Μεγάλη είναι η άνοδος στον αριθμό των κενών θέσεων εργασίας στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το 3ο τρίμηνο του 2023. Αναλυτές εκτιμούν μάλιστα ότι η κατάσταση έχει επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο το 2024. Συγκεκριμένα, η αύξηση του 3ου τριμήνου του 2023 αγγίζει το 185%, με τις κενές θέσεις να φτάνουν τις 36.801. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019, όταν οι κενές θέσεις ήταν 12.897, το πρόβλημα έχει διογκωθεί σε τεράστιο βαθμό, κάτι που αποδεικνύει ότι η αγορά εργασίας βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο μετασχηματισμού.
Η έκθεση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για την αξιολόγηση του κατώτατου μισθού υπογραμμίζει τη σημασία του ζητήματος των κενών θέσεων, το οποίο αναδεικνύεται ως το πιο πιεστικό πρόβλημα της ελληνικής αγοράς εργασίας. Παρά τη συνεχιζόμενη μείωση της ανεργίας και την αυξανόμενη απασχόληση, η αύξηση των κενών θέσεων υποδεικνύει ότι η προσφορά εργατικού δυναμικού δεν μπορεί να καλύψει πλήρως τη ζήτηση, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένους κλάδους και τομείς δραστηριότητας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα τελευταία 15 χρόνια η Ελλάδα δεν είχε αντιμετωπίσει ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα με τις κενές θέσεις εργασίας, κυρίως επειδή η ανεργία βρισκόταν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Ωστόσο, η τρέχουσα κατάσταση υποδηλώνει ότι, ακόμα κι αν η ανεργία μειώνεται, η χώρα αντιμετωπίζει νέα προβλήματα λόγω των αυξημένων αναγκών σε εργατικό δυναμικό σε τομείς όπου η ζήτηση είναι υπερβολικά υψηλή και η προσφορά δεν ακολουθεί. Αυτό καθιστά το ζήτημα των κενών θέσεων κρίσιμο, καθώς η αδυναμία πλήρωσης αυτών των θέσεων μπορεί να εμποδίσει την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και, τελικά, την ευρύτερη οικονομία.
Μια από τις σημαντικές παρατηρήσεις που προκύπτουν από την έκθεση είναι η σχέση μεταξύ κατώτατου μισθού και κενών θέσεων εργασίας. Ειδικότερα, υπογραμμίζεται ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να «σπρώξει» όλη την κατανομή των μισθών προς τα πάνω, κάνοντας τις θέσεις εργασίας πιο ελκυστικές και μειώνοντας την έλλειψη εργατικού δυναμικού. Με αυτόν τον τρόπο, οι εργαζόμενοι είναι πιο πιθανό να επιλέξουν τις θέσεις εργασίας που προσφέρονται, και οι επιχειρήσεις θα έχουν περισσότερες επιλογές για να καλύψουν τις κενές θέσεις τους.
Η ανάλυση των στοιχείων που αφορούν την εξέλιξη των κενών θέσεων από το 2019 έως το 2023 αποκαλύπτει τρεις σημαντικές παρατηρήσεις. Πρώτον, η διαφοροποίηση των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας είναι έντονη. Για παράδειγμα, το τρίτο τρίμηνο του 2023 παρατηρήθηκε ότι στο εμπόριο υπήρχαν περισσότερες από 6.000 κενές θέσεις, ενώ στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων υπήρχαν λιγότερες από 40 θέσεις. Αυτό δείχνει ότι ορισμένοι τομείς της αγοράς εργασίας αντιμετωπίζουν σημαντικές ελλείψεις σε προσωπικό, ενώ άλλοι καταφέρνουν να καλύψουν τις ανάγκες τους πιο εύκολα.
Δεύτερον, η αύξηση των κενών θέσεων είναι διαχρονική και συνεχής. Από το 2019 μέχρι το 2023, οι κενές θέσεις αυξήθηκαν κατά 24.000, με το τελευταίο έτος να καταγράφει αύξηση 12.500 νέων κενών θέσεων. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει ότι το πρόβλημα της έλλειψης εργατικού δυναμικού διογκώνεται και καθιστά αναγκαία την άμεση λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή του.
Τρίτον, οι κενές θέσεις δεν εξελίσσονται με τον ίδιο ρυθμό σε όλους τους κλάδους. Για παράδειγμα, στον τομέα του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, καθώς και στην επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών, οι κενές θέσεις αυξήθηκαν κατά 5.400 το τελευταίο έτος, αριθμός που αντιστοιχεί στο 43,5% των νέων κενών θέσεων. Από την άλλη, ο κλάδος των κατασκευών παρουσίασε σημαντική μείωση, με τις κενές θέσεις να πέφτουν από 11.500 το 2022 σε 1.900 το 2023.
Οι κενές θέσεις εργασίας ανά κλάδο
Αναλύοντας τα ποσοστά των κενών θέσεων ανά κλάδο, παρατηρούμε ότι ο τομέας των Επαγγελματικών, Επιστημονικών και Τεχνικών Δραστηριοτήτων καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό κενών θέσεων, που ανέρχεται στο 5,5%. Ακολουθεί ο τομέας των Τεχνών, Διασκέδασης και Ψυχαγωγίας, με 4,4% κενές θέσεις. Στους μεγάλους κλάδους, το Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο, Επισκευή Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Μοτοσικλετών παρουσιάζει ποσοστό 1,5% κενών θέσεων, ενώ η Δημόσια Διοίκηση και Άμυνα έχει το χαμηλότερο ποσοστό, μόλις 0,6%.
Η σύγκριση με τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνει ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Στη Μεταποίηση, το ποσοστό των κενών θέσεων στην Ελλάδα βρίσκεται στο μέσο όρο της ΕΕ-27, ενώ στον τομέα του Εμπορίου είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες. Στον Τουρισμό, το ποσοστό είναι χαμηλότερο κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ στον τομέα της Ενημέρωσης και Επικοινωνίας παρατηρείται διαφοροποίηση της τάξης των 1,9 ποσοστιαίων μονάδων.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στον κλάδο των Επαγγελματικών, Επιστημονικών και Τεχνικών Δραστηριοτήτων το ποσοστό των κενών θέσεων στην Ελλάδα είναι υψηλότερο κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27.
Παρά τη σημαντική αύξηση των κενών θέσεων, το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι οξύτερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-27, εφόσον η μέτρηση και η δήλωση αυτών των θέσεων είναι αξιόπιστες και ακριβείς. Ωστόσο, η κατάσταση αυτή προϋποθέτει την ανάγκη για στρατηγικές πολιτικές που να ενισχύουν την προσφορά εργασίας, να προσαρμόζουν τα εκπαιδευτικά συστήματα στις ανάγκες της αγοράς και να εξασφαλίζουν ότι οι θέσεις εργασίας γίνονται ελκυστικές για τους εργαζομένους, τόσο μέσω των μισθολογικών συνθηκών όσο και μέσω των συνθηκών εργασίας γενικότερα.