Στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατατέθηκε σήμερα η πρώτη προσφυγή (αίτηση ακύρωσης) δύο ομολογιούχων του ελληνικού Δημοσίου, με την οποία ζητούν να κριθούν αντισυνταγματικές και παράνομες οι:
1) υπ΄ αριθμ. 5/24.2.2012 πράξη του υπουργικού συμβουλίου με την οποία υλοποιήθηκε το PSI και για τους Έλληνες ομολογιούχους οι οποίοι όμως δεν συμμετείχαν εθελοντικά σε αυτό (η επίμαχη πράξη του υπουργικού συμβουλίου αναφέρεται στην έναρξη διαδικασίας τροποποιήσεως επιλέξιμων τίτλων και στον καθορισμό των όρων ανταλλαγής τους),
2) υπ΄ αριθμ. 10/9.3.2012 πράξη του υπουργικού συμβουλίου με την οποία εγκρίθηκε η απόφαση των ομολογιούχων να αποδεχθούν την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως η απόφαση αυτή βεβαιώθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος ως διαχειρίστρια της διαδικασίας,
3) την από 9.3.2012 απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών που αφορά την υλοποίηση της τροποποίησης των επιλέξιμων τίτλων και την έκδοση νέων τίτλων ομολόγων και τίτλων ΑΕΠ του ελληνικού Δημοσίου.
Συγκεκριμένα, στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο προσέφυγε χήρα η οποία είναι δικαστική συμπαραστάτρια της 76χρόνης αδελφής της, χήρας και αυτής, της οποίας περιλήφθηκαν προς ανταλλαγή τίτλοι ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου που είχε στην κατοχή της αξίας 433.000 ευρώ (αξιά κτήσης 449.845,5 ευρώ), όπως επίσης προσέφυγε στο ΣτΕ και συνταξιούχος του ΤΕΒΕ (περιλαμβάνεται το όνομά του στην ίδια προσφυγή, ομοδικούν δηλαδή ο συνταξιούχος με τη χήρα) ο οποίος είναι κάτοχος ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου αξίας 9.000 ευρώ (αξία κτήσης 9.319,5 ευρώ).
Η χήρα, όπως υποστηρίζει, μετά το «κούρεμα» υπέστη ζημία στην περιουσία της κατά 201.335 ευρώ (ποσοστό 53,50% απώλεια), καθώς είχε πλέον στην κατοχή της ομόλογα ύψους 231.665 ευρώ.
Ο συνταξιούχος, όπως υποστηρίζει, μετά το «κούρεμα» υπέστη ζημία στην περιουσία του κατά 4.175 ευρώ (ποσοστό 53,61% απώλεια), καθώς είχε πλέον στην κατοχή του ομόλογα ύψους 4.825 ευρώ.
Ειδικότερα, οι ομολογιούχοι επισημαίνουν ότι με το επίμαχο «κούρεμα» παραβιάζονται διατάξεις των άρθρων 1 (μορφή πολιτεύματος- δημοκρατική αρχή), 4 (ισότητα), 17 (προστασία της ιδιοκτησίας) και 20 (δικαστική προστασία) του Συντάγματος, όπως και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που προστατεύει την περιουσία, αλλά και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ που παρέχει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας.