Η Γερμανία υποφέρει από μια μορφή διχασμού προσωπικότητας. Από τη μια πλευρά θέλει την επιβίωση του ευρώ. Από την άλλη θέλει να αποφύγει μια διαδικασία όπου θα εγγυάται τον δανεισμό των άλλων κρατών-μελών της ευρωζώνης.
Όμως οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν μπορούν να γίνουν και τα δύο.
Χωρίς μια εγγύηση ότι η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης θα στηρίξει τις ασθενέστερες χώρες της ευρωζώνης, οι επενδυτές δεν θα δανείσουν αυτές τις χώρες. Και αν η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία δεν μπορούν να δανειστούν χρήματα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, το ενιαίο νόμισμα μοιραία θα καταρρεύσει.
«Αν το ευρώ καταρρεύσει, θα καταρρεύσει και η Ευρώπη», τόνισε τον περασμένο Μάιο η καγκελάριος Μέρκελ. «Και μαζί της θα καταρρεύσει η ιδέα της ευρωπαϊκής ενότητας».
Καλώς ή κακώς, οι Γερμανοί θεωρούν ότι το ευρώ αποτελεί το αποκορύφωμα του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού προγράμματος. Είναι όμως επίσης αναμφισβήτητο ότι τα πακέτα βοήθειας προς τις ασθενείς ευρωπαϊκές οικονομίες δεν είναι πολύ δημοφιλή στη Γερμανία.
Η τελευταία θεωρεί πως εκείνη τα έκανε όλα σωστά, ενώ οι άλλοι τα έκαναν όλα λάθος. Εκείνη εξοικονομούσε χρήματα και έκτιζε ένα εμπορικό πλεόνασμα, οι άλλοι δανείζονταν πάνω από τις δυνάμεις τους και στηρίζονταν υπέρμετρα στις εισαγωγές.
Ο Φίλιπ Ρέσλερ, ηγέτης των Ελευθέρων Δημοκρατών, δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι το κόμμα του δεν θα δεχθεί να πληρώσουν οι γερμανοί φορολογούμενοι για τα χρέη άλλων χωρών.
Έχει έρθει όμως πλέον η ώρα να πάρει η Γερμανία μια απόφαση, γράφει ο Μπεν Τσου στην Ιντιπέντεντ. Τι θα επικρατήσει, η αγάπη της για το ευρώ ή η οικονομική ηθική; Στις 29 Σεπτεμβρίου, το γερμανικό κοινοβούλιο θα ψηφίσει επί της συμφωνίας που επιτεύχθηκε στις Βρυξέλλες τον περασμένο Ιούλιο.
Όλοι πιστεύουν ότι η συμφωνία θα εγκριθεί. Κάποιοι βουλευτές του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος μπορεί να καταψηφίσουν το πακέτο, αλλά οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι θα το υπερψηφίσουν. Αυτό δεν θα λύσει όμως την κρίση της ευρωζώνης.
Χωρίς μια ισχυρή οικονομική ανάκαμψη, οι αμφιβολίες των επενδυτών για τη βιωσιμότητα του χρέους των ασθενέστερων οικονομιών της ευρωζώνης θα παραμείνουν. Κι αν το ταμείο σταθεροποίησης δεν μεγαλώσει τόσο ώστε να μπορεί να σώσει, αν χρειαστεί, τις οικονομίες της Ισπανίας και της Ιταλίας, οι αγορές δεν θα ικανοποιηθούν.
Ακόμη λοιπόν κι αν η Μέρκελ βγει νικήτρια από την ψηφοφορία στην Μπούντεσταγκ, δεν θα έχει πετύχει τίποτα περισσότερο από το να κερδίσει λίγο χρόνο. Αργά ή γρήγορα, νέα πακέτα σωτηρίας θα υποβληθούν προς ψήφιση στο γερμανικό κοινοβούλιο.
Τι θα συμβεί λοιπόν; Αν η Γερμανία κληθεί να διαλέξει ανάμεσα στην κατάρρευση του ευρώ και τη δημιουργία μιας ένωσης χρέους, τι θα κάνει; Για να δώσει μια απάντηση σε αυτό το δίλημμα, βέβαια, πρέπει να γνωρίζει την ύπαρξή του. Και οι περισσότεροι Γερμανοί αγνοούν ότι υπάρχει ένα τέτοιο θέμα.
Στην προσπάθειά της να κρατήσει τον εύθραυστο συνασπισμό της στη ζωή, η Μέρκελ δεν έχει εξηγήσει στους ψηφοφόρους τι κόστος θα έχει η κατάρρευση του ευρώ. Ούτε τους έχει κάνει να καταλάβουν τα οφέλη που έχει η χώρα τους από τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη.
Και τα οφέλη αυτά είναι σημαντικά. ΟΙ εγχώριες δαπάνες είναι στάσιμες εδώ και μια δεκαετία. Η γερμανική οικονομία αναπτύσσεται αποκλειστικά λόγω των εξαγωγών. Και το 40% των εξαγωγών της Γερμανίας προορίζονται για την ευρωζώνη. Αν το ευρώ καταρρεύσει, ο εξαγωγικός τομέας της χώρας θα παρουσιάσει μεγάλα προβλήματα.
Η Μέρκελ δεν διαφήμισε όμως αρκετά ούτε την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Δεν διέψευσε τους μύθους που κυκλοφορούν στη Γερμανία για την τεμπελιά των νοτιοευρωπαίων. Αντίθετα, εκμεταλλεύτηκε αυτά τα κλισέ για μικροκομματικά οφέλη. Η γερμανίδα καγκελάριος δεν ηγείται της κοινής γνώμης, την ακολουθεί.
Αλλά η κοινή γνώμη τελεί σε σύγχυση. Δημοσκόπηση που έγινε πρόσφατα έδειξε ότι το 71% του πληθυσμού αγνοεί τους τεχνικούς λόγους που εξηγούν την κρίση του ευρώ. Κάποιος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη να το κάνει.