Περαιτέρω «φωτιά» στις διεθνείς τιμές του αργού απειλεί να βάλει η ολοένα και κλιμακούμενη παράταση της κόντρας Σαουδικής Αραβίας και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων για τις ποσοστώσεις της παγκόσμιας πετρελαϊκής παραγωγής, μια σύγκρουση που έχει φέρει σε αδιέξοδο τον ΟΠΕΚ+. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα επιμένουν να απορρίπτουν την πρόταση της Σαουδικής Αραβίας και άλλων μελών του ΟΠΕΚ+ για μια νέα, οκτάμηνη παράταση, έως τα τέλη του 2022, των έκτακτων περιορισμών που είχαν τεθεί στην πετρελαϊκή παραγωγή λόγω της πανδημίας.
Έπειτα από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες συμβιβασμού προχθές, Τετάρτη, επήλθε μια νέα εμπλοκή καθώς τελικά μάλλον δεν υπήρξε καμία σημαντική πρόοδος στις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα δυο εμπλεκόμενα μέρη. Ο υπουργός Ενέργειας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων δήλωσε ότι «δεν έχει επιτευχθεί ακόμη συμφωνία στον OPEC+ (δηλαδή του ΟΠΕΚ και της Ρωσίας), όσον αφορά την παραγωγή πετρελαίου». «Οι διαβουλεύσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών συνεχίζονται», αναφέρει στη σχετική ανακοίνωση σύμφωνα με το Reuters. Και όλα αυτά συνέβησαν ενώ νωρίτερα το πρακτορείο Reuters είχε μεταδώσει, επικαλούμενο πηγή του OPEC+, πως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα «κατέληξαν σε συμβιβασμό» για την παραγωγή πετρελαίου, παρέχοντας στα ΗΑΕ τη δυνατότητα για υψηλότερη παραγωγή. Και όλα ενώ δεν υπάρχει ακόμη ημερομηνία για την επόμενη συνάντηση του OPEC+ με το φλέγον αυτό ζήτημα να εξακολουθεί να παραμένει μετέωρο.
Πάντως την Πέμπτη οι τιμές του πετρελαίου, και αμέσως μετά την είδηση του Ρόιτερς, κατέγραψαν πτώση περισσότερο από 2%, ενώ τα αποθέματα καυσίμων των ΗΠΑ αυξήθηκαν, ενισχύοντας τις ανησυχίες για τη ζήτηση στον μεγαλύτερο καταναλωτή στον κόσμο.
Το κρυφό παρασκήνιο μεταξύ Ριάντ και Αμπου Ντάμπι
Που εδράζεται όμως όλη αυτή η ασύμφορη, οικονομικά, κατάσταση για την μισή οικουμένη; Η απάντηση είναι η εξής: πάνω στην κόντρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας, δύο από τις μεγαλύτερες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες του κόσμου, για το πλαφόν στις εξαγωγές πετρελαίου.
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αρνούνται πεισματικά την πρόταση που υποστηρίζει η Σαουδική Αραβία για την οκτάμηνη παράταση του πλαφόν στις εξαγωγές πετρελαίου, ενώ το Αμπου Ντάμπι από την σειρά του ζήτησε το «ελεύθερο» να αυξήσει την παραγωγή του, αλλά το Ριάντ και η Μόσχα αρνούνται θέτοντας βέτο.
«Τα ΗΑΕ έχουν επενδύσει πολλά χρήματα στην αύξηση της παραγωγής τους και τώρα η ζήτηση αυξάνεται. Για αυτό και ενοχλούνται που δεν μπορούν να παράγουν περισσότερο πετρέλαιο», δήλωσε σε εκτενές άρθρο στο BBC ο Μπεν Κέιχιλ, από το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών στην Ουάσινγκτον.
