Σημαντικά περιθώρια για αύξηση των μεριδίων των ελληνικών τροφίμων ή για τη διείσδυσή σε νέες, δυναμικά αναπτυσσόμενες αγορές, βλέπει ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος.
Μιλώντας σε συνέδριο που διοργάνωσε ο Οργανισμός Enterprise Greece για την προώθηση των εξαγωγών ο κ. Μίχαλος ανέλυσε τους κινδύνους που υπάρχουν και τα βήματα που πρέπει να γίνουν. «Αν η Ελλάδα θέλει να αξιοποιήσει τους πρωταθλητές της, χρειάζεται να εφαρμόσει μια συντονισμένη πολιτική. Μια πολιτική που θα ξεκινά από την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης του κλάδου και θα καταλήγει στη στοχευμένη προβολή των ελληνικών προϊόντων», επεσήμανε μεταξύ άλλων.
Ως βασικότερους κινδύνους εντόπισε εμπόδια που εντοπίζονται στο επίπεδο της οικονομικής διπλωματίας και απαιτούν αποτελεσματική διαχείριση. Μεταξύ αυτών είναι οι απειλές που εγκυμονεί η σύναψη της Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Συμφωνίας για τα προστατευόμενα ελληνικά προϊόντα. Εξίσου σημαντικό ζήτημα είναι και η έλλειψη διακρατικών συμφωνιών σχετικά με την εμπορία διατροφικών προϊόντων σε μεγάλες αναπτυσσόμενες αγορές, όπως αυτές της Κίνας και της Ινδίας.
Και βεβαίως, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τα εμπόδια που δημιουργούνται από την κατάσταση στο εγχώριο οικονομικό περιβάλλον: εμπόδια όπως η έλλειψη ρευστότητας και το υψηλό κόστος δανεισμού, το υψηλό κόστος της ενέργειας στον τομέα της μεταποίησης, το ασταθές και εχθρικό για τις επιχειρήσεις φορολογικό καθεστώς, αλλά και η διάβρωση της εμπιστοσύνης των εμπορικών εταίρων, λόγω του αυξημένου country risk.
Διαβάστε αναλυτικά την ομιλία
«Είναι γνωστό ότι τα ελληνικά τρόφιμα και ποτά πρωταγωνιστούν στις ελληνικές εξαγωγές, καλύπτοντας το 28% της αξίας τους, αν εξαιρέσουμε τα πετρελαιοειδή. Ο αγροτοδιατροφικός τομέας της χώρας παράγει το ένα τέταρτο περίπου από τα 100 κορυφαία εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα. Παράγει επίσης περισσότερα από 100 προϊόντα με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης και γεωγραφικής ένδειξης. Προϊόντα με υψηλή προστιθέμενη αξία, όπως το ελαιόλαδο, οι ελιές, ο κρόκος Κοζάνης, η μαστίχα Χίου, η φέτα και άλλα τυροκομικά. Προϊόντα που αποτελούν απευθύνονται σε καταναλωτές με υψηλές απαιτήσεις ως προς την ποιότητα και τη διατροφική αξία των τροφίμων που επιλέγουν.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί βασικό προμηθευτή αγροτικών προϊόντων στις ανεπτυγμένες αγορές των χωρών του ΟΟΣΑ. Οι χώρες της Ευρώπης, της Βορείου Αμερικής, αλλά και η Ρωσία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα απορροφούν τις μεγαλύτερες ποσότητες των ελληνικών αγροτοδιατροφικών προϊόντων.
Τα ελληνικά τρόφιμα αποτελούν πρωταθλητές σε επίπεδο παγκόσμιου εμπορίου. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για αύξηση των μεριδίων τους ή για τη διείσδυσή τους σε νέες, δυναμικά αναπτυσσόμενες αγορές. Υπάρχουν επίσης σημαντικά περιθώρια για αύξηση της προστιθέμενης αξίας τους, μέσα από την επένδυση στη γνώση, στην καινοτομία, στο στρατηγικό μάρκετινγκ και σε σύγχρονες τεχνικές προώθησης.
Σε αυτή την προσπάθεια, θα πρέπει να αξιοποιηθούν τα υφιστάμενα πλεονεκτήματα, όπως είναι η υψηλή ποιότητα των προϊόντων, αλλά και τα εδραιωμένα δίκτυα διανομής που υπάρχουν στις ανεπτυγμένες αγορές.
