Ο καθημερινός βίος των αγωνιστών έχει υποσκελιστεί στη μελέτη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Συνηθίζουμε να εγκύπτουμε στις νίκες και τα ανδραγαθήματα, ωστόσο πίσω από όλα αυτά υπήρχε μια δύσκολη καθημερινότητα που βίωναν οι πρόγονοί μας στα στρατόπεδα και τα χωριά. Τι φορούσαν; Πως περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους; Τι έτρωγαν; Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που έκαναν μόλις ξυπνούσαν και ποιες προλήψεις είχαν;
Ο ιστορικός Παύλος Κουτουζής, στο βιβλίο του «Τα μικρά της Επανάστασης» (εκδόσεις «Διόπτρα») εστιάζει στις υποφωτισμένες οπτικές του 1821 αποτυπώνοντας με μια σύγχρονη θεώρηση μικρές και μεγάλες στιγμές του Εθνικοαπελευθερωτικού μας Αγώνα, φέρνοντας τον αναγνώστη σε επαφή με τις πηγές της εποχής μέσω μιας εύληπτης και συχνά παιγνιώδους γλώσσας. Μας πληροφορεί μεταξύ άλλων πως οι Έλληνες αγωνιστές κατά τη διάρκεια της ξεκούρασης τραγουδούσαν και έπαιζαν φλογέρα, ενώ παράβγαιναν και σε αγωνίσματα όπως πάλη, ρίψη λιθαριού και άλματα, ενώ οι ανώτεροί τους το έριχναν στα ζάρια. Όλοι τους όμως απέφευγαν τις περιττές απολαύσεις γιατί υπήρχε η πεποίθηση πως το εχθρικό βόλι θα χτυπούσε αυτόν που επεδίωκε την καλοπέραση. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης όμως δεν έλειψαν τα fake news, όπως θα δούμε, ενώ όλοι τους φρόντιζαν να έχουν μακριά μαλλιά, αφού κάτι τέτοιο θεωρούνταν δείγμα ανδρειοσύνης
Τι γράφει ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη για την έναρξη της Επανάστασης
Ο υπασπιστής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος, ξεκινά να γράφει τα απομνημονεύματά του αναφέροντας τη σημασία της στιγμής όσον αφορά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και τους παράγοντες που πρέπει να υφίστανται, ώστε το εγχείρημα να επιτύχει. Όπως αναφέρει: «Εις όλους τους Έλληνας υπήρχε πατροπαράδοτος η ιδέα της ελευθερώσεώς των από τους τυράννους των. Αλλ’ εχρειάζοντο και περιστάσεις να τους συντρέξουν εις τούτο βοηθητικαί, και τοιαύται δεν έλειψαν.
Γείτονάς μας προς τα βόρεια σύνορα της Ευρωπαϊκής Τουρκίας υπήρχεν η ομόδοξος Ρωσία, η οποία πάντοτε επεριποιείτο τους Έλληνας, τους εδέχετο εις τον στρατόν της, και εις όλα τα άλλα υπουργήματα, καθώς και τους ιδίους της ευγενείς. Τους έδιδε μέσα να εμπορεύωνται εις όλας τας εμπορικωτέρας πόλεις της Μαύρης Θαλάσσης.
Παρεμπιπτόντως, το ίδιο με άλλη διατύπωση, αναφέρει ο κομμουνιστής ηγέτης Βλαντιμίρ Λένιν περίπου 100 χρόνια αργότερα για την Οκτωβριανή Επανάσταση: «Χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά».
Της πατρίδος μου η σημαία
Η σημαία ορίζει πάντοτε μια κρατική οντότητα. Η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε η γαλάζια σημαία με τον λευκό σταυρό ήταν στη Σκιάθο, τον Σεπτέμβριο του 1807, όταν οι αρματολοί του Ολύμπου, μετά τη Συνθήκη του Τιλσίτ μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, φτάνουν στο νησί με 70 καταδρομικά πλοία, υπό τις διαταγές του Γιάννη Σταθά. Κατεβάζουν τη ρωσική σημαία και ανεβάζουν τη συγκεκριμένη.
