«Νέα κυβέρνηση πρέπει οπωσδήποτε να σχηματιστεί μετά τις εκλογές αυτές, για να κρατήσει τη χώρα όρθια εντός της Ευρωζώνης και να φροντίσει άμεσα για την αναπτυξιακή της ανάκαμψη». Αυτό σημειώνει σε ανακοίνωσή του το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας (ΒΕΑ) και υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με τα στοιχεία πρόσφατης έρευνας της ΓΣΕΒΕΕ, μία στις τέσσερις επιχειρήσεις, δηλαδή 180.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο να κλείσουν μέσα στη χρονιά, ενώ επίσης εκτιμάται ότι τουλάχιστον 61.200 από αυτές τελικά θα βάλουν λουκέτο. Από αυτές τις 61.200, όπως προκύπτει από την έρευνα, οι 12.000 επρόκειτο να κλείσουν το πρώτο τρίμηνο του έτους, μετά τη λήξη των εκπτώσεων και η εξέλιξη αυτή μεταφράζεται σε 240.000 χαμένες θέσεις απασχόλησης, εκ των οποίων 106.000 το τρέχον εξάμηνο. Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι οι συνολικές απώλειες στις θέσεις απασχόλησης ξεπέρασαν τις 150.000, εκ των οποίων οι 65.000 θέσεις μισθωτής εργασίας χάθηκαν το δεύτερο εξάμηνο του 2011.
«Τα στοιχεία από το μητρώο μελών του επιμελητηρίου με τις ιδρύσεις και διακοπές λειτουργίας επιχειρήσεων, επιβεβαιώνουν τη δραματική αυτή εξέλιξη, διότι η σχέση διακοπές λειτουργίας προς ιδρύσεις επιχειρήσεων, από 1,25 το 2008, έφτασε το 2,20 το 2011- και μάλιστα με σταθερή μείωση της συμμετοχής της μεταποίησης στο σύνολο των επιχειρήσεων, δηλαδή μείωση της εγχώριας προστιθέμενης προς όφελος των δραστηριοτήτων της εμπορίας και της παροχής υπηρεσιών, αποτέλεσμα που υπογραμμίζει την συνεχή επιδείνωση του ισοζυγίου πληρωμών τα τελευταία χρόνια και που αντανακλά τη συνεχή μείωση του βαθμού ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας», σημειώνει το ΒΕΑ.
Για να υπάρξει ανάπτυξη, το επιμελητήριο εκτιμά, ως απαραίτητες, τις παρακάτω προϋποθέσεις:
* Ολοκλήρωση άμεσα της ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος και άρση της “στάσης χρηματοδότησης” προς τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν οι τράπεζες από την έναρξη της κρίσης, ώστε να γίνει επανεκκίνηση της οικονομίας. Η κυβέρνηση θα πρέπει επιτέλους να δεσμεύσει το τραπεζικό σύστημα ούτως ώστε η ενίσχυση της τραπεζικής ρευστότητας να οδηγήσει στην αύξηση ρευστότητας στην αγορά. Εφόσον αυτό επιτευχθεί οι τράπεζες θα πρέπει να αξιολογούν τις αιτούμενες χρηματοδότηση επιχειρήσεις με βάση την προηγούμενη πορεία και τις προοπτικές τους και όχι να εστιάζουν στα συγκυριακά προβλήματα που δημιουργήθηκαν και οφείλονται στην οικονομική κρίση.
* Άμεσες παρεμβάσεις για ανατροπή της σημερινής κατάστασης απαράδεκτης καθυστέρησης σχεδιασμού και προκήρυξης συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, του ΕΤΕΑΝ, των χρηματοδοτικών εργαλείων της ΕΤΕΠ και του αναπτυξιακού νόμου, ο οποίος παρά τις βελτιώσεις του δεν καλύπτει τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (ΜΠΜΕ) που αποτελούν το 90% του επιχειρηματικού δυναμικού της χώρας. Πρέπει να τεθούν σε άμεση εφαρμογή οι κατά καιρούς εξαγγελίες και μέτρα επιτάχυνσης υλοποίησης του ΕΣΠΑ σε συνδυασμό και με την αξιοποίηση της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μείωση της εθνικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση του.
