνον οι εργάτες που έχουν αναλάβει την ανακαίνιση των κτιριακών υποδομών. Όχι ότι τις περισσότερες φθορές τις προκάλεσαν οι πρόσφυγες, αλλά όπως λένε σιδηροδρομικοί, το κτίριο, λόγω παλαιότητας, έχριζε επιδιορθώσεων.
Κλειστό και το κυλικείο του σταθμού που έκανε «χρυσές» δουλειές, αλλά μετά την εκκένωση και τη διακοπή δρομολογίου επιβατικής αμαξοστοιχίας δεν «σταύρωνε» πελάτη. «Δυόμισι χρόνια το είχαν, το ξεχρέωσαν και πάνω που άρχισαν να βγάζουν κέρδη, αναγκάστηκαν να το κλείσουν», εξηγούν για τους ιδιοκτήτες οι περίοικοι. Όσο λειτουργούσε, οι πρόσφυγες σχημάτιζαν ουρές για εμφιαλωμένα νερά και συσκευασμένα τρόφιμα που θα μπορούσαν να κουβαλήσουν στο ταξίδι τους.
«Τους μάθαμε να πίνουν φρέντο εσπρέσο, φραπέ και να αγαπούν την χωριάτικη πίτσα, αφού δεν έτρωγαν χοιρινό και ζητούσαν συνέχεια κοτόπουλο», λέει εργαζόμενος στον Σταθμό.
Λίγα μέτρα από το κτίριο του Σιδηροδρομικού Σταθμού, στην ταβέρνα του Βαγγέλη Γροζίδη, είναι έκδηλο το γεγονός ότι η εποχή που σημείωνε μεγάλες πιένες, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. «Είχαν λεφτά, ζητούσαν να φάνε οτιδήποτε εκτός από χοιρινό και να πιουν τσάι», θυμάται ο κ. Γροζίδης. Μόνο μια φορά τού έκαναν μεγάλη φασαρία και του έσπασαν διάφορα πράγματα στο μαγαζί, οι «κατά γενική ομολογία, φιλήσυχοι πρόσφυγες και μετανάστες».
«Ήταν και κάποιοι τόσο εξαντλημένοι που τους λυπόσουν. Όπως ένα 15χρονο αγόρι που ήρθε στο μαγαζί και με το ζόρι στεκόταν στα πόδια του. Δεν είχε λεφτά και του έβαλα να φάει, με κοιτούσαν όλοι», διηγείται ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, ο οποίος παραδέχεται ότι ναι μεν, είχε αυξημένο τζίρο με τις προσφυγικές ροές, εντούτοις οι συνεχείς έλεγχοι της εφορίας και τα πρόστιμα θα τον αναγκάσουν να δώσει πίσω ό,τι κέρδισε. «Οι παράνομες καντίνες είχαν πολλαπλάσιο τζίρο, χωρίς να ελέγχονται συνέχεια όπως εμείς», λέει με παράπονο.
Αφήνοντας τον σιδηροδρομικό σταθμό και το ταβερνάκι του Βαγγέλη και ανηφορίζοντας προς το χωριό Πλαγιά, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο άλλοτε …press room της Ειδομένης, την ταβέρνα της «μαμάς» Ασημένιας. Στις ημέρες της μεγάλης κρίσης, γινόταν «μάχη» για μια καρέκλα από τους δημοσιογράφους, τους φωτορεπόρτερ και τους κάμεραμαν που κατέφταναν στην περιοχή για να καλύψουν τα γεγονότα, και στα τραπέζια τα λάπτοπ έπαιρναν «φωτιά», αφού όλοι κυνηγούσαν την …πρωτιά.
«Όλοι με αποκαλούσαν μαμά. Τα ένιωθα όλα παιδιά μου. Τα πρόσεχα κι αυτά μου ανταπέδιδαν την αγάπη. Ήταν το κάτι άλλο αυτό που περάσαμε. Αξέχαστο…», μονολογεί η Ασημένια και το βλέμμα της πέφτει πάνω στα σημειώματα και τις φωτογραφίες – ενθύμια εκείνων των ημερών.
Σήμερα, οι καρέκλες και τα τραπέζια είναι άδεια, μόνο τα Σαββατοκύριακα έχει κάποιους πελάτες, αλλά αυτό που στεναχωρεί την ίδια δεν είναι ότι «έπεσε» η κίνηση αλλά ότι …έχασε τα «παιδιά» της… «Έστω και για μια μέρα να έρχονταν όλοι μαζί να τους δω και να τους κάνω ένα τραπέζι. Αλλά όλους θέλω να τους δω», λέει με παράπονο.
Η Ασημένια δεν ήταν, όμως, μόνο η «μαμά» των δημοσιογράφων που κλήθηκαν να καλύψουν την προσφυγική κρίση, στην κορύφωσή της, στη Βόρεια Ελλάδα. Ήταν και η «μαμά» αρκετών προσφύγων που στο μαγαζί -και κάποιοι και στο σπίτι της- έβρισκαν ένα πιάτο φαγητό και κυρίως πολλή αγάπη και κατανόηση για τα δεινά της προσφυγιάς.
Υποτονική είναι η κίνηση και στο γνωστό βενζινάδικο που βρίσκεται σε απόσταση περίπου 20 χιλιομέτρων από την Ειδομένη …διάσημο για τον καταυλισμό που είχε στηθεί εκεί. Δυο –τρεις νταλίκες σταθμευμένες και χαλαρός καφές για τους οδηγούς στα ξύλινα κιόσκια είναι η σημερινή εικόνα εκεί. Οι υπάλληλοι, όμως, δεν έχουν ξεχάσει. Θυμούνται με συγκίνηση τους πρόσφυγες, έχουν μάλιστα και επαφές με κάποιους απ’ αυτούς, κυρίως οικογένειες.
Τα προϊόντα στα ράφια έχουν αλλάξει, όπως και οι …θαμώνες. Τα αδιάβροχα και οι σκηνές για τους πρόσφυγες αντικαταστάθηκαν από χνουδωτά κουκλάκια, πολύχρωμες κούπες και άλλα αναμνηστικά, τα σάντουιτς με αραβική πίτα και φρεσκοψημένα φαλάφελ αποτελούν πλέον μακρινή ανάμνηση, ενώ οι κονσέρβες με τα ντολμαδάκια, τα φασόλια και το ζαμπόν κοτόπουλο έχουν δώσει τη θέση τους σε περίτεχνα βαζάκια με γλυκό κουταλιού, μπουκάλια ούζου, κουραμπιέδες, παστέλια και λογής λογής άλλες λιχουδιές. «Διαθέτουμε πλέον αλκοόλ, όπως ουίσκι και βότκα, όταν ήταν εδώ οι πρόσφυγες είχαμε μόνο μπύρες για να μην έχουμε πολλά περιστατικά μέθης», εξηγούν οι υπάλληλοι.
Στην Ειδομένη και την γύρω περιοχή, τα «σημάδια» της προσφυγικής κρίσης μπορεί να έχουν «σβηστεί» από το τοπίο αλλά όχι και από το νου και τις καρδιές όλων όσοι έζησαν από κοντά τα γεγονότα.