Η σιδερένια «χούφτα» του εκσκαφέα πέφτει πάνω στο ξύλινο σκαρί, σαν μυθικό τέρας που καταβροχθίζει ανυπεράσπιστο ζώο. Στην αρχή το χτυπάει στα ύφαλα και ύστερα το αποτελειώνει με δυο – τρεις κινήσεις του βραχίονα. Οι νομείς βγάζουν έναν σπαρακτικό ήχο καθώς σπάζουν, τα μαδέρια ανοίγουν, το πλεούμενο που δεν λογάριασε ποτέ τη θάλασσα, δεν φοβήθηκε τον καιρό, «πεθαίνει» στη στεριά. Μέσα σε ένα τέταρτο της ώρας, μυστικά της ναυπηγικής τέχνης, που άντεξαν πάνω από 2.500 χιλιάδες χρόνια, ξαναγυρίζουν στη λήθη.
Ακούγεται τρελό, παράλογο, αλλά τα 20 τελευταία χρόνια πάνω από 5.000 ξύλινα αλιευτικά σκάφη –από τα ωραιότερα που αρμένιζαν στις θάλασσές μας– καταστράφηκαν με τις ευλογίες της ελληνικής πολιτείας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τρεχαντήρια, γρι-γρι, γαΐτες, καραβόσκαρα, περάματα, Λίμπερτι, τράτες παραδόθηκαν στις μπουλντόζες και, παρουσία της αστυνομίας, κατάντησαν ένας μικρός σωρός από σανίδες.
Στη θλιβερή «τελετή» το παρών δίνουν και οι ψαράδες, που προτίμησαν τις παχυλές αμοιβές που δίνει η Ευρώπη για την απόσυρση της αλιευτικής αδείας, με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα διαλύσουν τα σκάφη τους. Μερικοί το μετανιώνουν, βλέποντας τον πιστό συνοδοιπόρο τους, το καλοτάξιδο σκαρί με τ’ όνομα συνήθως κάποιου αγίου, να έχει τέτοιο άδοξο τέλος, αλλά είναι πια αργά.
Το χρονικό του αφανισμού του ελληνικού στόλου των ψαροκάικων, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Καθημερινή», που ακόμα και σήμερα είναι ο μεγαλύτερος στη Γηραιά Ηπειρο αριθμώντας περίπου 17.500 σκάφη, ξεκινά τη δεκαετία του 1990. Στο πλαίσιο της Κοινής Ευρωπαϊκής Αλιευτικής Πολιτικής δόθηκαν ισχυρά οικονομικά κίνητρα στους ψαράδες να αφήσουν τη θάλασσα, έτσι ώστε να περιοριστεί η αλιεία στα ευρωπαϊκά ύδατα. Ενώ όμως η πολιτική αυτή ήταν σχεδιασμένη για να προστατεύσει την πανίδα και τη χλωρίδα του βυθού, δεν προέβλεπε την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Τα ελληνικά ξύλινα σκαριά συμπυκνώνουν τη ναυπηγική τέχνη, διασώζουν τα θαυμαστά εμπειρικά σχέδια των καραβομαραγκών που έχουν φύγει από τη ζωή, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ίδιας της ιστορίας της χώρας. Προκειμένου όμως να γίνει μια γρήγορη απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, κανείς δεν σκέφτηκε να σταματήσει την καταστροφή τους. Ετσι, τα πιο σπάνια δείγματα έχουν ήδη χαθεί χωρίς να έχει αποτυπωθεί το σχέδιο του σκαριού, χωρίς να μείνει πίσω το παραμικρό ίχνος μιας παράδοσης που γεννήθηκε στην αρχαιότητα. Μαζί χάνεται και το επάγγελμα του καραβομαραγκού, καθώς τα καρνάγια και οι ταρσανάδες δεν παίρνουν πια πολλές παραγγελίες για να φτιαχτούν ή να επιδιορθωθούν ξύλινα πλεούμενα.