* Θα πρέπει να εξεταστεί η δημιουργία προγράμματος μέσω ΕΣΠΑ, για την κάλυψη της επιδότησης επιτοκίου, μικροδανείων κεφαλαίου κίνησης για τις ΜΠΜΕ και αναχρηματοδότησης υφιστάμενων δανείων. Επίσης θα πρέπει να δημιουργηθεί άμεσα η κατά καιρούς εξαγγελλόμενη Αναπτυξιακή Τράπεζα (υποστηρίζαμε ανέκαθεν την δημιουργία της), με την εμπλοκή του τραπεζικών ιδρυμάτων δημόσιου χαρακτήρα (Ταχ.Ταμιευτήριο A.T.E., Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων) και του ΕΤΕΑΝ. Το ΕΤΕΑΝ θα πρέπει να δραστηριοποιηθεί πραγματικά στην επιχειρηματική χρηματοδότηση και όχι να περιορίζεται στη χρηματοδότηση των ιδιοκτητών ακινήτων (πρόγραμμα “εξοικονόμηση κατ’ οίκον”). Τέλος θα πρέπει να δοθεί οριστική λύση στο μεγάλο πρόβλημα της αποπληρωμής των δανείων για κεφάλαιο κίνησης που είχε χορηγήσει το ΤΕΜΠΜΕ με εγγύηση και επιδότηση επιτοκίου (Α και Β φάσης) ώστε να μειωθεί το ύψος των εξαμηνιαίων δόσεων και να μπορούν αυτά να αποπληρωθούν από τις χειμαζόμενες επιχειρήσεις.
* Σε κάθε πρόγραμμα ενίσχυσης των επιχειρήσεων θα πρέπει να προβλέπεται συγκεκριμένο ποσό ή ποσοστό του συνολικού προϋπολογισμού του που θα κατευθύνεται στην ενίσχυση των ΜΠΜΕ σε εφαρμογή του Small Business Act που έχει συνυπογράψει και η χώρα μας. Επίσης θα πρέπει να υπάρξει ουσιαστική επιπλέον ενίσχυση προτάσεων που εντάσσονται σε προγράμματα και προέρχονται από συνεργαζόμενες ΜΠΜΕ ή ομάδες μεγάλων ή μεσαίων επιχειρήσεων συνεργαζόμενων με ΜΠΜΕ. Τέλος να δοθούν σοβαρά φορολογικά κίνητρα για την συγχώνευση ΜΠΜΕ και τη δημιουργία μεγαλύτερων ανταγωνιστικότερων και βιώσιμων επιχειρήσεων αλλά και για την μεταβίβαση τους ιδιαίτερα σε ανέργους.
* Άμεση επιστροφή των οφειλών του Δημοσίου προς τους προμηθευτές του, και επιστροφή του ΦΠΑ στις εξαγωγικές επιχειρήσεις ή συμψηφισμός τους με τις οφειλές των επιχειρήσεων προς το Δημόσιο.
* Προσέλκυση επενδύσεων ξένων αλλά και εγχώριων, προώθηση αναπτυξιακών έργων σε ώριμους τομείς των υποδομών όπως οι κατασκευαζόμενοι και υπό κατασκευή μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι (με άμεση επίλυση του θέματος των συμβάσεων-διοδίων), ο παραγωγικός εκσυγχρονισμός και εκμετάλλευση των σιδηροδρόμων και των λιμένων, η πράσινη οικονομία και τα ενεργειακά έργα. Οι διαρθρωτικές αλλαγές, ως υποχρεώσεις της χώρας όπως προκύπτουν από το μνημόνιο, δημιουργούν επίσης ευκαιρίες ανάπτυξης σε νέους τομείς, όπως για παράδειγμα τα γενόσημα φάρμακα, οι καλλιέργειες νέων αγροτικών προϊόντων, οι μεταφορές (ταξί, ΚΤΕΛ) κλπ. Τα παραπάνω πρέπει να συνδυαστούν με την επιτάχυνση των διαδικασιών αποκρατικοποίησης αλλά και αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου στην λογική μεταφοράς πόρων από τον υπερτροφικό και σε πολλές περιπτώσεις αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα προς την επιχειρηματική πρωτοβουλία.