Οι κλεφταρματολοί χρησιμοποίησαν ως σημαίες υφασμάτινα κομμάτια που αποκαλούνταν μπαϊράκια, φλάμπουρα και παντιέρες. Καθένα έφερε και μια σειρά από διακριτικά σύμβολα, μεταξύ των οποίων επικράτησε κατεξοχήν ο σταυρός, μνημονευόμενος ήδη από τον ποιητή του «Θρήνου της Κωνσταντινούπολης», Εμμανουήλ Γεωργιλλά: «Σημάδι μέγα φλάμπουρον, Σταυρόν τον του Κυρίου».
Τα εθνικά χρώματα, κυανό και λευκό, καθιερώθηκαν επίσημα με το 104ο άρθρο του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος, που ψηφίστηκε από την Α’ Εθνική Συνέλευση, τον Ιανουάριο του 1822. Τον Μάρτιο του 1822 ορίζεται από τον πρόεδρο του Εκτελεστικού ότι η σημαία της ξηράς είναι τετράγωνη με κυανόχρωμο κάμπο, που διαιρείται σε τέσσερα ισομερή τμήματα δι’ ενός σταυρού.
Ο ρουχισμός και η διατροφή
Οι Έλληνες της εποχής της Επανάστασης φορούσαν φουστανέλα μέχρι το γόνατο, δεμένη με ζώνη στη μέση, γιλέκο και φέσι, το οποίο περιβαλλόταν από μακρύ μαντίλι (σερβέτα). Τα υποδήματά τους ήταν τα γνωστά δερμάτινα τσαρούχια, ενώ για να προστατεύονται από το κρύο είχαν μάλλινη χλαίνη.
Η τροφή τους ήταν ξηρά, λόγω των συνεχών μετακινήσεων. Έπιναν κρασί, έτρωγαν τυρί, ελιές και ψωμί που έψηναν μόνοι τους. Κουβαλούσαν μαζί τους την τσίτσα, ένα δοχείο για το κρασί, και ασκίδιο για το νερό. Κρέας έτρωγαν μονάχα όταν υπήρχε, και τις περισσότερες φορές ψητό. Στρατοπέδευαν σε σκιερά μέρη και χαράδρες και συνήθως ο καθένας έφτιαχνε μια καλύβα με κλαδιά (τσαρδάκι).
Μόλις ξυπνούσαν, έκαναν τον σταυρό τους στραμμένοι προς ανατολάς και μετά χτενίζονταν. Τα μακριά μαλλιά θεωρούνταν δείγμα ανδρειοσύνης. Οι πιο γενναίοι περπατούσαν σείοντας το αριστερό τους χέρι. Κάθε πρωί πήγαιναν στον αρχηγό και κάθονταν γύρω του σε κυκλική διάταξη, προκειμένου να ακούσουν τις διαταγές της ημέρας. Αναλόγως των περιστάσεων μπορούσαν να πάρουν και τον λόγο.
Κάθε οπλαρχηγός ήταν υπεύθυνος για την τροφοδοσία του σώματος με τα χρειώδη, ενώ υπήρχε εντεταλμένος φροντιστής για τα εφόδια. Οι συνθήκες υγιεινής στα στρατόπεδα κάθε άλλο παρά ιδανικές θα χαρακτηρίζονταν. Οι ψείρες ταλαιπωρούσαν τους αγωνιστές και ο διαρκής κνησμός όλων ήταν σύνηθες φαινόμενο. Για να απαλλαγούν από τις ενοχλητικές ψείρες, τίναζαν τα ρούχα τους πάνω από τη φωτιά. Από τις ψείρες βγήκε και η φράση που χρησιμοποιούσαν όταν λιποτακτούσαν, για να επιστρέψουν στις περιοχές τους. Έλεγαν: «Πάμε ν’ αλλάξουμε».