Η σύγκρουση Ριάντ και Άμπου Ντάμπι ωστόσο έχει και βαθύτερα γεωπολιτικά αίτια, εκτός από την ξεκάθαρη κόντρα οικονομικών συμφερόντων. Η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ είχαν συνάψει μια στρατηγική περιφερειακή συμμαχία προκειμένου να εμπλακούν στρατιωτικά και οικονομικά στην σύγκρουση της Υεμένης. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα όμως αποσύρθηκαν από την Υεμένη και αποκατέστησαν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ, γεγονός που χάλασε τις μεταξύ τους σχέσεις.
Οι δύο πρίγκιπες
Άπλετο φως στην παρασκηνιακή σύγκρουση ρίχνει το άρθρο του BBC. «Ο προσωπικός δεσμός ανάμεσα στον σαουδάραβα διάδοχο του θρόνου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και τον αντίστοιχο διάδοχο στα Εμιράτα, Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ, έχει φέρει κοντά τις δύο χώρες. Το 2015, σχημάτισαν μία αραβική στρατιωτική συμμαχία για να πολεμήσουν τους καθοδηγούμενους από το Ιράν αντάρτες Χούτι στην Υεμένη και να επιβάλουν διπλωματικό, εμπορικό και ταξιδιωτικό εμπάργκο στο Κατάρ».
Όμως, οι πρώτες ρωγμές στη συμμαχία εμφανίστηκαν στα τέλη του 2019, όταν τα ΗΑΕ απέσυραν τα στρατεύματά τους από την Υεμένη, δυσαρεστώντας τους Σαουδάραβες. «Στη συνέχεια, τα Εμιράτα δυσαρεστήθηκαν από την απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να τερματίσει το εμπάργκο κατά του Κατάρ, ενώ στο Ριάντ δεν άρεσε η απόφαση του Αμπου Ντάμπι να βελτιώσει τις σχέσεις του με το Ισραήλ. Και αμέσως μετά, η σχέση τους επιδεινώθηκε περαιτέρω επειδή η Σαουδική Αραβία έδωσε τελεσίγραφο στις πολυεθνικές να μεταφέρουν την περιφερειακή τους έδρα στο βασίλειο έως το 2024, γεγονός που τα Εμιράτα θεώρησαν επίθεση εναντίον τους, καθώς το Ντουμπάι είναι το επιχειρηματικό κέντρο της περιοχής», αναφέρει το δημοσίευμα του βρετανικού δικτύου.
Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης το γεγονός ότι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν είναι χώρα της ερήμου, αλλά «βγαίνει» στη θάλασσα, με δεδομένη την τουριστική της δραστηριότητα. Αντιθέτως, η Σαουδική Αραβία τα τελευταία χρόνια μόνο επενδύει σε τομείς όπως ο τουρισμός και η τεχνολογία, κάνοντας μια γενικότερη στροφή προς την Δύση. «Είναι ο γίγαντας που ξυπνά στην περιοχή και αυτό ανησυχεί τα Εμιράτα, ειδικά για τις προοπτικές της μέσα στα επόμενα 15-20 χρόνια», λέει ο Νιλ Κουίλιαμ, γεωπολιτικός ερευνητής στο Chatham House του Λονδίνου.
Πάντως, ένας σαουδάραβας οικονομικός αναλυτής, που επιθυμεί να μιλήσει υπό καθεστώς ανωνυμίας, εμφανίζεται αισιόδοξος και καθησυχαστικός καθώς θεωρεί ότι η συγκεκριμένη σύγκρουση στην δεδομένη χρονική συγκυρία «δεν φαίνεται ικανή να δημιουργήσει μακροπρόθεσμα πρόβλημα στις σχέσεις τους». «Και οι δύο πλευρές είχαν μεγαλύτερες διαφωνίες στο παρελθόν. Όλες οι σχέσεις έχουν σκαμπανεβάσματα, αλλά η βάση είναι πολύ γερή για να είναι μόνιμη η ζημιά στη συμμαχία», καταλήγει με νόημα ο ίδιος.