Από την άλλη, όμως, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν και μια σειρά από αδυναμίες και προβλήματα, όπως είναι: ο μικρός κλήρος και η μικρή παραγωγική δυναμικότητα, που δημιουργεί έλλειμμα κρίσιμης μάζας και δεν επιτρέπει οικονομίες κλίμακας. Όπως είναι ο κατακερματισμός των μονάδων τυποποίησης, συσκευασίας και διανομής, η έλλειψη τεχνογνωσίας σε θέματα στρατηγικής τιμολόγησης, διαπραγμάτευσης και εξαγωγικών διαδικασιών, branding και marketing. Ειδικά στον τομέα των τροφίμων, η γνώση των προδιαγραφών και διαδικασιών που ισχύουν σε μια αγορά είναι κρίσιμης σημασίας. Όπως βεβαίως είναι και η γνώση της διαπολιτισμικής επικοινωνίας. Η γνώση και ο σεβασμός στα ήθη και στην κουλτούρα των εμπορικών εταίρων, αλλά και των καταναλωτών μιας ξένης αγοράς.
Αυτά τα προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω της συστηματικής εκπαίδευσης και ενημέρωσης, μέσω της στοχευμένης αξιοποίησης ευρωπαϊκών προγραμμάτων, μέσα από την ενεργοποίηση και τη συνεργασία των εξειδικευμένων φορέων της χώρας.
Υπάρχουν όμως και κίνδυνοι και εμπόδια που εντοπίζονται στο επίπεδο της οικονομικής διπλωματίας και απαιτούν αποτελεσματική διαχείριση. Μεταξύ αυτών είναι οι απειλές που εγκυμονεί η σύναψη της Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Συμφωνίας για τα προστατευόμενα ελληνικά προϊόντα. Εξίσου σημαντικό ζήτημα είναι και η έλλειψη διακρατικών συμφωνιών σχετικά με την εμπορία διατροφικών προϊόντων σε μεγάλες αναπτυσσόμενες αγορές, όπως αυτές της Κίνας και της Ινδίας.
Και βεβαίως, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τα εμπόδια που δημιουργούνται από την κατάσταση στο εγχώριο οικονομικό περιβάλλον: εμπόδια όπως η έλλειψη ρευστότητας και το υψηλό κόστος δανεισμού, το υψηλό κόστος της ενέργειας στον τομέα της μεταποίησης, το ασταθές και εχθρικό για τις επιχειρήσεις φορολογικό καθεστώς, αλλά και η διάβρωση της εμπιστοσύνης των εμπορικών εταίρων, λόγω του αυξημένου country risk.
Αν η Ελλάδα θέλει να αξιοποιήσει τους πρωταθλητές της, χρειάζεται να εφαρμόσει μια συντονισμένη πολιτική. Μια πολιτική που θα ξεκινά από την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης του κλάδου και θα καταλήγει στη στοχευμένη προβολή των ελληνικών προϊόντων.
Εμείς από την πλευρά μας, ως Επιμελητηριακή Κοινότητα, προσπαθούμε και θα συνεχίσουμε να προσπαθούμε να στηρίξουμε με κάθε τρόπο τη δραστηριότητα των μελών μας. Προσπαθούμε να παρέχουμε ένα ολοκληρωμένο πλέγμα υπηρεσιών, που περιλαμβάνει την ενημέρωση και την επιχειρηματική πληροφόρηση, την εκπόνηση κλαδικών μελετών, τη μεταφορά τεχνογνωσίας, αλλά και τη διευκόλυνση της δικτύωσης μέσω επιχειρηματικών αποστολών, εκθέσεων και συνεδρίων.
Στο πλαίσιο αυτό συνεργαζόμαστε συστηματικά με μια σειρά από διμερή Επιμελητήρια, με το δίκτυο των Ελληνικών Πρεσβειών και βεβαίως με τους θεσμοθετημένους φορείς της Πολιτείας, όπως το Enterprise Greece.
Πιστεύω ότι ο συντονισμός και η συνένωση δυνάμεων μεταξύ των φορέων εξωστρέφειας της χώρας αποτελεί μείζον ζητούμενο, αν θέλουμε να είμαστε αποτελεσματικοί. Αν θέλουμε οι δράσεις μας να πιάνουν τόπο και να αθροίζουν στον κοινό στόχο, που είναι η υποστήριξη των Ελλήνων εξαγωγέων».