Στην ανάγκη αλλαγής του ισχύοντος συστήματος πανελλαδικών εξετάσεων αλλά και στον έλεγχο της μεγάλης διασποράς εξειδικευμένων τμημάτων στα Πανεπιστήμια που δεν έχουν λόγο ύπαρξης, καταλήγει το πόρισμα του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ), που παραδόθηκε στον πρωθυπουργό από την υπουργό Παιδείας, Αν. Διαμαντοπούλου, και τον πρόεδρο του ΕΣΥΠ, Αλ. Λυκουριώτη.
Η υπουργός σε δηλώσεις της τόνισε τη χρησιμότητα των συμπερασμάτων του διαλόγου στο Συμβούλιο, την οποία θα λάβει υπόψη της κατά την κατάρτιση του νομοσχεδίου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, που, όπως είπε, βρίσκεται σε προπαρασκευαστική διαδικασία.
Ο καθηγητής Αλ. Λυκουργιώτης επισήμανε το εύρος της συναίνεσης σε πολλά θέματα, ανέφερε όμως ότι αντιρρήσεις εκφράστηκαν στο τρόπο διοίκησης των Ιδρυμάτων, ενώ προβληματισμοί διατυπώθηκαν για την εξασφάλιση του αδιάβλητου του νέου συστήματος εξετάσεων για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ.
H υπουργός και ο πρόεδρος του ΕΣΥΠ παρέδωσαν στον πρωθυπουργό τα πρακτικά των συνεδριάσεων του συμβουλίου, απομαγνητοφωνημένες συζητήσεις, αλλά και σύντομο εισαγωγικό σημείωμα του προέδρου. Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σ’ αυτό το υπόμνημα, «οι συζητήσεις διεξήχθησαν μέσα σε εξαιρετικό κλίμα και έτσι είχαμε την ευκαιρία να διερευνήσουμε σε βάθος τα διάφορα θέματα». Να σημειωθεί ότι στο ΕΣΥΠ συμμετέχουν, όχι μόνο εκπαιδευτικοί, αλλά και κοινωνικοί φορείς, καθώς και εκπρόσωποι κομμάτων.
Για το διοικητικό μοντέλο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ειδικά για τον τρόπο εκλογής πρύτανη ή προέδρου ΤΕΙ και Κοσμήτορα/Διευθυντή που, ως γνωστόν, έχει προκαλέσει τριβές μεταξύ πρυτάνεων και υπουργείου που θέλει να το αλλάξει ριζικά, τονίζεται στο πόρισμα: «Προτάθηκαν δύο διαδικασίες που περιλαμβάνουν εμπλοκή του Συμβουλίου και ανοιχτή προκήρυξη.
Η πρώτη ολοκληρώνεται στο Συμβούλιο, ενώ η δεύτερη περιλαμβάνει τελική εκλογή από τα μέλη ΔΕΠ. Στο πλαίσιο της δεύτερης τάσης υποστηρίχθηκε ότι η διατήρηση του υπάρχοντος μοντέλου άμεσης εκλογής της ακαδημαϊκής ηγεσίας θα μπορούσε να συνοδευθεί με αλλαγές που θα μπορούσαν να προβλεφθούν για τις εκλογικές διαδικασίες και τη σύνθεση των εκλεκτορικών σωμάτων για την εκλογή Πρύτανη/Προέδρου/Κοσμήτορα/Διευθυντή και Προέδρου/Προϊσταμένου, ώστε να αντιμετωπιστούν φαινόμενα συναλλαγής ή κομματικών επιρροών μετά από συζήτηση με τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Επίσης, στο πλαίσιο της δεύτερης τάσης υποστηρίχθηκε ότι ο Πρύτανης/Πρόεδρος ΤΕΙ και όλα τα μονοπρόσωπα όργανα του ιδρύματος θα πρέπει να εκλέγονται από τα μέλη ΔΕΠ και Ε.