Όλοι λίγο έως πολύ έχουμε διαβάσει ή έχουμε ακούσει για τα ανδραγαθήματα των ηρώων της Επανάστασης του 1821, αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν στοιχεία από την προσωπική τους ζωή και δη την ερωτική. Οι οπλαρχηγοί του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα δεν είχαν βέβαια πολυπληθή χαρέμια με καλλίπυγες χανούμισσες όπως οι πασάδες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά έδιναν συχνά τη δική τους μάχη προκειμένου να κερδίσουν την καρδιά των γυναικών με τη γοητεία τους, ενίοτε με γλυκά λόγια και αρκετές φορές με το νταηλίκι τους.
Οι μεγαλύτεροι σαγηνευτές
Σύμφωνα με τις ιστορικές έρευνες τις μαρτυρίες και τα απομνημονεύματα, οι μεγαλύτεροι σαγηνευτές εκείνης της εποχής ήταν ο αρχιστράτηγος της Επανάστασης Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο στρατάρχης Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο μανιάτης οπλαρχηγός Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ο Κεφαλλονίτης αγωνιστής και μετέπειτα πρωθυπουργός Ανδρέας Μεταξάς, ο Σουλιώτης Κίτσος Τζαβέλλας, ο πορθητής του Αγρινίου Γιωργάκης Bαρνακιώτης, ο Στερεοελλαδίτης αγωνιστής Γιάννης Γκούρας και όσο κι αν ακούγεται για κάποιους παράδοξο, ο κληρικός Γρηγόριος Δικαίος ή Φλέσσας, κατά κόσμον Παπαφλέσσας.
Οι απιστίες του Γεώργιου Καραϊσκάκη
Ο Καραϊσκάκης μπορεί να ήταν παντρεμένος με την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου και να είχε μαζί της δύο κόρες και έναν γιο, ωστόσο είναι γνωστό ότι της ήταν πολλάκις άπιστος. Η ζωή του άλλωστε ήταν εξαρχής πολυκύμαντη. Ξεκίνησε ως κλέφτης στα βουνά, ακολούθως έγινε αρματολός και αρκετό καιρό μετά την έναρξη της Επανάστασης μπήκε στον Αγώνα. Μπορεί να καθυστέρησε να ενταχθεί στο πλευρό των Ελλήνων αλλά όταν το έκανε, έδωσε τα πάντα. Ρίσκαρε τη ζωή του σχεδόν σε κάθε μάχη, μπαίνοντας μπροστά.
Συνήθιζε να έχει μαζί του στις μάχες μια εκχριστιανισμένη Τουρκάλα, τη Μαριώ, την οποία έντυνε με ανδρικά ρούχα και τη φώναζε «Ζαφείρη». Όπως αναφέρει ο ιστοριοδίφης Γιάννης Βλαχογιάννης στην εφημερίδα «Εστία» το 1917, «ήταν στρογγυλοπρόσωπη, με μαύρα μάτια και μια κοτσίδα γύρω από το κόκκινο φέσι με τη γαλάζια φούντα. Φορούσε άσπρες μπαμπακερές κάλτσες, άσπρο φλοκωτό σακάκι, φουστανέλα, στο σελάχι είχε δύο μπιστόλια και ένα γιαταγάνι και στο ένα χέρι κρατούσε ένα ελαφρό ντουφέκι. Ο Καραϊσκάκης, αρρωστιάρης και μακριά από τους δικούς του, είχε ανάγκη από τη φροντίδα μιας γυναίκας». Όταν κάποια φορά η σύζυγός του δυσανασχέτησε για το γεγονός ότι έπαιρνε σχεδόν πάντα στο στρατόπεδο την ερωμένη του, εκείνος της απάντησε: «έγνοια σου μουρή, έχω και για σένα, μη μου χολιάζεις…». Η αλήθεια είναι ότι σύμφωνα με τις πηγές της το είπε πολύ πιο αισχρά, αλλά ας μην το μεταφέρουμε επακριβώς.