Πώς περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο
Οι πολεμιστές, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Επανάστασης, εντάσσονταν σε ομάδες υπό έναν οπλαρχηγό και αποκαλούνταν με το όνομά του: Κολοκοτρωναίοι, Πετμεζαίοι, Τζαβελλαίοι κ.λπ. Τα ονόματα αυτά λειτουργούσαν όπως οι αριθμοί των συνταγμάτων στους τακτικούς στρατούς.
Στον ελεύθερο χρόνο τους, οι ανώτεροι έπαιζαν ζάρια, ενώ οι στρατιώτες τραγουδούσαν, έπαιζαν φλογέρα και παράβγαιναν σε αγωνίσματα, όπως πάλη, ρίψη δίσκου, λιθαριού και άλματα. Τους άρεσε επίσης να χορεύουν μια εκδοχή του πυρρίχιου (λειβαδίτικος). Όταν κάποιος νικούσε σε αγώνισμα επευφημούνταν, ενώ την αποτυχία συνόδευαν ειρωνικά σχόλια και πειράγματα.
Ο ελεύθερος χρόνος και οι δραστηριότητές του έφερναν κοντά αξιωματικούς και στρατιώτες, σφυρηλατώντας την ενότητα της ομάδας. Διασκέδαζαν ακούγοντας τραγούδια με πολεμικά κατορθώματα παλαιότερων αγωνιστών, κι αυτό διέχεε εντός της ομάδας ένα κλίμα άμιλλας, ανδραγαθίας και θάρρους έναντι των κινδύνων.
Η καρτερικότητα των Ελλήνων αγωνιστών και η αντοχή τους στις κακουχίες δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της εκ γενετής σκληραγωγίας, αλλά και της εκούσιας αποχής από κάθε απόλαυση. Υπήρχε μεταξύ τους η πεποίθηση ότι το εχθρικό βόλι θα χτυπούσε αυτόν που κυνηγούσε την καλοπέραση. Ως εκ τούτου, όποιος απέφευγε τις περιττές απολαύσεις ήταν απρόσβλητος από τα εχθρικά βόλια.
Η πίστη στις προλήψεις
Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτών των στρατιωτικών ομάδων ήταν η πίστη τους στις προλήψεις. Η εμφάνιση λαγού ή φιδιού κατά την πορεία ή κατά την έναρξη της μάχης θεωρούνταν κακός οιωνός, όπως επίσης η πτήση πελαργών, το γάβγισμα σκύλου και η φωνή του γκιόνη.
Αν κάποιος άτυχος ιερέας βρισκόταν μπροστά τους κατά τη διάρκεια πρωινής πορείας, κυνηγιόταν ανηλεώς, με πολλές πιθανότητες να φονευτεί, γιατί θεωρούνταν «φάσμα δυσμενές». Η αναζήτηση κακών και καλών οιωνών, σε ένα περιβάλλον που ο θάνατος παραμόνευε σε κάθε βήμα, θα μπορούσε να θεωρηθεί φυσιολογική κατάσταση μέσα στο ιστορικό πλαίσιο για το οποίο γίνεται λόγος.
Ο οπλισμός και η οχύρωση των Ελλήνων
Οι ένοπλοι αγωνιστές του ’21 έφεραν συνήθως ένα πυροβόλο όπλο και μία ή δύο πιστόλες. Αρκετοί είχαν και γιαταγάνι, το οποίο τοποθετούσαν στο σελάχι και το χρησιμοποιούσαν κυρίως στα γιουρούσια. Οι επισημότεροι και γενναιότεροι αγωνιστές ξεχώριζαν από τα ασημένια ή επίχρυσα όπλα τους και τα πολυτελή τους ενδύματα. Κατά τη διάρκεια πορείας στη βροχή, το όπλο μεταφερόταν υπό μάλης, με την κάννη στραμμένη στο έδαφος.