Π. Για τη συγκρότηση της Συγκλήτου/Συνέλευσης στο πλαίσιο της πρώτης τάσης υποστηρίχθηκε ότι αυτή θα πρέπει να είναι ολιγομελής και ότι θα μπορούσαν να συμμετέχουν ο Πρύτανης/Πρόεδρος, οι Κοσμήτορες/Διευθυντές των Σχολών, εκπρόσωπος των φοιτητών εκλεγμένος από το σύνολό τους, εκπρόσωπος όλων των λοιπών μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας εκλεγμένος από το σύνολό τους και ο Γενικός Γραμματέας χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Στο πλαίσιο της δεύτερης τάσης υποστηρίχθηκε ότι η Σύγκλητος και το Συμβούλιο του ΤΕΙ πρέπει να παραμείνουν τα ανώτατα όργανα διοίκησης των Ιδρυμάτων και ότι τα συλλογικά όργανα θα πρέπει να είναι ολιγομελή, ενώ τα μέλη των συλλογικών οργάνων θα πρέπει να εκλέγονται από τις αντίστοιχες ομάδες της ακαδημαϊκής κοινότητας που εκπροσωπούνται σε αυτά. Σε ορισμένες τοποθετήσεις υπονοείται ότι τα σημερινά όργανα και η σύνθεσή τους θα πρέπει να παραμείνουν πρακτικά ως έχουν.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη που κατατέθηκε στο πλαίσιο του διαλόγου, αφορά στη φοιτητική συμμετοχή στη διοίκηση του ιδρύματος, ιδιαίτερα σε θέματα τα οποία άπτονται των ενδιαφερόντων των φοιτητών, όπως θέματα σπουδών, φοιτητικής μέριμνας, διεθνών εκπαιδευτικών ανταλλαγών, πολιτισμού, αθλητισμού κ.ά. μέσω δημοκρατικά εκλεγμένων εκπροσώπων τους. Προτείνεται ότι τόσο η έκταση όσο και ο τρόπος συμμετοχής των φοιτητών στα συλλογικά όργανα διοίκησης ή στην ανάδειξη ατόμων σε θέσεις διοίκησης να ρυθμίζεται από το εσωτερικό κανονισμό κάθε Ιδρύματος, μέσα στα γενικά πλαίσια που καθορίζει ο νόμος».
Επίσης, φαίνεται να υπάρχει ευρύτερη συναίνεση σε ό,τι αφορά στην ακαδημαϊκή οργάνωση και το ενδεχόμενο ανάδειξης της Σχολής ως της στοιχειώδους διοικητικής μονάδας ενός ιδρύματος , με το Τμήμα να αποτελεί τη στοιχειώδη ακαδημαϊκή μονάδα. Ορισμένοι βέβαια υποστήριξαν και τη σημερινή δομή.
Όσον αφορά στην εισαγωγή φοιτητών σε σχολή και όχι σε τμήμα , όπως γίνεται σήμερα, υπήρξε ευρύτατη αποδοχή, ενώ αναπτύχθηκαν παράλληλοι τρόποι για την επίτευξη της κινητικότητας των φοιτητών. Επισημάνθηκαν όμως και οι δυσκολίες αυτού του εγχειρήματος, (ανομοιομορφία των σχολών, απομονωμένα τμήματα, επίτευξη αδιάβλητης διαδικασίας επιλογής από το πρώτο στο δεύτερο έτος,) που θα πρέπει να αντιμετωπισθούν για να καταστήσουν εφικτή την υλοποίηση της ιδέας. Στο πλαίσιο αυτό υποστηρίχθηκε ότι θα μπορούσε η μεταβολή αυτή να αποφασίζεται από το κάθε Πανεπιστήμιο/Σχολή που θα καθορίζει και τα λεπτομερή κριτήρια και προϋποθέσεις μετάβασης από το πρώτο έτος στο Τμήμα. Υποστηρίχθηκε, τέλος, ότι η μεταβολή αυτή που συνδέεται με τις εισαγωγικές εξετάσεις δεν θα πρέπει να επιβαρύνει τον υποψήφιο με διπλές εξετάσεις (και άρα διπλή φροντιστηριακή επιβάρυνση).