Γενικώς ο Καραϊσκάκης ήταν πάρα πολύ αθυρόστομος σε τέτοιο σημείο που «κοκκίνιζαν» ακόμη και οι άνδρες του όταν τον άκουγαν. Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως κάποτε, στέλνοντας ένα γράμμα στον ξάδερφό του και αναφερόμενος στον μισητό εχθρό του τον Γιαννάκη Mπουκουβάλα, έγραψε μεταξύ άλλων: «[…] ας έλθει και αυτός και οι Σουλιώτες και ο Πορδαντρέας, γ…ώ την αδερφή του, και όλο το Ξηρόμερο και ο μισός Bάλτος, γ…ώ τα κέρατα ολωνών…».
Ο έρωτας της Μαντώς Μαυρογένους με τον Δημήτριο Υψηλάντη που κατέληξε σε μίσος
Η πιο γνωστή ερωτική ιστορία της Επανάστασης πάντως, αφορά την επίτιμη αντιστράτηγο Μαντώ Μαυρογένους και τον κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερό της, Δημήτριο Υψηλάντη. Το αίμα τους «έβραζε» εάν αναλογιστεί κανείς ότι στο ξέσπασμα της Επανάστασης εκείνη ήταν 25 ετών και αυτός 30. Η πρώτη γνωριμία της πλούσιας Μυκονιάτισσας και του εύπορου Φαναριώτη πρίγκιπα φέρεται να έγινε στην Τεργέστη. Το ειδύλλιο φούντωσε, αγαπήθηκαν σχεδόν από την πρώτη στιγμή, πολύ γρήγορα έγιναν ζευγάρι και αρραβωνιάστηκαν. Ο Υψηλάντης της υποσχέθηκε εγγράφως παρακαλώ, ότι θα την παντρευτεί αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου και την απελευθέρωση της πατρίδας.
Βέβαιη για τον επικείμενο γάμο τους, η Μαντώ ποτέ δεν ένιωσε την ανάγκη να κρύψει τη σχέση της. Είναι χαρακτηριστικό ότι όποτε βρισκόταν στο στρατόπεδο, πήγαινε και κοιμόταν στη σκηνή του αγαπημένου της. Η σχέση όμως αυτή δεν άρεσε στον πολιτικό κόσμο της εποχής καθώς έβλεπε ότι οσονούπω θα ενώνονταν δύο ισχυρές φιλορωσικές οικογένειες. Έτσι ο γαλλόφιλος Ιωάννης Κωλέττης αποφασίζει να τους χωρίσει.
Αρχικά, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο Υψηλάντης υπέφερε από χρόνια πάθηση των πνευμόνων, στέλνει τους δύο προσωπικούς γιατρούς του πρίγκιπα στη Μαντώ, προκειμένου να της παρουσιάσουν με τραγικό τρόπο την κατάσταση της υγείας του αγαπημένου της και να της εξηγήσουν ότι αν δεν τον εγκατέλειπε, εκείνος θα πέθαινε και η πατρίδα θα έχανε έναν σημαντικό υπερασπιστή. Εκείνη με «βαριά» καρδιά μάζεψε τα πράγματά της και έφυγε από το Ναύπλιο όπου διέμενε, προκειμένου να μην ενοχλεί τον αγαπημένο της. Αυτός όμως πληροφορήθηκε τη φυγή της και την καλούσε επανειλημμένα με φλογερές ερωτικές επιστολές να ξαναγυρίσει, όπως και γίνεται.