Οι Έλληνες αγωνιστές χρησιμοποιούσαν τη φυσική οχύρωση των εδαφών στα οποία μάχονταν. Επειδή πολεμούσαν καθιστοί ή σκυμμένοι, τα ταμπούρια τους είχαν ύψος ενός μέτρου. Απέφευγαν να εκτίθενται σε μάχη ανοιχτού πεδίου λόγω έλλειψης πυροβολικού και ιππικού, καθώς επίσης λόγω αριθμητικής υπεροχής των Τούρκων. Η μόνη περίπτωση να πολεμήσουν σε πεδινό έδαφος ήταν η ύπαρξη φυσικού εμποδίου για το ιππικό των εχθρών, όπως αμπελώνες, γέφυρα ποταμού ή χειμάρρου κ.ά. Κυρίως πολεμούσαν αμυντικά. Η μάχη κρινόταν με την υποχώρηση του ενός από τους αντιπάλους και με την καταμέτρηση των απωλειών.
Τα γιουρούσια
Οι ξαφνικές αντεπιθέσεις, τα γνωστά γιουρούσια, ήταν συνήθης πρακτική των Ελλήνων, οι οποίοι ορμούσαν άτακτα κατά του εχθρού, επιφέροντάς του μεγάλες απώλειες. Πολλές φορές, λίγοι γενναίοι που προχωρούσαν μπροστά συμπαρέσυραν και τους πιο επιφυλακτικούς, ενώ, με τον ίδιο τρόπο, αν κάποιοι, έστω και λίγοι, δείλιαζαν, τότε μπορούσε να επέλθει η καταστροφή.
Σε περίπτωση νίκης, ακόμη και οι λιγότερο τολμηροί ένιωθαν περήφανοι. Σε περίπτωση ήττας, πάντα έφταιγε ο «άλλος» – σας θυμίζει κάτι; Μόνο οι πιο γενναίοι και έμπειροι πολεμιστές δεν εκδηλώνονταν σε καμία από τις δύο περιπτώσεις. Σιωπούσαν και συνήθως με νεύματα περιέπαιζαν τους υπόλοιπους γελώντας. Αυτό που ενδυνάμωνε τις ένοπλες ομάδες της εποχής ήταν η μεταξύ τους ενότητα, η συμμετοχή όλων στη μάχη, η γενναιότητα και το παράδειγμα του αρχηγού.
Τα fake news της Επανάστασης
Από τις πρώτες ημέρες της έναρξης του Αγώνα, οι επαναστατημένοι Έλληνες έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Τύπο και την έκδοση εφημερίδων που θα αναδείκνυαν τα δίκαια της εξέγερσής τους και τον πόθο τους για τη λευτεριά. «Περιγράψετε τα πάνδεινα όσα δοκιμάζομεν. Αποδείξετε ότι απεφάσισαν να μας περάσωσιν άπαντας εν στόματι μαχαίρας» ανέφερε ο Αδαμάντιος Κοραής
Κατά την προσπάθεια προβολής του Αγώνα μέσω του Τύπου κυκλοφόρησαν και ψευδείς ειδήσεις, με σκοπό να τονωθεί το ηθικό των αγωνιζομένων Ελλήνων. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί «Η Εφημερίδα του Γαλαξιδιού», της οποίας σώθηκε μόνο ένα φύλλο. Κέρδισε επάξια τον τίτλο της «κιτρινισμένης εφημερίδας» λόγω των υπερβολών για ρωσική παρέμβαση στην Ελληνική Επανάσταση. Αναφέρει χαρακτηριστικά το έντυπο τις πρώτες μέρες του Αγώνα:
«Γαλαξίδι, 27 Μάρτη 1821
Αδελφοί Ρουμελιώται, προεστοί και καπεταναίοι του Λιδωρικιού, Μαλανδρίνου, Κράβαρι, και όσοι εν Χριστώ αδελφοί. Σήμερα μας ήρθαν είδησες από σημαντικά προσώπατα της Πόλης και του Μορέως, και μας λένε πως οι Ρούσοι επέρασαν τα Μπαλκάνια και τραβάνε ντρίτα στην Πόλη. Το στράτεμα θα είναι διακόσιες χιλιάδες της στεριάς και εκατό του πελάγου».
Το άρθρο, που ήταν παντελώς αστήρικτο, συνεχίζει με λεπτομέρειες για την πορεία των ρωσικών δυνάμεων. Ο σκοπός ωστόσο, αγίασε τα μέσα. Για μια ακόμη φορά.