Στις αλλαγές που έχουν γίνει τα τελευταία έτη στις τιμές πώλησης των προϊόντων στο οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων αναλύει το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) εξηγώντας τους παράγοντας που ευθύνονται για αυτές.
Όπως σημειώνει το ΙΕΛΚΑ και μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων των ισολογισμών των αλυσίδων σουπερμάρκετ (πηγή: επεξεργασία στοιχείων ετήσιας έκδοσης του Πανοράματος των Ελληνικών Σουπερμάρκετ) και τις εκτιμήσεις ειδικών, η δομή τιμής στο σημείο πώλησης για τα προϊόντα του λιανεμπορίου τροφίμων έχει διαφοροποιηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια.
Σημειώνεται ότι το 2018 σε τελική τιμή ενός προϊόντος 1,00 ευρώ αντιστοιχούσαν 0,15 ευρώ ΦΠΑ, 0,21 ευρώ λειτουργικά κόστη λιανέμπορου, 0,01 ευρώ λοιπά κόστη λιανέμπορου (π.χ. χρηματοοικονομικό κόστος), 0,01 ευρώ κέρδος λιανέμπορου και 0,63 ευρώ κόστος αγοράς (στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα κόστη και η κερδοφορία του παραγωγού).
Αναφορικά με τα λειτουργικά κόστη, ενδιαφέρον έχει ο λόγος των λειτουργικών δαπανών ως ποσοστό επί των πωλήσεων. Όχι δηλαδή η καθαρή αξία των εξόδων των εταιριών, αλλά το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν αυτές οι δαπάνες επί των πωλήσεων των εταιριών. Σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, το ποσοστό αυτό το 2018 έχει διαμορφωθεί στο 25,14%. Πρακτικά αυτό που έχει συμβεί είναι ότι οι εταιρίες του κλάδου έχουν αυξήσει τα τελευταία χρόνια τα κόστη τους χωρίς να έχουν αυξήσει αντίστοιχα τις πωλήσεις τους. Αυτό το φαινόμενο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγορές και συγχωνεύσεις των τελευταίων ετών.
Οι εταιρίες απόκτησαν άμεσα τα κόστη τα οποία αντιστοιχούν στα εξαγορασθέντα μεγαλύτερα δίκτυα, χωρίς όμως να αποκτήσουν και τις αντίστοιχες πωλήσεις, καθώς η αγορά έχει χάσει ένα μεγάλο μερίδιο της (περίπου 25%) την προηγούμενη δεκαετία λόγω της οικονομικής ύφεσης, ενώ επίσης οι πωλήσεις των εξαγορασθέντων εταιριών «μοιράστηκαν» ανάμεσα στις λειτουργούσες επιχειρήσεις του κλάδου. Παράλληλα ένας ακόμα παράγοντας που οδηγεί σε αυτή την εξέλιξη είναι η μείωση της σημασίας των πωλήσεων των cash & carry επί του συνόλου των πωλήσεων (οι πωλήσεις χονδρικής κατά κανόνα έχουν χαμηλότερα λειτουργικά κόστη), κάτι που επίσης δρα αυξητικά για τον συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό δείκτη.
Όσον αφορά στο ΦΠΑ, οι αλλαγές των τελευταίων ετών είναι αρκετά ξεκάθαρες με τις πολλές και μεγάλες αυξήσεις των συντελεστών ΦΠΑ από 9% σε 13% και από 19% σε 23% (από τον Ιούνιο 2016 24%), καθώς και στη μετάβαση προϊόντων από τον χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ στον υψηλό (αν και σημειώνεται ότι την τελευταία χρονιά έχουν καταγραφεί πλέον και μεταφορές προϊόντων από τον υψηλό στον χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ).
Σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, αναφορικά με το κόστος αγοράς, το οποίο αποτελεί και τον κύριο παράγοντα στη διαμόρφωση της συνολικής τιμής, η ανάλυση δεν μπορεί να προχωρήσει σε μεγαλύτερο βάθος καθώς εμπεριέχονται πολλά διαφορετικά προϊόντα με πολύ διαφορετικές παραγωγικές διαδικασίες παραγωγής και διάθεσης. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι υπάρχει και στην πλευρά των προμηθευτικών εταιριών ο προβληματισμός του λόγου κόστους-πωλήσεων, καθώς η μείωση των πωλήσεων των τελευταίων ετών ήταν σχεδόν καθολική.
Ο βασικός προβληματισμός των επιχειρήσεων λιανεμπορίου και βιομηχανίας τροφίμων και FMCG είναι κυρίως η μείωση των πωλήσεων των τελευταίων ετών από το 58% των ερωτηθέντων. Η δεύτερη προτεραιότητα είναι η καινοτομία σε διαδικασίες, υπηρεσίες και προϊόντα με 42% η οποία αποσκοπεί σε ένα βαθμό στην πιο αποδοτική λειτουργία και η τρίτη προτεραιότητα με 40% είναι μείωση κόστους λειτουργίας. Αυτό που προκύπτει από την ανάλυση είναι ότι το ζητούμενο σήμερα για τον κλάδο του λιανεμπορίου και της βιομηχανίας FMCG είναι η ανάπτυξη της αγοράς, η οποία θα οδηγήσει στις απαραίτητες οικονομίες κλίμακας για την αποδοτική λειτουργία των επιχειρήσεων.