Ιδιαίτερες αναφορές γίνονται στο πόρισμα για τον τρόπο μετάδοσης της γνώσης στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ευρύτατη σύγκλιση απόψεων στις βασικές κατευθύνσεις. Επισημάνθηκαν αρκετές αδυναμίες, όπως η κυριαρχία της διάλεξης -σε συνήθως μεγάλα ακροατήρια- ως τεχνικής μετάδοσης της γνώσης, οι συχνά διακεκομμένες ώρες παρακολούθησης, η εξαμηνιαία εξέταση, που ελέγχει συχνά μόνο την απομνημονευτική ικανότητα του φοιτητή, ως μοναδική ουσιαστικά μέθοδος αξιολόγησης της γνώσης, η προσφυγή στη χρήση ενός βιβλίου επαφής «διδάσκοντα-διδασκόμενου» και η περιορισμένη χρήση των πληροφορικών τεχνολογιών. Αναφέρθηκαν, επιπλέον, ελλείψεις υποδομών και διδασκόντων, το πρόβλημα διδασκόντων που παραμένουν 1-2 ημέρες στην έδρα του ιδρύματος, ο μεγάλος αριθμός φοιτητών ανά διδάσκοντα σε βασικά υποχρεωτικά μαθήματα, ο μεγάλος αριθμός εξεταστικών περιόδων, η έλλειψη φυσικής και ηλεκτρονικής προσβασιμότητας για άτομα με ειδικές ανάγκες κ.λπ. Αναγνωρίσθηκε η ανάγκη για τον εκσυγχρονισμό των μεθόδων μετάδοσης της γνώσης, κάτι που δημιουργεί υποχρεώσεις σε όλους:
Πολιτεία, ιδρύματα, ακαδημαϊκές μονάδες, διδάσκοντες – διδασκομένους. Υποστηρίχθηκε η διαίρεση των μεγάλων ακροατηρίων σε μικρότερα για τα βασικά μαθήματα και η χρήση, σε όσο γίνεται μεγαλύτερη έκταση, συμπληρωματικών πρακτικών ως προς τη διάλεξη όπως η φροντιστηριακή και η εργαστηριακή άσκηση σε μικρές ομάδες φοιτητών, οι γραπτές εργασίες τις οποίες θα παρουσιάζουν οι φοιτητές, τα σεμινάρια, οι συχνές επισκέψεις σε χώρους παραγωγής, η καθημερινή εργασία στη βιβλιοθήκη και η έμφαση στην απόκτηση δεξιοτήτων.
Υποστηρίχθηκε η ανάπτυξη διδακτικού υλικού διαφόρων μορφών, όπως π.χ. ηλεκτρονικό βιβλίο κ.λπ. Τέλος, υποστηρίχθηκε ιδιαίτερα για τις δύσκολες αυτές περιόδους να προβλεφθούν μέτρα για εργαζόμενους φοιτητές και για όσους θέλουν να ολοκληρώσουν με βραδύτερους ρυθμούς τις σπουδές τους.
Επίσης, όσον αφορά στη χωροταξία των ακαδημαϊκών μονάδων, υπήρξε ευρεία σύγκλιση απόψεων τόσο αναφορικά με τη διαπίστωση της υπάρχουσας κατάστασης όσο και για την αναγκαιότητα ρυθμίσεων που να τη βελτιώνουν. Φάνηκε ότι η σημερινή κατάσταση χαρακτηρίζεται σε κάποιο βαθμό από μάλλον μεγάλο αριθμό ιδρυμάτων, υπερβολική εξειδίκευση κάποιων τμημάτων, που ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται για να αποκτήσουν λόγο ύπαρξης έναντι άλλων, μεγάλη διασπορά ανά την επικράτεια που συνδέεται με τη διασπορά πόρων, χωρίς την επίτευξη συνεργειών, σε αρκετές περιπτώσεις ασάφεια, αλληλοεπικαλύψεις γνωστικών αντικειμένων, υπερβολικά μεγάλο αριθμό τμημάτων με το ίδιο γνωστικό αντικείμενο (ελκυστικό για την αγορά τη δεδομένη χρονική στιγμή), ιδρύματα με εξαιρετικά μικρό αριθμό τμημάτων ή παραρτήματα ΤΕΙ με μόνο ένα τμήμα κ.λπ.