Οι φήμες που διέδιδε ο ραδιούργος Κωλέττης για να χαλάσει τη σχέση
Το 1825 όμως, ραδιούργος Κωλέττης διαδίδει μια φήμη ότι η όμορφη Μαντώ διατηρεί παράλληλα σχέση και με τον Βρετανό φιλέλληνα Έντουαρντ Μπλάκιερ. Ο Υψηλάντης αισθάνεται προδομένος και διαλύει αυτός τη σχέση, παρά το γεγονός ότι εκείνη προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον πείσει ότι είναι αθώα. Ο Κωλέττης μάλιστα κατηγορήθηκε ότι είχε οργανώσει και την απαγωγή της Μαυρογένους από κουκουλοφόρους, που τη μετέφεραν στη Μύκονο για να χωρίσει οριστικά από τον νεαρό αγαπημένο της. Το νεαρό ζευγάρι δεν ξαναμίλησε ποτέ, ενώ η αγάπη μετατράπηκε σε άσβεστο μίσος.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της Γ’ Εθνοσυνέλευσης η Μαντώ Μαυρογένους ζήτησε να διαβαστεί μια αναφορά που είχε γράψει εις βάρος του Υψηλάντη, επισυνάπτοντας και τη γραπτή υπόσχεση γάμου. Το προεδρείο της Εθνοσυνέλευσης την αντιμετώπισε απαξιωτικά και το κείμενο δεν διαβάστηκε ποτέ.
Το εξώγαμο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη με μια πρώην καλόγρια
Ουκ ολίγες ήταν οι ερωτικές περιπέτειες που είχε και ο αρχιστράτηγος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Όσο καιρό βρισκόταν φυλακισμένος από τους ομοεθνείς του στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, στην Ύδρα, τον φρόντιζε μια πρώην μοναχή, η Μαργαρίτα την οποία γρήγορα ερωτεύτηκε και έκανε μαζί της ένα παιδί, που τον ονόμασε Πάνο – του έδωσε δηλαδή το ίδιο όνομα με τον γιο που έχασε το 1824 κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που είχε εμφιλοχωρήσει στις τάξεις των Ελλήνων μεσούσης της Επανάστασης.
Ο Γέρος του Μοριά όχι απλώς δεν νοιαζόταν καν για το τι θα πει ο κόσμος που έφερε στη ζωή ένα εξώγαμο, αλλά το συμπεριέλαβε και στη διαθήκη του, παρά το γεγονός ότι φίλοι και γνωστοί του, ήταν αντίθετοι με μια τέτοια κίνηση. Όπως ανέφερε ο ίδιος στη διαθήκη του, «αφήνω κι ένα μερίδιο στον υιό μου Παναγιωτάκην, τον οποίο απέκτησα με τη Μαργαρίτα, θυγατέρα του Αγγελή Βελισσάρη από τα Χαλικιάνικα». Δεν πρόλαβε όμως να τον χαρεί πολύ, καθώς ο οπλαρχηγός εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο στις 4 Φεβρουαρίου 1843, όταν ο μικρός ήταν μόλις δύο ετών. Όταν μεγάλωσε έγινε αξιωματικός, διευθυντής της αστυνομίας Αθηνών – Πειραιώς, υπασπιστής του βασιλιά Γεωργίου Α’ και διοικητής της Σχολής Ευελπίδων.
Η απαγωγή της παντρεμένης 16χρονης από τον Βάσο Μαυροβουνιώτη
Ένας από τους σημαντικότερους Βαλκάνιους φιλέλληνες ήταν ο σλαβικής καταγωγής Βάσος Μαυροβουνιώτης. Με το που ξεκίνησε η Επανάσταση, τέθηκε επικεφαλής ένοπλης ομάδας συγκροτημένης από συγγενείς του, Μαυροβούνιους και Σέρβους, δραστηριοποιούμενος αρχικά στην Εύβοια, όπου συμμετείχε σε τουλάχιστον δέκα μάχες κατά των Οθωμανών. Πάλαι ποτέ ληστής, τυχοδιώκτης, μισθοφόρος και τρόφιμος φυλακών, το 1824 μετακινείται στην Ύδρα προκειμένου να συμβάλει στην άμυνα του νησιού. Ο Υδραίος πρόεδρος του Εκτελεστικού («πρωθυπουργός» με τα σημερινά δεδομένα) Γεώργιος Κουντουριώτης αναγνωρίζει τη συμβολή του και τον προβιβάζει σε στρατηγό.