«Από το 1999 έως σήμερα, που ιδρύθηκε ο Ομιλος Φίλων Παραδοσιακών Σκαφών, έχουμε στείλει επιστολές και έχουμε αποπειραθεί να συναντήσουμε όλους τους εκάστοτε υπουργούς Πολισμού και Ναυτιλίας. Παρουσιάσαμε μελέτες και στοιχεία, προτείναμε εναλλακτικές λύσεις, όπως να αποσύρεται η αλιευτική άδεια αλλά να διασώζεται το πλεούμενο. Να μετατρέπεται έτσι ώστε να μπορεί να συνεχίσει στη θάλασσα για ιδιωτική ή τουριστική χρήση. Κανείς από τους υπευθύνους δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να σταματήσει αυτό το έγκλημα. Ακόμα και ο σημερινός πρόεδρος του ΟΛΠ, Γιώργος Ανωμερίτης, που ήταν από τα ιδρυτικά μας στελέχη στον όμιλο, δεν έχει κάνει κάτι μέχρι στιγμής», λέει ο πρόεδρος του ομίλου, Νίκος Καβαλλιέρος, υποναύαρχος του Λιμενικού Σώματος ε.α.
«Έχουμε προσπαθήσει να σώσουμε μερικά παραδοσιακά σκαριά, αλλά χάνουμε τη μάχη. Να, αυτό το υπέροχο τρεχαντήρι, το έφερα εδώ να το φτιάξουμε μέχρι να δούμε τι θα το κάνουμε. Βλέπεις, το κράτος βάζει τεκμήρια και φορολογεί ανάλογα με τα μέτρα του σκάφους. Με το ίδιο ποσό φορολογείται αυτός που έχει ένα σκαρί του 1940, 16 μέτρων, με μηχανή 60 hp, και κάποιος που έχει πλαστικό σκάφος του 2009, 16 μέτρων, 2.000 hp. Ποιος λοιπόν θα το αγοράσει; Κάποτε αυτοί που είχαν πλεούμενα –από τους απλούς ψαράδες μέχρι τους πιο ευκατάστατους– ήταν άρχοντες. Τώρα, το μόνο που νοιάζει τους σημερινούς κατόχους είναι πότε θα φτάσουν στη Μύκονο. Πάνε οι καλές εποχές, που το ταξίδι είχε αξία και όχι ο προορισμός» δηλώνει ο ναυπηγός και επιχειρηματίας Μιχάλης Ψαρρός.
Την πιο έγκυρη επιστημονική έρευνα για τα ξύλινα πλεούμενα που διαλύθηκαν, εκπόνησε το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών με τη βοήθεια του Ιδρύματος Λάτση, το 2009. Ο υπεύθυνος της έρευνας, Αργύρης Καπανταγάκης, τονίζει: «Την τελευταία 20ετία έχουμε χάσει πάνω από 3.000 τρεχαντήρια, 600 γαΐτες, 150 καραβόσκαρα. Χάσαμε γνώση που είχε περάσει από γενιά σε γενιά, καθώς το ξύλο ήταν το πρώτο ναυπηγικό υλικό για χιλιάδες χρόνια. Δυστυχώς, ακόμα και τα σκάφη που σώθηκαν και δωρήθηκαν σε δήμους ή μουσεία δεν είχαν καλύτερη τύχη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το γρι-γρι “Χαράλαμπος”, που είναι έκθεμα στο λιμεναρχείο Ηρακλείου. Τα ξύλα του έχουν αρχίσει να σαπίζουν».
Υπάρχει λύση; Ισως να γίνει ένα μεγάλο μουσείο στο νέο θαλάσσιο μέτωπο που θα διαμορφωθεί στο λιμάνι του Πειραιά, όπου Ελληνες και ξένοι να μπορούν να δουν να λικνίζονται στο κύμα όσα σκαριά προλάβουμε να διασώσουμε…