* Αποτελεί συνολική απαίτηση του επιχειρηματικού κόσμου η ύπαρξη απλού, δίκαιου και σταθερού φορολογικού πλαισίου με ταυτόχρονη κατάργηση του Κ.Β.Σ .
* Η συνεχής φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων σε συνδυασμό με τα περιορισμένα έσοδα τους έχει ως αποτέλεσμα το κλείσιμο πολλών ΜΠΜΕ με συνέπεια την αύξηση της ανεργίας και την καταστροφή μεγάλου μέρους του επιχειρηματικού ιστού της χώρας. Καθίσταται επιτακτική ανάγκη πλέον η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων η οποία σε συνδυασμό με τη μείωση του συνολικού άδηλου εξωεπιχειρησιακού λειτουργικού τους κόστους (πραγματική τελική φορολογική επιβάρυνση, τέλη, διοικητικά κόστη, κλπ.) είναι σίγουρο ότι θα απέφερε συγκριτικά καλύτερες επιδόσεις τόσο στους απαιτητικούς δημοσιονομικούς στόχους όσο και ώθηση στην οικονομία. Η υπέρμετρη αυτή επιβάρυνση των επιχειρήσεων σε συνδυασμό με την ατελή λειτουργία της αγοράς (κλειστά επαγγέλματα, ολιγοπωλιακές καταστάσεις, διοικητικά οριζόμενες αγορές, κλπ) τροφοδοτούν τον πληθωρισμό ακόμα και σε περιόδους βαθειάς ύφεσης όπως η σημερινή.
* Η αδυναμία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και τα προκλητικά πενιχρά αποτελέσματα στην είσπραξη φορολογικών εσόδων έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή συνεχώς νέων φόρων σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού που είναι “ορατά” στις φορολογικές αρχές και δεν μπορούν να φοροαποφύγουν με αποτέλεσμα την συνεχώς επιδεινούμενη εισοδηματική ανισοκατανομή, η οποία δημιουργεί προϋποθέσεις κοινωνικής έκρηξης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αδυναμίας του συστήματος η μη είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών δεκάδων δισ. ευρώ οι αποδεδειγμένες περιπτώσεις κορυφαίας φοροδιαφυγής συγκεκριμένων επώνυμων και μη ελεύθερων επαγγελματιών, η φοροδιαφυγή μεγάλων εμπορικών αλυσίδων μέσω του συστήματος των τριγωνικών συναλλαγών κ.ά.
* Η ποινικοποίηση της καθυστέρησης καταβολής ΦΠΑ, η αυστηροποίηση των ποινών ακόμη και για μικρά ποσά εν μέσω κρίσης, όταν οι επιχειρήσεις κλείνουν, οι τζίροι μειώνονται δραματικά, η εξόφληση τιμολογίων δυσκολεύει και όταν οι περισσότερες επιχειρήσεις υποχρεούνται σε καταβολή ΦΠΑ που δεν έχουν εισπράξει, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που δημιουργούνται από έλλειψη ουσιαστικά διαδικασίας συμψηφισμού υποχρεώσεων προς το δημόσιο και οφειλών του δημοσίου προς τις επιχειρήσεις, αποτελούν τροχοπέδη και λειτουργούν εξοντωτικά για χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις.
* Φορολογικά κίνητρα θα πρέπει να θεσπιστούν σε επαναπατριζόμενα από το εξωτερικό κεφάλαια τα οποία θα επενδύονται στη χώρα. Σοβαρά αντικίνητρα για την απαιτούμενη αναπτυξιακή ανάκαμψη σε αυτή την φάση αποτελούν η συνεχιζόμενη πολιτική και κοινωνική αστάθεια, η έλλειψη σύγχρονων διαρθρωτικών και λειτουργικών δομών του κράτους, η πολυνομία και γραφειοκρατία και το ασταθές και υπερβολικά επιβαρυντικό φορολογικό σύστημα.