Το 1826, ο Μαυροβουνιώτης θα βρεθεί στην Κέα. Εκεί θα συναντήσει μια εκθαμβωτική 16χρονη κοπέλα, την Ελένη. Όσοι την αντίκριζαν θαμπώνονταν από τα κάλλη και την ομορφιά της, την οποία εξύμνησαν μεταξύ άλλων, Γάλλος φιλέλληνας συγγραφέας Φρανσουά Ωγκύστ Ρενέ, υποκόμης ντε Σατωμπριάν (εξελληνισμένα Σατωβριάνδος) και ο ποιητής Παναγιώτης Σούτσος. Η Ελέγκω, όπως τη φώναζαν, θα «μαγέψει» τον Βάσο Μαυρωβουνιώτη που χωρίς περιστροφές πήγε να μιλήσει στους γονείς της για να του τη δώσουν. Εκείνοι όμως αρνήθηκαν, γιατί πολύ απλά ήταν ήδη παντρεμένη με τον προεστό και πρόξενο της Γαλλίας, Μιχαήλ – Τζώρτζη Πάγκαλο. Αντιλαμβανόμενοι τις προθέσεις, του ζητούν να φύγει.
Εκείνος όμως δεν το βάζει κάτω. Την απαγάγει, τη μεταφέρει στο χωριό Αμμόλοχος της Άνδρου και την κλείνει στον πετρόκτιστο πύργο του Δημήτριου Γιαννούλη, που ήταν φίλος του. Έβαλε μάλιστα φρουρούς στις εισόδους για να μην επιχειρήσει να πάει κανείς να την πάρει πίσω. Παράλληλα προσέλαβε μια παραδουλεύτρα από τον Βόλο για να τη φροντίζει και της στέλνει φαγητό με ένα σκοινί από το παράθυρο. Η Ελέγκω θα μείνει εκεί κλεισμένη για πολλούς μήνες. Επιστρέφοντας από τις μάχες ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, ενημερώνεται ότι ο σύζυγος της 16χρονης είχε πεθάνει – κάποιοι λένε ότι «έφυγε» ενδεχομένως και από τον καημό του. Τότε εκείνος την παντρεύεται. Ως νόμιμη γυναίκα του πλέον, την παίρνει μαζί στον Πειραιά, συνεχίζοντας την πολεμική του δράση. Η νεαρή κοπέλα είναι πλέον συνέχεια στο πλευρό του, εκτελώντας χρέη πότε νοσοκόμας στο μέτωπο και πότε γραμματέως, αφού ο άνδρας της δεν ήξερε ανάγνωση και γραφή. Φέρεται μάλιστα να τον βοηθάει στη λύση της πολιορκίας της Καρύστου και του κρατά την αλληλογραφία.
Μετεπαναστατικά το ζευγάρι εγκαθίσταται στη Σαλαμίνα και το σπίτι του θα αποτελέσει το επίκεντρο της αντιπολίτευσης κατά του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ενώ όταν στέφθηκε βασιλιάς ο Όθωνας η οικογένεια Μαυροβουνιώτη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, με την Ελένη, που εξακολουθούσε να είναι πανέμορφή, να γίνεται μια από τις πιο φιλόξενες οικοδέσποινες της εποχής, διοργανώνοντας χορούς όπου μετείχε όλη η αριστοκρατία της εποχής. Η ίδια, ασχολούνταν με την ιππασία και τη μουσική ενώ ντυνόταν με ευρωπαϊκά φορέματα. Ο Βάσος από την πλευρά του, προτιμούσε μέχρι το τέλος της ζωής του τις φουστανέλες. Ο γάμος τους ωστόσο διαλύθηκε το 1839 με υπαιτιότητα της Ελένης όπως φαίνεται, η οποία πέθανε σε βαθιά γεράματα.
- Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.