Με ευμενή σχόλια για τις προσπάθειες της Ελλάδας να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά της, αλλά και με κριτικές διαθέσεις έναντι της πολιτικής που ακολουθεί στο ελληνικό θέμα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκαγκ Σόιμπλε, καλύπτει ο βελγικός τύπος τα αποτελέσματα του χθεσινού Eurogroup, υπογραμμίζοντας ιδιαίτερα το γεγονός της έναρξης της συζήτησης για τη βιωσιμότητα του χρέους.
«Η Ευρωζώνη αναγνωρίζει την αναγκαιότητα αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους» τιτλοφορείται πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της ECHO, το οποίο επισημαίνει την πρόοδο που σημειώθηκε χθες ως προς την εκταμίευση της επόμενης δόσης, δεδομένων των πρόσφατων μέτρων που ελήφθησαν από την Αθήνα, τα οποία χαιρέτισαν οι υπουργοί Οικονομικών, και της αποδοχής από μέρους τους της ελληνικής συμβιβαστικής πρότασης για τα προληπτικά μέτρα. Σε δημοσίευμα στο εσωτερικό της εφημερίδας, υπό τον τίτλο «Το ελληνικό χρέος επιτέλους στο τραπέζι», αναφέρεται ότι στα χαρτιά η Ελλάδα φαίνεται να βρίσκεται σε καλό δρόμο, προκειμένου να αποφευχθεί μια νέα αντιπαράθεση με τους πιστωτές, ενώ συμπληρώνει ότι «ο Ευκλείδης Τσακαλώτος θα επιστρέψει με καλά νέα στην Αθήνα, μια και οι συνάδελφοί του είναι ικανοποιημένοι με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν τεθεί σε εφαρμογή, δέχονται την πρότασή του για το μηχανισμό προληπτικών μέτρων και ξεκινούν για πρώτη φορά τη συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους, την οποία ζητά η Αθήνα εδώ και χρόνια». Η ίδια εφημερίδα στο κύριο άρθρο της, με τίτλο «Αποφύγετε την εξαντλητική ανάλυση του θέματος», εκτιμά πως η χθεσινή συνάντηση επιτρέπει αισιοδοξία για ομαλή εξέλιξη των πραγμάτων, χάρη στη συνοχή των Ελλήνων ηγετών, και ότι η Ευρώπη αυτή τη φορά επιθυμεί να αποφύγει ένα νέο ψυχόδραμα, όντας ακόμα αντιμέτωπη με την προσφυγική κρίση και την απειλή διάλυσης του χώρου Σένγκεν, καθώς και με το ενδεχόμενο ενός Brexit.
Επίσημα ανατέθηκε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) «η διατύπωση σεναρίων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους» σημειώνει εξάλλου δημοσίευμα στην ηλεκτρονική έκδοση της Le Soir, υπό τον τίτλο «Διαφαίνεται η ελάφρυνση του χρέους». Το άρθρο αναφέρει χαρακτηριστικά ότι δεν θα πρέπει να πει κανείς στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Σόιμπλε ότι άρχισε ήδη η διαπραγμάτευση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, κάτι που δεν θέλει ούτε να ακούσει και θα τον εξαγρίωνε, αλλά η αλήθεια είναι, συνεχίζει, ότι στην πράξη έχουν ήδη ξεκινήσει οι εργασίες. Ως προς την αναγκαιότητα της ελάφρυνσης, ο αρθρογράφος επισημαίνει το περιεχόμενο μιας πρώτης ανεπίσημης μελέτης του ΕΜΣ, σύμφωνα με την οποία προκύπτουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Εν συνεχεία, σχολιάζει ότι αυτό που απομένει τώρα, και στο σημείο αυτό δεν έχει πει ακόμα την τελευταία του λέξη ο Σόιμπλε, είναι να εκπληρώσει η Αθήνα κάποιες «τελευταίες» προϋποθέσεις, οι οποίες συνδέονται με την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης. Η μεγάλη δυσκολία έγκειται, σύμφωνα με πηγή της εφημερίδας, στην εξισορρόπηση του βαθμού εξειδίκευσης των προληπτικών μέτρων που επιθυμεί το ΔΝΤ με το περιθώριο ασάφειας που επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση, μία πρόκληση που εγκυμονεί τον κίνδυνο επιπλοκών.
