Οι αποφάσεις για την Ελλάδα ήταν από τις πιο δύσκολες που έλαβε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υποστηρίζει η γενική διευθύντριά του, Κριστίν Λαγκάρντ, σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ».
Συγκεκριμένα, σε ερώτηση «ποια ήταν η πιο δύσκολη απόφαση που έλαβαν σε τεχνικά θέματα ή θέματα πολιτικής», η επικεφαλής του ΔΝΤ ανέφερε ότι «οι πιο ευαίσθητες και δύσκολες αποφάσεις που λάβαμε συνδέονται πιθανώς με χώρες όπως την Ελλάδα», επισημαίνοντας ότι «χρειάσθηκε να αναθεωρήσουμε μέρος των αναλύσεών μας και το πλαίσιο βάσει του οποίου εγκρίθηκαν οι διάφορες δόσεις του προγράμματος. Επρόκειτο για δύσκολες αποφάσεις. Χρειάσθηκε να αναθεωρήσουμε ό,τι είχαμε κάνει πριν, να ενημερώσουμε τον κατάλογο των δράσεων που πρέπει να αναλάβει η χώρα. Κι όλα αυτά την ώρα που η Ευρωζώνη εισέρχονταν στην κρίση των κρατικών χρεών».
Σε άλλη ερώτηση «αν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο παρατηρήθηκε μεταβολή της στάσης του ΔΝΤ έναντι της Ελλάδας, σε θέματα όπως μιας ενδεχόμενης αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους που κατέχονταν από ιδιώτες και της καθυστέρησης στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων» και «αν επρόκειτο για μια απόφασή σας ή τα γεγονότα και τα στοιχεία καθόρησαν το πλαίσιο του διαλόγου;», η κ. Λαγκάρντ είπε ότι «πρόκειται για ένα συνδυασμό των στοιχείων, της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, αλλά και της συλλογικής μας απόφασης ότι οφείλουμε να είμαστε ειλικρινείς και απόλυτα ξεκάθαροι σχετικά με τους αριθμούς και τις αναλύσεις μας».
Στη συνέχεια, απαντώντας στην ερώτηση «αν ήταν μεγάλη η διαφοροποίηση των απόψεων εντός της υπηρεσίας σχετικά με την ανάγκη επιβολής μεγαλύτερων απωλειών στους κατόχους των ελληνικών ομολόγων ή εάν θα έπρεπε να δοθούν τελικά στην Ελλάδα περισσότερα χρήματα και περισσότερος χρόνος για να επιλύσει τα προβλήματά της;», η κ. Λαγκάρντ είπε χαρακτηριστικά: «Ας το δεχτούμε, υπήρχαν διαφορετικές απόψεις. Το όλο θέμα ήταν να κληθούν όλοι γύρω από ένα τραπέζι, να κατατεθούν όλες οι απόψεις και να αναλυθούν, ώστε να αναδειχθεί η πιο λογική, καθώς και τα «γιατί» και τα «πως». Το πετύχαμε και θεωρώ ότι ήταν μια υγιής άσκηση, καθώς διατυπώσαμε τις τελικές απόψεις οι οποίες και έγιναν αποδεκτές. Φθάσαμε βεβαίως εκεί μέσα από διαφορετικές τοποθετήσεις».
Τέλος, απαντώντας στο ερώτημα του δημοσιογράφου: «Υπήρξε τελικά συναίνεση εντός του Ταμείου;» και αν η ίδια ήταν «μεσολαβητής αυτής της διαδικασίας;» ή «αυτή που αποφασίζει;», η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ, υπογράμμισε ότι «όταν μπήκαμε όλοι στην αίθουσα, γνωρίζαμε ότι οφείλαμε να βγούμε με μια άποψη, την άποψη του Ταμείου και το πετύχαμε».
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, η κ. Λαγκάρντ μίλησε για μια σειρά θεμάτων που αφορούν τη σημερινή ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομική κρίση, διατυπώνοντας την άποψη ότι «υπάρχει ο κίνδυνος ανάκυψης μιας διεθνούς χρηματιστηριακής και τραπεζικής κρίσης».
Στο δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας υποστηρίζεται ότι με την ανάληψη των καθηκόντων της κ. Λαγκάρντ στο ΔΝΤ «επήλθε διαφοροποίηση της στάσης του Ταμείου έναντι της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, γεγονός που οδήγησε την επικεφαλής του ΔΝΤ σε σύγκρουση με πρώην Ευρωπαίους εταίρους της σε κρίσιμα θέματα όπως το κανονιστικό πλαίσιο των τραπεζών, ενώ η νέα οπτική του ΔΝΤ για την Ευρώπη είναι πιο κοντά στην προσέγγιση των ΗΠΑ».
Ακολούθως, προβάλλεται η άποψη ότι «το ΔΝΤ υιοθέτησε μια πιο σκληρή στάση έναντι της Ελλάδας, στήριξε τη θέση για μεγαλύτερες απώλειες των ιδιωτών επενδυτών από τα ελληνικά ομόλογα, ακολουθώντας μια πιο σκληρή γραμμή έναντι των Ελλήνων ηγετών που δεν εφήρμοζαν τις υπεσχημένες μεταρρυθμίσεις. Είχαν προηγηθεί διαφωνίες στο εσωτερικό της υπηρεσίας για την επιλογή της βέλτιστης τακτικής, η οποία οδήγησε τελικά στην απομάκρυνση του επικεφαλής της διεύθυνσης για την Ευρώπη».