Στέρεες διοικητικές δομές, εμπειρία, επενδυτικές δυνατότητες και πρόθυμοι επενδυτές είναι οι τέσσερις προϋποθέσεις που προσδιόρισε ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, κ. Ρέσλερ, σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στο Deutschlandradio με αφορμή την επενδυτική διάσκεψη για την Ελλάδα που πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Βερολίνο.
Ο γερμανός υπουργός υπογράμμισε ότι πρέπει να «δούμε σε ποια σημεία υπάρχουν ακόμη κωλύματα σ’ ότι αφορά τις επενδύσεις» και πρόσθεσε ότι «εάν βοηθήσουμε την ελληνική οικονομία, εάν βοηθήσουμε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητά της, βοηθάμε την Ελλάδα αλλά βοηθάμε και προς την κατεύθυνση της σταθεροποίησης της ευρωζώνης, βοηθάμε το ευρώ και έτσι φυσικά τη Γερμανία και την Ευρώπη συνολικά. Θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να αντιμετωπίσουμε αυτή την πρόκληση και να λύσουμε τα προβλήματα».
Αναφερόμενος στις εργασίες τις διάσκεψης ο κ. Ρέσλερ προσδιόρισε τέσσερα μεγάλα πεδία, από τα οποία όπως είπε θα γίνει η αρχή: οι στέρεες διοικητικές δομές, η εμπειρία, οι επενδυτικές δυνατότητες και οι επενδυτές που είναι πρόθυμοι να επενδύσουν σε μεγάλα προγράμματα σε τομείς όπως τηλεπικοινωνίες, υποδομές, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή διαχείριση απορριμμάτων.
Ο κ. Ρέσλερ ανέφερε τέλος ότι «οι αλλαγές δε μπορούν να γίνουν από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά είμαστε πεπεισμένοι ότι μπορούν να γίνουν».
Σε ρεπορτάζ, εξάλλου της εφημερίδας Hannoversche Allgemeine ο εκτελεστικός διευθυντής του Ομοσπονδιακού Συνδέσμου της Γερμανικής Βιομηχανίας (BDI) Μάρκους Κέρμπερ δηλώνει ότι χρειάζεται υπομονή καθώς «οι δομικές αλλαγές εθνικών οικονομιών χρειάζονται 5, 10 και μερικές φορές 15 χρόνια».
Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, σε έγγραφο, που έχει συντάξει το επιτελείο του Ρέσλερ, αναφέρεται ότι τα διαρθρωτικά προγράμματα της ΕΕ για την Ελλάδα θα πρέπει «βραχυπρόθεσμα να αναπρογραμματιστούν και να προσανατολιστούν πρωτίστως στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας».
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσουν τη δημιουργία τεσσάρων περιοχών-μοντέλων στην Ελλάδα, στις οποίες θα μπορούσε να προωθηθεί η εγκατάσταση διεθνών, ευρωπαϊκών και ελληνικών επενδύσεων. Προς τούτο θα πρέπει να δημιουργηθεί γι’ αυτές τις περιοχές ένα ιδιαίτερο νομοθετικό πλαίσιο, καταλήγει το έγγραφο.