Την εκτίμηση ότι η θέση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών καθίσταται ολοένα και πιο δυσχερής γιατί γίνεται πλέον ευρέως αντιληπτό ότι δεν μπορεί να τηρήσει την αδιάλλακτη γραμμή του σε ό,τι αφορά την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, διατυπώνει εκ παραλλήλου η Standaard σε άρθρο υπό τον τίτλο «Ο Σόιμπλε πρέπει να αποδεχτεί την ελάφρυνση του χρέους» και υπέρτιτλο «Ελπίδες για μια συμφωνία με την Ελλάδα τις επόμενες δύο εβδομάδες».
Επισημαίνεται ότι με το να τηρεί μια σκληρή γραμμή απέναντι στην Ελλάδα, η Γερμανία έχει αυτοπαγιδευτεί από την στιγμή που επιθυμεί την συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα χωρίς όμως να είναι διατεθειμένη να αποδεχτεί τον κύριο όρο που αυτό θέτει, δηλ. την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Ως εκ τούτου, προσθέτει η μπάλα είναι πλέον στο γήπεδο του Σόιμπλε ο οποίος πρέπει ‘να ρίξει νερό στο κρασί του’ και να αποδεχτεί μια ελάφρυνση του ελληνικού χρέους εάν πραγματικά επιθυμεί την συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.
Από την άλλη μεριά, καταλήγει η εφημερίδα, η ελάφρυνση του χρέους αποτελεί θέμα κεφαλαιώδους σημασίας για τον Α. Τσίπρα, ο οποίος όμως καλείται να ξεπεράσει προηγουμένως δύο ακόμα δοκιμασίες: Την αύξηση του ΦΠΑ και τη θεσμοθέτηση του αυτόματου μηχανισμού περικοπής δαπανών. Ενώ όμως το ΔΝΤ ζητά την νομοθέτηση συγκεκριμένων μέτρων, η κυβέρνηση Τσίπρα δεν δείχνει διατεθειμένη να κάνει κάτι τέτοιο, αναφέρει η εφημερίδα
Τέλος κατά την De Tijd τέσσερα πράγματα οφείλει να κάνει η κυβέρνηση Τσίπρα τις επόμενες δύο εβδομάδες προκειμένου να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και να ανάψει το πράσινο φως για την εκταμίευση της δόσης.
Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρει, πρέπει πρώτα απ’ όλα να προχωρήσει σε περικοπές μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και αύξηση του ΦΠΑ συνολικού ύψους 1% του ΑΕΠ. Επιπλέον να ξεκινήσουν τις ιδιωτικοποιήσεις που θα αποφέρουν χρήματα στα ταμεία προκειμένου να αποπληρωθούν οι οφειλές και να υπάρξουν επενδύσεις και στη συνέχεια να απαλλάξουν τις τράπεζες από το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το τέταρτο και τελευταίο όμως σημείο είναι και το πλέον ακανθώδες, προσθέτει η εφημερίδα: Αφορά το θέμα της θεσμοθέτησης ενός αυτόματου μηχανισμού περικοπής δαπανών που θα ενεργοποιείται σε περίπτωση που υπάρχει απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους.
Ως εκ τούτου, αναφέρεται, η ελληνική κυβέρνηση θα έχει ένα δύσκολο έργο μπροστά της, καθώς θα πρέπει να καθησυχάσει τους φόβους του ΔΝΤ που εμφανίζεται περισσότερο απαισιόδοξο για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και γι’ αυτό επιθυμεί να γνωρίζει προκαταβολικά και αναλυτικά τις περικοπές δαπανών στις οποίες σκοπεύει να προχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση, την στιγμή όμως που το ελληνικό Σύνταγμα δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο.
Η εφημερίδα σημειώνει ότι χώρες όπως το Βέλγιο θεωρούν επιβεβλημένη την συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα στο βαθμό που «προσφέρει μια αντικειμενικότητα στην όλη διαδικασία, η οποία είναι ενίοτε καλοδεχούμενη», όπως εξήγησε και ο Βέλγος υπουργός Οικονομικών. Με τη σειρά του όμως το ΔΝΤ, καταλήγει η εφημερίδα. , ζητά μεγάλες θυσίες όχι μόνο από την Αθήνα αλλά και από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης καλώντας τις να προχωρήσουν σε μια ουσιαστική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.